Η κυριότερη συμβολή των Αλβανών στην ελληνική κοινωνία δεν είναι η εγκληματικότητα, ούτε τα Καλάσνικοφ, ούτε οι οικιακές βοηθοί. Είναι η αύξηση της ξενοφοβίας, όπως δείχνουν οι ξαφνικά «ενεργοί πολίτες» που ανησυχούν για την ασφάλειά τους και φθάνουν ως και να απειλούν ότι θα πάρουν τα όπλα
«Είσαι ένα τίποτα, είσαι ένα σκουπίδι. Αρνούμαι να συζητήσω μαζί σου γιατί εγώ δεν μιλώ με Αλβανούς». Η φράση αυτή, που εκστομίστηκε με ανησυχητική έπαρση και φυσικότητα, ακούστηκε σε τηλεοπτική εκπομπή από εκείνες που προσπαθούν να δώσουν έναν έμπρακτο ορισμό στις έννοιες «εντυπωσιασμός» και «παραπληροφόρηση». Ο εξαπολύσας μαινόμενος την παραπάνω δήλωση, καθηγητής στη σχολή της αστυνομίας, απευθυνόταν σε δημοσιογράφο από την Αλβανία, πρώην διευθυντή της κρατικής τηλεόρασης της χώρας του. Και του απευθυνόταν με την αυτάρεσκη σιγουριά που επιδεικνύουν όλοι οι μονοκόμματοι άνθρωποι, ανυποψίαστοι για το ότι ο συνομιλητής τους ίσως έχει να πει κάτι που θα άξιζε να το ακούσουν.
«Οι Ελληνες αλλά και κάθε λαός που δεν έχει εμπειρία συμβίωσης με ξένες κουλτούρες είναι ξενόφοβοι. Γενικά το πρόβλημα της διαπολιτισμικής ασυμφωνίας που οδηγεί ως και στη σύγκρουση είναι υπαρκτό σε κάθε είδους κοινωνία. Τώρα ήρθε η σειρά μας να το αντιμετωπίσουμε κι εμείς» λέει ο κ. Αντώνης Αστρινάκης, λέκτωρ στο Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης. Τα μέλη της κοινωνίας που δέχεται τους μετανάστες, προσθέτει, φοβούνται τη διαφορά και όσο μεγαλύτερη η διαφορά τόσο μεγαλύτερη η ασυμφωνία. «Τα ιδεολογήματα ότι όλοι είμαστε ίδιοι δεν έχουν βάση. Υπάρχουν διαφορετικοί πολιτισμοί, και με τους Αλβανούς σήμερα έχουμε μεγαλύτερη διαφορά από όση, λ.χ., με τους Ιταλούς».
Σύμφωνα με τον κ. Αστρινάκη, ο Ελληνας υπήρξε ξενόφοβος και με τους Δυτικοευρωπαίους (ή «Κουτόφραγκους») αλλά με τους Αλβανούς, έναν λαό που δεν έχει να επιδείξει σύμβολα οικονομικής παραγωγής, η ξενοφοβία του εκδηλώνεται πιο έντονα. Αυτό οφείλεται και στο ότι «τα μεταναστευτικά ρεύματα στην Ελλάδα συνέπεσαν με τη φάση πολιτισμικής διαφοροποίησης που περνούσε η χώρα. Τελευταίως η Ελλάδα έπαψε να είναι μια ομογενοποιημένη κοινωνία και άρχισαν να διαμορφώνονται διάφορες κουλτούρες», οι οποίες συχνά αντιμετωπίζονται εξίσου ρατσιστικά.
Πάρτε το παράδειγμα των κινημάτων της νεολαίας, που έκαναν πιο έντονη την παρουσία τους από τη δεκαετία του ’80. «Η αντιμετώπισή τους είναι ίδια με αυτή των μεταναστών, δηλαδή θεωρούνται κάτι το εντελώς αδιανόητο, που δεν είναι ελληνικό και δεν έχει ηθικές αξίες. «Βάνδαλοι, χούλιγκαν, χωρίς ενδιαφέροντα» είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που τους αποδίδονται». Ή το παράδειγμα των νεόπλουτων, για τους οποίους η κοινή γνώμη έχει σαφώς διαμορφωμένα και συχνά επαναλαμβανόμενα στερεότυπα: «Μια νέα τάξη αμόρφωτων και αγενών ανθρώπων που δεν πληρώνουν φόρο και ακολουθούν επιδεικτική κατανάλωση» λέει ο κ. Αστρινάκης.
