Στη ΜΕΤΑΒΑΣΗ από τον 20ό στον 21ο αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν. Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής».
Πρόκειται ίσως για την παλαιότερη επιχειρηματική «φίρμα» στον ελλαδικό χώρο. Η αφετηρία της χάνεται κάπου στην Ισπανία και η διαδρομή της περιδιαβαίνει τρεις αιώνες ιστορίας. Η εμφάνισή της προηγήθηκε περίπου κατά έναν αιώνα της ελληνικής επανάστασης και της σύστασης του ελληνικού κράτους. Και η λειτουργία της είναι ταυτισμένη με την ιστορική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης, μιας πόλης που για αιώνες υπήρξε ξεχωριστό κόσμημα πολυεθνικότητας και σημείο οικονομικής αναφοράς της βαλκανικής χερσονήσου.
* Εβραίοι ισπανικής καταγωγής
Η οικογένεια Allatini, σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες ήταν Εβραίοι ισπανικής καταγωγής, που ήλθαν στη Θεσσαλονίκη από την Φλωρεντία της Ιταλίας το 1715, στην εποχή δηλαδή της μάλλον ακμάζουσας ακόμη Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η βασική δραστηριότητά τους ήταν το εμπόριο των σιτηρών, του καπνού και των μεταλλευμάτων. Εναν αιώνα μετά την έλευσή τους στην τουρκοκρατούμενη, αλλά πολυεθνική Θεσσαλονίκη, η οικογένεια Allatini αποφασίζει να δραστηριοποιηθεί πέραν του εμπορίου και παραγωγικά. Ετσι το 1836 δημιουργεί, με πρωτοβουλία του επικεφαλής των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της φλωρεντινού ιατρού Μωυσή Allatini, τον πρώτο μύλο. Είναι γνωστό εξάλλου ότι ο κλάδος της αλευροβιομηχανίας είναι συνομήλικος της οικονομικής εξέλιξης του ελλαδικού χώρου. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1848, η οικογένεια δημιουργεί το κεραμοποιείο. Οπως αναφέρεται: «Στη Θεσσαλονίκη τον ηγετικό ρόλο στη βιομηχανία κατείχε η πασίγνωστη οικογένεια Allatini (…) Η ραχοκοκαλιά των επιχειρήσεων του συγκροτήματος Allatini ήταν η εξαγωγή εγχώριων γεωργικών προϊόντων. Σημαντική ήταν η επιχείρηση σιτηρών, που υπήρξε η καθαυτό βιομηχανική επιχείρηση της Θεσσαλονίκης και που μάλιστα οδήγησε ύστερα από 50 χρόνια στην ίδρυση του ατμόμυλου Allatini. Επίσης, το 1880, με βάση ένα μικρό κεραμοποιείο, ιδρύθηκε το μεγάλο εργοστάσιο κεραμοποιίας Allatini. Ενώ στη συνέχεια οι Allatini επιδίδονταν ιδιαίτερα σε εξορυκτικές επιχειρήσεις». (Α. Δάγκας «Συμβολή στην έρευνα για την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης: Οικονομική δομή και κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, 1912-1940».)
* Η κεραμοποιία και ο μύλος
Το 1897 ο μύλος και η κεραμοποιία από προσωπικές επιχειρήσεις ενσωματώνονται στην Societe Anonyme Ottomane Industrielle et Commerciale de Sallonique. Το μετοχικό κεφάλαιό της είναι 3 εκατ. γαλλικά φράγκα και είναι μία από τις ελάχιστες ανώνυμες εταιρείες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η επιχειρηματική δραστηριότητα της οικογένειας δεν περιορίζεται μόνο στη νεοσυσταθείσα εταιρεία της Θεσσαλονίκης. Αντιθέτως, εκτείνεται σε όλα τα εμπορικά κέντρα της εποχής και σε διάφορους άλλους κλάδους. Με βάση τα πρακτικά του διοικητικού συμβουλίου προκύπτει ότι δραστηριοποιούνταν στην Κωνσταντινούπολη, στη Μασσαλία, στο Παρίσι και στη Βιέννη επίσης. Η παρακολούθηση όλων αυτών των δραστηριοτήτων από τα μέλη της οικογένειας ήταν «κυκλική», ανά εξάμηνο δηλαδή άλλαζε ο υπεύθυνος σε κάθε πόλη.
