Οσο ανήσυχη κι αν είναι η μνήμη, η σκόνη των περασμένων καιρών που συσσωρεύεται πάνω της την καταχωνιάζει, συχνά με δόλο, στα βάθη της σκληρής γης και χρειάζεται ανασκαφή για να καρπίσει ιδέες και συναισθήματα για το μέλλον. Κι αυτό μόνο ένα έργο τέχνης που παρουσιάζεται, μάλιστα, σε δημόσια θέα, μπορεί να το επιτύχει, με γλαφυρή όσο και ακριβή γλώσσα. Οπως το «Πυρρίχιο Πέταγμα», του γλύπτη Παναγιώτη Τανιμανίδη, που δώρισε στην εθνική μας μνήμη και αυτογνωσία ο Βαγγέλης Μαρινάκης, γόνος, από το μέρος της μητέρας του, της οικογένειας των Υψηλαντών. Η γλυπτική σύνθεση στην πλατεία Αλεξάνδρας, στο Πασαλιμάνι του Πειραιά, είναι ένας γοητευτικός και αποτελεσματικός μοχλός ανάδευσης της ιστορίας της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, που φέρνει στο φως συμβάντα, αξίες και συναισθήματα που σηματοδοτούν και το μέλλον μας.
Κάθε ώρα και στιγμή ο καλλιτέχνης παλεύει με το στοίχημα που έχει βάλει με τον εαυτό του. Και ο Παναγιώτης Τανιμανίδης λέει ότι όλα τα έργα του είναι μια σκυταλοδρομία. Εκείνος σου δίνει κάτι για να το πας εσύ λίγο πιο πέρα. Ετσι προχωράμε μαζί μπροστά. Ή πετάμε. Για εκείνον την προτεραιότητα στην τέχνη την έχει η μοναδικότητα. Η ιδιαίτερη ματιά, η προσωπική εικόνα, η ατομική αλήθεια. «Για εμένα» λέει «δεν υπάρχει καλή και κακή γλυπτική. Υπογραμμίζω το ιδιαίτερο και το μοναδικό. Να αξιωθείς να φτάσεις στις δικές σου εικόνες, και όχι σε εκείνες της μόδας. Και το ζητούμενο μετά είναι να γίνει η προσωπική εικόνα παγκοσμίου ενδιαφέροντος».
Και η μοναδική εικόνα δεν χάνεται ποτέ. Κάποια στιγμή έρχεται το πλήρωμα του χρόνου να βγει στο φως. Οπως το «Πυρρίχιο Πέταγμα». Σχεδιάστηκε το 1992 και παρέμενε στα σχέδια επί 25 χρόνια. «Είναι οι χρονικές συγκυρίες που μεταπλάθουν τα πράγματα και τα ωριμάζουν» λέει ο δημιουργός. Στα σχέδια υπάρχουν άλλα 350 έργα. Ομως αυτό έμελλε να εκτεθεί στο κέντρο της πλατείας και της προσοχής των ανθρώπων. Είναι πλέον ορόσημο που αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του: «Ενα δημόσιο γλυπτό πρέπει να γίνεται ακριβώς για τον χώρο που πρόκειται να στηθεί και να λειτουργεί μαζί του. Πρέπει να το δεις από εκατό χιλιάδες θέσεις. Γλυπτά τέτοιου μεγέθους θέλουν ιδιόμορφη στήριξη για να φαίνονται αστήριχτα, ότι αιωρούνται στον αέρα. Ενώ είναι βαριά, να φαίνονται ελαφριά».
Σαν το πέταγμα ενός πουλιού από τη μια πατρίδα στην άλλη, σαν ουράνιο τόξο, σαν το βεληνεκές ενός όπλου, σαν το κύμα, σαν την ημιτονοειδή καμπύλη που, όπως σχολιάζει ο μαθηματικός δημιουργός του γλυπτού, είναι όλη μας η ζωή. Η καμπύλη της ύπαρξής μας, ανεβαίνουμε από τα χαμηλά στα ψηλά, κατεβαίνουμε, δημιουργούμε και ανεβαίνουμε ξανά. Αυτό είναι το κέλυφος του έργου, το σχήμα του. Αυτή είναι μία από τις τρεις υποστάσεις που έχουν οι δημιουργίες του Παναγιώτη Τανιμανίδη:

«Το κάθε έργο μου έχει το σχήμα του, τον γεωμετρικό τόπο του, τη γεωγραφία του, το σώμα του, που είναι πάντα διαφορετικό. Το σώμα κλείνει μέσα του τη λειτουργία του έργου, την ψυχή του. Η σύμπτυξη των δύο είναι η αναπνοή του, ο ορίζοντάς του. Τρεις υποστάσεις καταλήγουν σε μια ουσία. Και η ουσία αυτού του έργου είναι η ιστορία που παραμένει άγραφη, αφανής, απλησίαστη.