Η προσταγή για… άνοδο
Στην περίπτωση των Αλβανών, η «υποδοχή» που συχνά τους επιφυλάσσεται παραβλέπει το γεγονός ότι η άνοδος είναι στην ανθρώπινη φύση. Οσοι επιμένουν ότι οι κατώτεροι οικονομικά και κοινωνικά (δηλαδή οι μετανάστες) πρέπει να δεχθούν τη μοίρα τους (δηλαδή να παραμείνουν στη χώρα τους και να υποφέρουν) αγνοούν ένα βασικό στοιχείο του καπιταλιστικού συστήματος (εντός του οποίου διαπρέπουν και προφανώς συντηρούν): την προσταγή για άνοδο. Η μόνιμη επωδός της μεσαίας τάξης είναι ότι τα παιδιά της πρέπει να πετύχουν περισσότερα από τους γονείς τους. Εκτός βεβαίως αν πρόκειται για Αλβανούς, οι οποίοι οφείλουν να παραμένουν στον τόπο όπου γεννήθηκαν και να μην αναζητούν μια καλύτερη τύχη στις χώρες των άλλων λαών όπως έκαναν οι Ελληνες επί τόσες δεκαετίες.
Ισως όμως το ζήτημα να είναι ταξικό, γιατί είναι επίσης στη φύση του ανθρώπου να κοιτάζει αφ’ υψηλού τους «κατώτερους». Οταν εμφανίζονται άστεγοι ζητιάνοι, ο άνεργος που έχει σπίτι να μείνει αισθάνεται ανώτερος, ακόμη και αν βρίσκεται σε οριακά καλύτερη κατάσταση. Είναι περίεργο πώς οι κάτοικοι μιας χώρας, η οποία έβλεπε για πολλά χρόνια τις πιο προηγμένες χώρες ως πολυπόθητο προορισμό, αντί να κολακευθούν που βρέθηκε ένας άλλος λαός που θεωρεί την Ελλάδα Γη της Επαγγελίας, αισθάνονται ότι απειλούνται.
Πολλοί απεχθάνονται τις πληθυσμιακές μετακινήσεις γιατί πιστεύουν ότι είναι αντίθετες στα συμφέροντά τους. Φοβούνται το άγνωστο που αυτές θα φέρουν και το όχι τόσο μακρινό αύριο που θα μετατρέψει την περιοχή τους σε κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι σήμερα (θα μειώσει, λ.χ., την αξία των ακινήτων). Φοβούνται ότι θα χάσουν τις δουλειές τους και την κουλτούρα τους ένας αβάσιμος φόβος γιατί οι περισσότεροι μετανάστες έχουν τα ίδια οικονομικά συμφέροντα με την κοινωνία που τους δέχεται.
Οι «έχοντες και κατέχοντες» δεν θέλουν ζητιανάκια στα φανάρια, δεν θέλει αλλοδαπούς που ζουν δέκα δέκα στο διπλανό διαμέρισμα. Αυτά δεν αποτελούσαν μέρος της ζωής τους πριν από μερικά χρόνια. Θέλει ωστόσο να προσλαμβάνει φθηνά εργατικά χέρια αλλά όταν ολοκληρωθεί η δουλειά, αυτά πρέπει να επιστρέψουν υπάκουα στη χώρα τους γιατί τότε ενσκήπτει ως διά μαγείας το πρόβλημα της ανεργίας. Δεν έχει σημασία ότι οι Αλβανοί αναλαμβάνουν εργασίες που οι Ελληνες αρνούνται να κάνουν γιατί οι δουλειές στις οποίες προσλαμβάνονται οι Αλβανοί έχουν αποκτήσει χαμηλό κύρος ως «δουλειές μεταναστών».
