Την ώρα που άρχισα να γράφω τη συνέντευξη, τον ξαναφέρνω στο μυαλό μου. Τελικά ο Παντελής Μπουκάλας, που συνάντησα πριν από λίγες ημέρες με αφορμή την έκδοση του δεύτερου τόμου των δοκιμίων του για το δημοτικό τραγούδι από την Αγρα, κατά βάθος παραμένει εκείνο το αγόρι που σηκωνόταν τη νύχτα κρυφά για να γράψει τα στιχάκια του στην τουαλέτα, στον μόνο χώρο που μπορούσε να έχει για λίγο δικό του. Τώρα έχει γραφείο και βιβλία χιλιάδες, αλλά η λαχτάρα είναι ίδια, αξεδίψαστη. Παραμένει το πεινασμένο για γράμματα παιδί που ξεκίνησε από το Λεσίνι Μεσολογγίου, ο αριστούχος μαθητής που η συγκυρία τον έφερε να παίρνει πτυχίο από την Οδοντιατρική Σχολή και όχι από τη Φιλοσοφική. Τον Απρίλιο, αυτός ο ποιητής, μεταφραστής αρχαίας ελληνικής γραμματείας, κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος θα υποστηρίξει το διδακτορικό του στη Φιλοσοφική Σχολή της Κύπρου. Ενας λόγιος που τιμά επί 30 χρόνια με τη σχολιογραφία του τον ελληνικό Τύπο θα χριστεί και τυπικά φιλόλογος. Αυτό που ήδη έχει κατακτήσει με το ατέλειωτο διάβασμα και καθημερινό γράψιμο καθ’ όλη την ενήλικη ζωή του.
Διέτρεξα επιμελώς τους δύο πρώτους τόμους των δοκιμίων για το δημοτικό «Οταν το ρήμα γίνεται όνομα» και «Το αίμα της αγάπης». Δεν πρόκειται για μονογραφίες, αλλά για έργο ζωής, εργασία που μόνο έδρα πανεπιστημίου με δέκα βοηθούς θα μπορούσε να κάνει. Και όμως μόνος χάθηκε σε αυτόν τον ωκεανό και μας προσφέρει κάτι ανεπανάληπτο που απλώνεται σε περισσότερους από δώδεκα τόμους.
Θα μου συγχωρήσετε, ελπίζω, μια οικειότητα, κάποιον ενικό, μια προσφώνηση με το μικρό όπου χρειαστεί. Υπάρχει γνωριμία δεκαετιών. Ξεκινήσαμε την κουβέντα από το αντικείμενο του διδακτορικού του που αφορά τις αναφορές του δημοτικού τραγουδιού στους έρωτες μεταξύ αλλοθρήσκων και αλλοεθνών. Ο χαμηλόφωνος, συνήθως, Παντελής ανεβάζει στροφές:
«Το δημοτικό είναι ανοιχτόμυαλο, δεν αναθέτει καθήκοντα, δεν σου λέει τι να κάνεις στην ερωτική σου ζωή, υπάρχει το δικαίωμα της εκτροπής, άλλοτε θα τιμωρηθείς, άλλοτε όχι».
Δηλαδή έχουμε Ελληνοπούλες που δεν αρνούνται τον έρωτα των ξένων;
«Υπάρχουν αυτές που ερωτεύονται τον αλλόφυλο, εναντιώνονται στην άρνηση της μάνας. Εχουμε βέβαια και την περίπτωση που η μάνα πιέζει την κόρη να ενδώσει στον έρωτα του Τούρκου ή του Εβραίου για τα χρήματα. Στην επώνυμη λογοτεχνία σπανίως υπάρχει κενό, για να νικήσει ο έρωτας ή η ζωή με τις ποικίλες εκδοχές της, ακόμη και της ανάγκης ή του συμφέροντος».
Συναντάμε και σε άλλες εκφάνσεις του έρωτα τέτοια ανορθόδοξη αντιμετώπιση;
«Αν ο Φρόιντ είχε υπ’ όψιν του πώς αντιμετωπίζεται ο έρωτας μάνας – γιου στα δημοτικά, ίσως να μην ονόμαζε το σύμπλεγμα «οιδιπόδειο». Γιατί εδώ δεν έχουμε τη μάνα που δεν γνωρίζει και τον γιο που δεν ξέρει, όπως στον αρχαίο μύθο. Εχουμε, αντιθέτως, ενεπίγνωστο έρωτα. Η μάνα που είναι ερωτευμένη με τον γιο της, τον θεωρεί κτήμα της, τον πιέζει, του ζητεί να ζήσουν κάπου που δεν τους ξέρει κανείς. Ο γιος επικαλείται τα δεινά που θα επισυμβούν, συνήθως μένει ανεκπλήρωτος ο έρωτας. Ωστόσο, υπάρχει εκδοχή κυπριακού τραγουδιού όπου συντελείται μέχρι τέλους το οιδιπόδειο».