Το 1898 όμως ο μύλος καταστρέφεται από πυρκαγιά. Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει την ανοικοδόμησή του, και γι’ αυτόν τον λόγο εκδίδει ομολογιακό δάνειο στο Χρηματιστήριο των Παρισίων. Το κόστος του νέου μύλου ανήλθε σε 2,75 εκατ. γαλλικά φράγκα και επαναλειτούργησε το 1900. Ως και το 1913 η οικογένεια Allatini κατέχει στην πόλη της Θεσσαλονίκης τα πρωτεία. Μετά αρχίζει σιγά σιγά η κάμψη της.
* Σε ελληνικά χέρια
Ωσπου το 1926 ο επιχειρηματίας Κοσμάς Πανούτσος από το Κρανίδι της Αργολίδας, που ως τότε εμπορεύεται σιτηρά από τη Ρωσία στη Γαλλία και δραστηριοποιείται και στη ναυτιλία, αποκτά την εταιρεία. Και την ίδια χρονιά η Ανώνυμη Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία Θεσσαλονίκης πλέον εισάγεται και στο Χρηματιστήριο της Αθήνας. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες, η ενασχόληση της οικογένειας Πανούτσου με το εμπόριο των σιτηρών την οδήγησε να στραφεί και στην παραγωγή αλεύρων την περίοδο μάλιστα κατά την οποία ο κλάδος της διατροφής γνωρίζει ημέρες δόξας και εκτός της Αλλατίνη αποκτά μύλους στην Αθήνα και στον Πειραιά. Ειρήσθω εν παρόδω ότι τους Κυλινδρόμυλους Αθηνών η οικογένεια τους κατείχε ως τη δεκαετία του ’50, όταν ύστερα από ανασκαφές ανακαλύφθηκε στο οικόπεδο η περίφημη Ποικίλη Στοά και έτσι πλέον τους έχασε.
Την περίοδο που η οικογένεια Πανούτσου απέκτησε την Αλλατίνη, διευθυντής στον μύλο ήταν κάποιο μέλος της οικογένειας Λούλη, που ήταν μυλωνάδες, με την οποία υπήρξε επιχειρηματική συνεργασία για ένα διάστημα. Ο Κοσμάς Πανούτσος κατείχε περίοπτη θέση στους επιχειρηματικούς και πολιτικούς κύκλους της εποχής, αφού εκτός από πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά, υπήρξε και στενός φίλος του Ελευθέριου Βενιζέλου, με το κόμμα του οποίου πολιτεύθηκε για ένα μικρό διάστημα. Την περίοδο 1928 – 1932, την τετραετία Βενιζέλου, ξέσπασε το περίφημο «σκάνδαλο του κινίνου», που λίγο έλειψε να ρίξει την κυβέρνηση. Κεντρικό πρόσωπο στην υπόθεση, που όμως αθωώθηκε αργότερα, ήταν ο Ευστράτιος Γαλόπουλος, τον οποίο, σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες, μάλλον κατά παράκληση του Βενιζέλου ο Πανούτσος τον προσέλαβε διευθυντή του μύλου, θέση που διατήρησε για αρκετά χρόνια και έχαιρε πολύ μεγάλης εκτίμησης. Αλλά και ο Ιωάννης Γαλόπουλος, γιος του προαναφερόμενου, ανέλαβε διευθυντής του κεραμοποιείου, στο οποίο πιστώνεται η παραγωγή πρωτοποριακών προϊόντων.
* Ο μεγαλύτερος των Βαλκανίων
Στη δεκαετία του ’30 διπλασιάζεται η αλεστική ικανότητα του μύλου φθάνοντας τους 374 τόνους την ημέρα. Ηταν τότε ο μεγαλύτερος μύλος των Βαλκανίων. Το 1935 το κεραμοποιείο καταστράφηκε από πυρκαγιά και επαναλειτούργησε το 1939. Στο διάστημα της κατοχής η επιχείρηση συνεχίζει να λειτουργεί και μάλιστα, όπως λέγεται, ένα μέρος της τεράστιας ακίνητης περιουσίας που διέθετε διανέμεται στους εργαζομένους.