Ορισμένοι καταστρώνουν επιμελώς σχέδιο δράσης για την περίπτωση όπου θα μπει στο σπίτι τους ληστής. Δηλώνουν ότι θα αγοράσουν όπλο για να προστατεύσουν την οικογένεια και την περιουσία τους και ότι δεν θα διστάσουν καθόλου να το χρησιμοποιήσουν αν παραστεί ανάγκη. Το παράδοξο είναι ότι δεν καταστρώνουν εξίσου λεπτομερειακό σχέδιο δράσης όταν πρόκειται να κυκλοφορήσουν στους δρόμους και ας είναι τα θύματα των τροχαίων περισσότερα από τα θύματα των ληστών. Κάθε Αλβανός μισείται ως πιθανός διαρρήκτης – δολοφόνος αλλά όχι κάθε οδηγός ως πιθανός παραβάτης – αιτία δυστυχήματος.
Οι περιφραγμένες γειτονιές
Στις ΗΠΑ οι λευκοί, που αναμένεται σε λίγες δεκαετίες να γίνουν μειονότητα, επιλέγουν την απομόνωση θορυβημένοι από την αύξηση των μαύρων, των ασιατών και, πρόσφατα, των λατινοαμερικανών μεταναστών. Θυμίζοντας τις ελίτ του Τρίτου Κόσμου, αποσύρονται σε περιφραγμένες γειτονιές, ανακουφισμένοι από την πρωτόγνωρη αίσθηση ασφάλειας που τους παρέχουν οι υψηλοί τοίχοι, οι προβολείς και τα αλεξίσφαιρα φυλάκια των ιδιωτικών αστυνομικών που προστατεύουν τη μικρή τους κοινότητα έναντι αδράς αμοιβής.
Η τάση του εθελοντικού εγκλεισμού σε περιφραγμένα καταφύγια πρωτοεμφανίστηκε τη δεκαετία του ’20, από τους μεγιστάνες του πετρελαίου και των σιδηροδρόμων, αλλά επιταχύνθηκε στα χρόνια του ’70 και του ’80. Είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένη στην Καλιφόρνια, στο Τέξας, στην Αριζόνα και στη Φλόριδα, τα κύρια σημεία εισόδου των μεταναστών από τη Λατινική Αμερική. Συνολικά το 1997 υπήρχαν 30.000 οικοδομικές «νησίδες λευκών», στις οποίες σήμερα κατοικούν οκτώ εκατομμύρια άτομα.
Πίσω από την τάση «εντοιχισμού» των ευκατάστατων λευκών πολλοί αμερικανοί κοινωνιολόγοι διακρίνουν έναν «αμυντικό τοπικισμό», τον οποίο αποκαλούν «βαλκανοποίηση» (Balkanisation) των ΗΠΑ. Γιατί τα Βαλκάνια έχουν το εξής χαρακτηριστικό: παρ’ ότι είναι μια περιοχή με έντονο ανακάτεμα λαών, κυριαρχεί η αποκλειστική προσήλωση στα συμφέροντα της ιδιαίτερης πατρίδας του καθενός, κατάλοιπο του εθνικισμού χάρη στον οποίο δημιουργήθηκαν τα κράτη της χερσονήσου τον προηγούμενο αιώνα.
Η κάθοδος των Αλβανών
Η «κάθοδος» των Αλβανών στην Ελλάδα δεν είναι νέο φαινόμενο (ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε καταγωγή από την Ιλλυρία ενώ, από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες της Επανάστασης, ο Γεώργιος Κουντουριώτης ήταν Αρβανίτης, και μάλιστα μιλούσε σπαστά ελληνικά). Περιοδικά στην Ιστορία (στην οποία πολλοί προστρέχουν συχνότερα του επιτρεπτού) κύματα Αρβανιτών εγκαθίσταντο στην Ελλάδα και αφομοιώνονταν. Τον καιρό του Βυζαντίου, λ.χ., η κάθοδος των Αρβανιτών γινόταν με γράμματα βασιλικά και είχε στρατιωτικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με το σύστημα που ίσχυε τότε για τους στρατιωτικούς εποικισμούς, τους παρεχωρείτο γη για να καλλιεργούν, γεγονός που υποβοηθούσε την ενσωμάτωσή τους.