Εντυπωσιακό αν σκεφτείς για ποια εποχή μιλάμε.
«Είμαστε υπό τουρκικό ζυγό, πρόκειται για έναν λαό συντηρητικό, θρησκευόμενο, αλλά ο βίος είναι πολύ πιο πλούσιος από όσο τον αντέχουμε. Αυτό το ελεύθερο φρόνημα στο δημοτικό εμένα με άφησε άναυδο. Αυτό θέλησα να κάνω λόγο».
Διαβάζοντας τον τόμο για τον έρωτα, θόλωσα από το αίμα που ρέει. Ερωτας χωρίς πόνο δεν υπάρχει;
«Είναι ένοπλος ο έρωτας στο δημοτικό τραγούδι, μια μάχη με απώλειες που συνήθως είναι περισσότερες και αυτό εικονίζεται με όλους τους τρόπους. Συνήθως η μοιχαλίδα τιμωρείται και μάλιστα συχνά η τιμωρία που τραγουδιέται είναι φρικαλέα».
Εδώ δεν υπάρχουν εξαιρέσεις;
«Προφανώς υπάρχουν, σε νησιώτικα ας πούμε, όπου οι κοινωνίες είναι πιο ανοιχτές, αλλά και στη Θεσσαλία έχουμε βρει δημοτικό όπου η γυναίκα δεν καταδικάζεται. Γυρίζει δηλαδή ο άνδρας μετά δέκα χρόνια από την ξενιτιά και τη βρίσκει με ένα παιδί. «Ελειπες χρόνια», του λέει, «και δεν έφερες τίποτα. Κι εγώ με μιας νυχτιάς αγκάλη καζάντισα, έφτιαξα και παιδί και σπίτι». Με αυτόν τον ακραίο, γκροτέσκο τρόπο το δημοτικό δίνει το δικαίωμα στη γυναίκα να πει ότι ήταν αφύσικο να περιμένει».
Η επίσημη Εκκλησία πώς το αντιμετωπίζει;
«Ηταν πάντα απέναντί του. Το απαγόρευε, απειλούσε τους πιστούς με τιμωρίες, προφήτευε δεινά σε όσους παράκουγαν. Εννοείται ότι δεν είχε καμιά απήχηση, ενώ οι απλοί κληρικοί δεν ακολουθούσαν επίσης την ιεραρχία γιατί θα έχαναν τους πιστούς από τις εκκλησίες και τα μυστήρια».
Ούτε τα μοιρολόγια δεχόταν η Εκκλησία;
«Το δημοτικό δεν φιλοσοφεί, τα τραγούδια έχουν ενστικτώδη χαρακτήρα. Ο χριστιανισμός δεν έχει επηρεάσει καθόλου την κουλτούρα θανάτου στην τέχνη που πενθεί. Μπορεί η νεκρώσιμος ακολουθία να υπόσχεται αθανασία, αλλά στα δημοτικά μοιρολόγια δεν υπάρχει καμιά μεταθανάτια ζωή».
Ποιοι έγραφαν τα τραγούδια, τι γράμματα ήξεραν;
«Μη φανταστούμε ότι μαζεύονταν κάτω από τον πλάτανο όλοι μαζί ή σε ένα καφενείο και συνέθεταν. Υπήρχε κάποιος εγγράμματος ή ημιεγγράμματος που κατείχε την τέχνη· ο Κολοκοτρώνης λέει ότι τα τραγούδια τα φτιάχνουν οι στραβοί με τες λύρες. Οι τυφλοί εξασκούν την ακοή και τη μνήμη, απαραίτητα και τα δύο, αφού πρόκειται για λόγο και μουσική μη καταγεγραμμένα. Το μέτρο και η ομοιοκαταληξία βοηθούσαν πολύ στην απομνημόνευση».
Ποιοι άλλοι έφτιαχναν τραγούδια;
«Οι νομάδες Τσιγγάνοι που έπαιζαν όργανα τα διέδιδαν σίγουρα από τόπο σε τόπο, συνέβαλλαν στις παραλλαγές και συχνά δημιουργούσαν. Και βεβαίως οι γυναικείες συντροφιές στα νυχτέρια που έκαναν για να υφάνουν τα προικιά τους. Η απουσία του αρσενικού τις απελευθέρωνε από αναστολές, δισταγμούς και ντροπές. Ξεκινούσαν πάνω στους γνωστούς ρυθμούς και έχτιζαν την ιστορία που ακούσανε».