Το 1951 για δεύτερη φορά ο μύλος καταστρέφεται από πυρκαγιά και μάλιστα ανασφάλιστος, ο Κοσμάς Πανούτσος έχει πεθάνει και τότε οι δύο κόρες του, η Μαριέτα Πανούτσου – Μάνου και η Ειρήνη Πανούτσου – Βραχνού, καλούνται να αναλάβουν την επιχείρηση και κυρίως η πρώτη, η Μαριέτα, μητέρα του μετέπειτα υπουργού κ. Στ. Μάνου. Ηταν τέτοια η θέση που κατείχε στην οικονομική ζωή της Θεσσαλονίκης, που η ανοικοδόμησή του ενεπλάκη στην προεκλογική περίοδο και απετέλεσε μία από τις μεγαλύτερες εξαγγελίες. Πράγματι ο μύλος ανοικοδομείται το 1955, στη διοίκησή του παραμένει η Μαριέτα Πανούτσου – Μάνου και σε 5-10 χρόνια εδραιώνεται και πάλι στην αγορά, μόνο που αυτήν τη φορά η παρουσία της εταιρείας είναι πιο περιορισμένη, αφού οι ανταγωνιστές της κέρδισαν έδαφος.
* Η οικογένεια Μάνου
Το 1964 οι δύο αδελφές αποφασίζουν να μοιραστούν την οικογενειακή περιουσία. Ετσι τον μύλο τον διατηρεί πλειοψηφικά η Μαριέτα Πανούτσου – Μάνου, και το κεραμοποιείο περνά πλειοψηφικά στην ιδιοκτησία της Ειρήνης Πανούτσου – Βραχνού, αφού μετατρέπεται σε ανεξάρτητη εταιρεία με την επωνυμία Κεραμεία Αλλατίνη και εισάγεται στο Χρηματιστήριο.
Από το 1965 αρχίζει να εργάζεται στην επιχείρηση ο κ. Στ. Μάνος και το 1967 δημιουργεί το τμήμα της μπισκοτοποιίας, ενώ την ίδια χρονιά η Ανώνυμος Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία Θεσσαλονίκης μετονομάζεται σε Αλλατίνη ΑΕ. Ο ίδιος από το 1974 ως και το 1977 είναι πρόεδρος και γενικός διευθυντής, ώσπου προσχωρεί στον χώρο της πολιτικής και τη θέση του αναλαμβάνει ο κ. Β. Πανούτσος, εγγονός του Βασιλείου, πρεσβύτερου αδελφού του Κοσμά.
* Ο όμιλος Λεβέντη
Στη δεκαετία του ’80 η επιχείρηση, και κυρίως ο τομέας των αλεύρων, υπέστη όλες τις συνέπειες της πολιτικής της διατίμησης και η ως τότε κερδοφόρος εταιρεία αρχίζει να κλυδωνίζεται. Το 1987 ο κλάδος της μπισκοτοποιίας αποσπάται και δημιουργείται η Ελληνική Εταιρεία Μπισκότων ΑΕ, η οποία και πωλείται με τα ανάλογα σήματα στον όμιλο Κυριάκου Φιλίππου. Επίσης δημιουργείται η Εταιρεία Δημητριακών Βορείου Ελλάδος ΑΕ, η οποία μαζί με τη μητρική της Αλλατίνη ΑΕ μεταβιβάζονται πλειοψηφικά στον όμιλο Δαυίδ – Λεβέντη. Η οικογένεια του κ. Στ. Μάνου διατηρεί το 16% των μετοχών.
Τρεις αιώνες ύστερα από την εμφάνιση της επωνυμίας Allatini στον ελληνικό χώρο, η οποία αφού μεσουράνησε στη θρυλική πολυεθνική Θεσσαλονίκη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, πόλη με την οποία και ταυτίσθηκε, κατόρθωσε να επιζήσει καθ’ όλη τη διάρκεια του ταραγμένου 20ού αιώνα, και συνεχίζει πλέον να ταξιδεύει στον χρόνο…