Αυτό είναι φανερό σε πολλά τοπωνύμια (π.χ. Μάνη, όνομα που αναφέρεται από τον 8ο αιώνα και σημαίνει «μουριά», ή Πλάκα που στα αρβανίτικα σημαίνει γερασμένη, παλιά) και λέξεις που έχουν περάσει στην ελληνική γλώσσα (καλαμπόκι, κοκορέτσι, μπαμπέσης, μπέσα, μπεσαλής, πλιάτσικο, σβέρκος, τσούπρα, φάρα, φλογέρα).
Επιπλέον, θα μπορούσε να πει κανείς, φαίνεται και στις ψυχολογικές αντιδράσεις των Αλβανών που μεταναστεύουν στην Ελλάδα σήμερα. Ο προαναφερθείς δημοσιογράφος, λ.χ., όταν ρωτήθηκε πού αποδίδει την έξαρση της ξενοφοβίας προς τους συμπατριώτες του, έκανε λόγο για «υποκινούμενες εκδηλώσεις» από «ξένους δακτύλους» που «έχουν συμφέροντα» από τη μη ειρηνική συνύπαρξη των δύο λαών. Οποία ομοιότης με την τόσο γνώριμη τάση των Ελλήνων να προτείνουν θεωρίες συνωμοσίας για να «εξηγήσουν» οποιοδήποτε πρόβλημα.
1 Αρχίζει κάθε πρόταση με το «Εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά…».
2 Τελειώνει κάθε πρόταση με το «… γιατί η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες».
3 Εχει ρομαντική και ωραιοποιημένη άποψη για τους έλληνες μετανάστες προηγούμενων δεκαετιών.
4 «Μήπως είσαι κι εσύ Αλβανός;» ρωτά με καχυποψία όποιον τολμήσει να υπερασπιστεί τους λαθρομετανάστες.
5 Οταν ο νόμος αποδεικνύεται ανίκανος να προστατεύσει τα συμφέροντά του, παίρνει τον νόμο στα χέρια του.
6 Κραδαίνοντας το όπλο του, δηλώνει ότι πρώτα θα σκοτώσει και μετά θα κάνει ερωτήσεις.
7 Προσλαμβάνει αλβανούς λαθρομετανάστες επειδή είναι πιο φθηνοί αλλά όταν έρθει η ώρα να τους πληρώσει τους καταδίδει στην αστυνομία για να απελαθούν απλήρωτοι.
8 Και μετά ισχυρίζεται ευθαρσώς: «Αντί να μας λένε ευχαριστώ, μας σκοτώνουν κιόλας».
9 Αποδίδει συνολικά το πρόβλημα της ανεργίας στο ότι «οι Αλβανοί μάς παίρνουν τις δουλειές».
10 Διατείνεται ότι αγαπά τους Βορειοηπειρώτες (διαχωρίζοντάς τους από τους Αλβανούς) αλλά μόλις συναντήσει κάποιον Βορειοηπειρώτη τον εξαιρεί από την αγάπη του, γιατί «είναι Αλβανός που ισχυρίζεται ψέματα ότι είναι Βορειοηπειρώτης». Μήπως είστε (και εσείς) Αλβανός Ο Κώστας Μπίρης, στο βιβλίο του «Αρβανίτες», παραθέτει επίθετα αρβανίτικης προέλευσης όπως προκύπτουν από καταλόγους ονομάτων καπεταναίων και απλών στρατιωτών που αναφέρονται σε έγγραφα του βενετικού αρχείου και άλλα κείμενα του 15ου και 16ου αιώνα. Επίθετα που έχουν επιβιώσει ως σήμερα, εξελληνισμένα τόσο ώστε να θεωρούνται πλέον ελληνικά, παρ’ ότι δεν παύουν να υποδηλώνουν αρβανίτικη καταγωγή. Αδάμος (και Αδάμης) Βαρλάμης (συχνό στη Σπάρτη) Βέρβερης (τυφλός) Βλαντής Γιάτας (μακρύς) Γκάζας (γελαστός) Γκέρμπεσης (Γερβάσιος) Γκίνης (Γιάννης, συχνό στην Υδρα, στο Κορωπί, στα Καλύβια του Κουβαρά και στον Μαραθώνα) Γκιόλμας Γκλιάτης (μακρύς) Γκολέμης (λαίμαργος, συχνό στο Μενίδι και στον Μαραθώνα) Γκούμας (Γιακουμής, Ιάκωβος) Γκρίτσας (συχνό στο Μενίδι) Ζαπάντης Καβάσιλας Καγκάδης (τραγουδιστός, συχνό στην Κέρκυρα, στην Καρυστία και στη Βοιωτία) Κακαβάς (συχνό στην Καρυστία και στο Λιόπεσι Αττικής) Κακαρούκας (κακοκυλημένος, συχνό στη Λιβαδειά) Καλέντζης (γανωτζής) Καλέσης (μαλλιαρός) Κάμιζας (της πλούσιας) Κάμπασης (κάμπες = πεζός) Κανάκης Καντρέβας (συμμαζεμένος) Καπαρέλης Κασνέσης Κέκης (κακός, πονηρός συχνό στη Χασιά Αττικής) Κόκος (Κώστας) Κόκλας (συχνό στη Χασιά Αττικής) Κολόσης (Νικολάκης) Κομποθέκρας (χειρόβολο από σίκαλη) Κόντος (συχνό στα Καλύβια της Χασιάς στην Αττική) Κόρεσης (θεριστής) Κότσικας (κοκάλας, συχνό στην Κάρυστο) Κούκης (κόκκινος) Κουρτέσης Κούτσης (κουτάβης, συχνό στις Σπέτσες και στο Τάχι των Θηβών) Κράψας Κριεκούκης (κοκκινομάλλης) Κριεμπάρδης (ασπρομάλλης) Κυριάκης Λάντας (δρυς;) Λότσας (φίλος) Λουκίσας (της χήρας του Λουκά, συχνό στα Καλύβια της Χασιάς) Λούσης (λιουσ = λάτρης, ικέτης) Μαζαράκης Μάζης (κορυφαίος) Μάνεσης (βραδύς) Μάριζας (της Μαρίτσας) Μαύρεσης Μέγκουλας Μελέτης Μενάγιας Μέξας (συχνό στις Σπέτσες, στην Κέρκυρα και στην Ηπειρο) Μόλας (μόλε = μήλο) Μουζάκης Μπανίκας Μπάρδης (άσπρος, συχνό στα Μεσόγεια και στη Χασιά της Αττικής) Μπαρμπάτης Μπάρτσης (μπάρτσα = γίδα, συχνό στο Μαρκόπουλο της Αττικής) Μπάστας Μπελόκας Μπελούσης Μπέτσης Μπίμπης (πουλί πάπιας, χήνας ή γάλου συχνό στα Λιόσια και στη Μάνδρα Αττικής) Μπισκίνης (μπέσε = πίστη, κένι = σκύλος) Μπόζος (βαρέλας) Μπόρσας (πουγκής) Μπούας Μπούζης (χειλάς) Μπουζίκης Μπούκουρας (ωραίος) Μπούμπας (μαμούνας) Μπόχαλης (μπόχα = σκόνη) Ντόριζας (μικροχέρης) Παναρίτης (από το Φανάρι) Πέτας (πίτας) Πρίφτης (παπάς, συχνό στην Κορώνη, στα Σπάτα και στην Κερατέα) Προγόνης Προκόπης Ρένεσης (ψεύτης) Σγούρης Σκλέπας (κουτσός) Σκλήρης (συχνό στη Βοιωτία) Σκούρας Σούγκρας (που τσουγκρίζει) Σούκουλας (κουρελής) Σούλης (ψηλός, λεβέντης) Σουμάκης Σούρπης (ρουφηχτής) Σπάτας (σπάθας) Στίνης (που σπρώχνει) Σχηματάρης (κομψευόμενος) Τάτσης (Δημητράκης) Τσαμαντάς (τσα- ή χαϊ- μ’ ντα = πήγαινε πιο κοντά) Τσαπόγας (ψηλοπόδαρος, συχνό στη Μεσσηνία) Φούντης (πάτος) Χαϊκάλης (κάλι = άλογο, συχνό στο Μενίδι) Χέλμης (φαρμάκης)