Τι αφηγούνται τα δημοτικά;
«Μικρές και μεγάλες ιστορίες. Τα κλέφτικα, ας πούμε, έχουν μια μόνο πράξη: μια διαφυγή από πολιορκία, μια προδοσία, τον θάνατο ενός ήρωα. Δεν θα ιστορήσουν όλη του τη ζωή, με ένα περιστατικό ασχολούνται. Τα εκτενή τραγούδια είναι κυρίως παραλογές, όπου βλέπουμε τη φαντασία να αποχαλινώνεται, να πλάθει εικόνες εξαιρετικές, να στήνει ιστορίες, να χάνεται από τα ανθρώπινα και την ίδια στιγμή να είναι βαθιά μέσα σε αυτά».
Τι αποκαλύπτει το δημοτικό για τους Ελληνες;
«Μια θαυμαστή ενστικτώδη ποιητική αξιοσύνη».
Γράφουν και οι ξένοι δημοτικά τραγούδια, οι σύνοικοι ή οι γειτονικοί λαοί και με τι θέματα;
«Δημοτικό στα ελληνικά εγκωμιαστικό για τους Ελληνες έχει φτιάξει ένας γιος του Αλή Πασά, όταν ήθελε να μας προσεταιριστεί στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων. Αλλά πιο ενδιαφέρον έχει το ότι οι γείτονες Αλβανοί, κατά τη διάρκεια του 1821, έφτιαξαν στη γλώσσα τους τραγούδια επαινετικά για δικούς μας ήρωες, μοιρολόγια για τη Χίο ή την πτώση του Μεσολογγίου. Το τρομερό είναι ότι υπάρχουν τραγούδια υπέρ των Ελλήνων στα αλβανικά και για τον πόλεμο του 1940».
Στην ελληνική γλώσσα τι εισφέρουν τα δημοτικά, τι μαρτυρούν;
«Ευτυχώς ο λαϊκός τραγουδιστής δεν υπακούει στους κανόνες γραμματικής ή συντακτικού. Δημιουργεί λέξεις-διαμάντια για χρήση μόνο μίας φοράς, για να εκφράσει ένα αίσθημα. Θαυμάζω τον ανώνυμο επινοητή ποιητή όπως τον Αισχύλο. Προσπαθώ λοιπόν, εκτός των άλλων, να καταδείξω ότι η γλώσσα των δημοτικών είναι πλούσια επινοητική και σκανδαλιάρα, παίζει με τις παρηχήσεις και τη ρίμα, είναι ελεύθερη και ακριβής».
Είναι η έκφραση της υπαίθρου;
«Είναι προϊόν του αγροτικού πολιτισμού. Οταν αυτός σταμάτησε να έχει κοινοτικό χαρακτήρα, τέλειωσε η παραγωγή του δημοτικού τραγουδιού. Με εξαίρεση τα κρητικά δίστιχα, τις μαντινάδες, όταν δεν απευθύνονται σε πολιτικούς για να τους κολακέψουν…».
Είχες ετοιμάζει δύο τόμους δοκιμίων για το δημοτικό τραγούδι. Πώς αποφάσισες να επεκταθείς τόσο, να γίνει το δημοτικό έργο ζωής;
«Είμαι ποτισμένος με το δημοτικό, μεγάλωσα με αυτή την τέχνη στην πατρίδα μου. Αλλά και στην Αθήνα εδώ, όταν ήρθαμε, στις γιορτές με τα δημοτικά γλεντάγαμε. Ηθελα αυτά τα αισθήματα να γίνουν λόγος και κυρίως να καταλάβω και εγώ γιατί εξακολουθεί να μου αρέσει, να με εκπλήσσει. Τον Ιούλιο του 2011 είχα παραδώσει την ύλη δύο τόμων στην Αγρα. Τον Αύγουστο σκοτώθηκε το παιδί μου, ζήτησα από τον εκδότη να αναστείλει την έκδοση. Η επιστροφή μου στη γραφή μετά τον θάνατο του Σπύρου έγινε μέσα από το δημοτικό τραγούδι. Οταν βρέθηκα στην ανάγκη παραμυθίας, δεν μου αρκούσε η προσωπική ποίηση, δεν μπορούσα να την αντλήσω μόνον από εκεί, χρειαζόμουν έναν ευθύτερο, απλούστερο, πιο πέτρινο λόγο. Σε αυτή την πέτρα ακούμπησα. Δεν πρόκειται πάντως για μια δουλειά που κηρύσσει επιστροφή στις ρίζες, αλλά επιστροφή στην ποίηση».
Η τέχνη του λόγου, οι λέξεις έχουν και παυσίλυπη ιδιότητα;
«Χιλιάδες χρόνια έχουν. Αλλά όπως λέει και το δημοτικό «και τα τραγούδια λόγια είναι, τα λεν οι πικραμένοι. Πάσχουν να βγάλουν το κακό μα το κακό δε βγαίνει». Θα παρηγορηθούμε για λίγο, θα ξανατραγουδήσουμε, θα ξαναδιαβάσουμε, θα ξαναγράψουμε».