Κάνανε τη γενοκτονία μια λέξη μέσα σε παρένθεση, φυλακισμένη. Να μην την ακουμπάμε, να μην την πολυλέμε, να την ψιθυρίζουμε, ενώ το αίμα τρέχει ακόμα. Μιλάμε για 360.000 νεκρούς, χωρίς να υπολογίζουμε αυτούς που πέθαναν στη διαδρομή. Πήραν ένα πετροχώραφο εδώ για να ζήσουν τις μεγάλες οικογένειές τους. Μόνο πέτρες μπορούσαν να φάνε. Το 25% των παιδιών πέθανε».
Και το προσφυγοπούλι άρπαξε στα νύχια του τη λύρα, το σύμβολο του ιδιαίτερου πολιτισμού των Ποντίων, και πέταξε για ένα καινούργιο, δύσκολο ξεκίνημα. Το είναι τους που φέρανε για να το κάνουν γίγνεσθαι. Και μετά άλλες δεκαέξι κάψουλες της ιστορίας αρχίζουν να εξελίσσονται σαν κύμα από την παλιά πατρίδα, στη νέα, με σκευή τα στοιχειώδη ιερά και όσια και κυρίως τη μνήμη.

«Η ιδέα των κυλίνδρων στηρίχθηκε ακριβώς στην αφήγηση του πατέρα μου»
λέει ο δημιουργός τού «Πυρρίχιου Πετάγματος». «Μόλις φτάσανε στον Πειραιά, έτρεξε με τη μητέρα του και βρήκε δυο παλιά βαρέλια. Στο ένα, που είχε πριν μέσα μούστο, έβαλε τον πατέρα μου και τα άλλα αγόρια και στο άλλο, που είχε παστές σαρδέλες, στέγασε τα κορίτσια. Κι αυτά γλείφανε το αλάτι και τον μούστο για να ξεγελάσουν την πείνα τους. Και το πρωί το «σπίτι» τους γινόταν παιχνίδι. Εμπαιναν μέσα και τα άλλα παιδιά το έσπρωχναν στην κατηφόρα. Και ήσαν ευτυχισμένοι από αυτό το παιχνίδι».
Οι πρόσφυγες μετάγγισαν την κουλτούρα τους στην ηπειρωτική Ελλάδα που πήρε ενεργό μέρος στο Βυζάντιο. Ολα άλλαξαν, από το φαγητό μέχρι την υφαντική. Τον αργαλειό περιέχει ένας από τους σπονδύλους του έργου. Τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου που τα αισθάνονταν δικά τους και τα έκαναν μοτίβα για τα χαλιά. Αλλος περιέχει ένα δεμένο πλοίο, όπως αυτά των συμμάχων που μετέδιδαν μουσική και δεν έπαιρναν τους πρόσφυγες για να σωθούν. Σπόνδυλο τον σπόνδυλο το προσφυγοπούλι πετά προς τη νέα πατρίδα περνώντας μέσα από μια ξύστρα μολυβιού και μοιράζοντάς μας πένες «για να γράψει ο καθένας αυτό που αισθανόμαστε, αυτό που μάθαμε, αυτό που είδαμε και αυτό που δεν είδαμε, και πρέπει να ψάξουμε για να το δούμε. Μια σκυταλοδρομία της ζωής. Δεν μπορείς να ξεχάσεις τι έγινε».
Και τα ελατήρια, παράλληλα με τους σπονδύλους της αψίδας, συμβολίζουν αυτή την ταλάντωση του ανθρώπου που βρίσκεται στους δρόμους και περπατά για να σωθεί. «Η άμπωτη και η παλίρροια, το πήγαινε-έλα των προσφύγων που δεν σταματά ποτέ. Το αέναο. Στις ίδιες θάλασσες»…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