Το πρώτο βιβλίο της σειράς το αφιέρωσες στην κόρη σου, την Κατερίνα, το δεύτερο στον Σπύρο. Ζούμε τελικά και για αυτούς που έφυγαν;
«Ναι, μωρέ Σωκράτη, για αυτούς ζούμε κυρίως. Και όσο πληθαίνουν μέσα μας τόσο πρέπει να αρπαζόμαστε από τη ζωή. Σε ένα ποίημά μου έγραφα «έχουμε ακόμη πολύ θάνατο να ζήσουμε», όταν το βρήκα μπροστά μου, ένιωσα ότι έχω βγάλει τη γλώσσα στον θάνατο και μου την έφερε».
«Με τον Σεφέρη ανακάλυψα έναν άλλο κόσμο»
Οσοι γνωρίζουν τον Παντελή Μπουκάλα από τα κείμενα στην «Καθημερινή» όπου αρθρογραφεί καθημερινά, από τα βιβλία του, από τις μεταφράσεις αρχαίου θεάτρου, φαντάζονται έναν άνθρωπο που γεννήθηκε μέσα στα βιβλία. «Στο σπίτι στο χωριό», μου λέει, «υπήρχαν μόνο δύο βιβλία. Η ιστορία του μοναστηριού της περιοχής μας και ένα βιβλίο μηχανικής του πατέρα μου, που ακόμη δεν ξέρω τι το ήθελε. Οι γονείς μου ήταν και οι δύο αγρότες, τον πατέρα τον χάσαμε το 1962, όταν ήμουν 5 ετών, τον σκότωσε το άλογό του. Είχαν αποφασίσει όμως ότι πρέπει να σπουδάσουμε. Την Γ’ Γυμνασίου την έβγαλα στην Πάτρα και μετά ήρθαμε στην Καλλιθέα. Μέχρι τα δεκαπέντε μου η μόνη τέχνη που ήξερα ήταν τα δημοτικά και ό,τι κάναμε στο σχολείο. Τα πρώτα μου στιχάκια ήταν σε δεκαπεντασύλλαβο, τι άλλο!».
Το πρώτο του βιβλίο το αγόρασε όταν έβγαλε δικά του λεφτά, περίπου στα δεκαέξι· ήταν ο τόμος με τα ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, τον πήρε από τον Ικαρο. Θυμάται: «Περπάτησα μέχρι το Σύνταγμα, κάθισα σε ένα παγκάκι περισσότερες από έξι ώρες μέχρι που σκοτείνιασε, συνεπαρμένος ανακάλυπτα έναν άλλο κόσμο. Τότε κατάλαβα ότι υπάρχει και άλλη ποίηση από αυτή που είχα στο αφτί μου».
Φοιτητής ακόμη, θητεύει στο σπουδαίο σχολείο του περιοδικού «Πολίτης», μαθαίνει την τέχνη της διόρθωσης, κάνει την πρώτη του κριτική, νεαρός αναμετριέται με ένα βιβλίο του Αλτουσέρ. Είναι ευγνώμων για τους δασκάλους εκείνης της εποχής, τον Αγγελο Ελεφάντη, τον Δήμο Μαυρομάτη, ευγνώμων για τις γνώσεις και τις ευκαιρίες. Πριν πάρει πτυχίο δουλεύει ως διορθωτής στην «Πρωινή Ελευθεροτυπία», μετά στον «Ελεύθερο Τύπο» και όπου αλλού υπήρχε μεροκάματο. Το 1987 είχε μια δική του σελίδα στην «Πρώτη» και τρία χρόνια μετά άρχισε το μακρύ ταξίδι στην «Καθημερινή», το οποίο συνεχίζεται. Στα συρτάρια του περιμένουν μεταφρασμένα η «Ορέστεια», οι «Θεσμοφοριάζουσες», οι «Ορνιθες», οι «Αχαρνής» και οι «Τρωάδες». Επίσης τα «Σκωπτικά επιγράμματα» της Παλατινής Ανθολογίας κ.ά.
Πριν φύγω από το φιλόξενο σπίτι του Νέου Κόσμου, ένας κούριερ έφερε έναν φάκελο. Ο Παντελής Μπουκάλας ασκεί ακόμη την «ταπεινή» δουλειά του διορθωτή. «Την αγαπάω αυτή τη δουλειά, έχω μάθει πράγματα που δεν θα τα μάθαινα αλλιώς, μου έχει επιστρέψει με το παραπάνω ό,τι κόπο της έδωσα».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