«Είμαι ένα όργανο καταγραφής… Ενας χαρτογράφος, ένας εξερευνητής των περιοχών της ψυχής, για να χρησιμοποιήσω τη φράση του κ. Αλεξάντρ Τρόκι, ένας κοσμοναύτης του εσωτερικού Διαστήματος».
Μαζί με τους αιώνες αναχωρούν καμιά φορά και εκείνοι που τους εξερεύνησαν περισσότερο από κάθε άλλον, εκείνοι που πειραματίστηκαν με το υλικό του αιώνα τους, εκείνοι που αναμόχλευσαν τα πάθη του αιώνα τους, εκείνοι που μίλησαν και ως ένα μεγάλο βαθμό επινόησαν τη γλώσσα του αιώνα τους. Ο Γουίλιαμ Μπάροουζ ήταν μια τέτοια ξεχωριστή περίπτωση.
Γεννημένος στις 5 Φεβρουαρίου του 1914 στο Σεντ Λούις του Μισούρι, ο Μπάροουζ θα σπουδάσει φιλολογία στο Χάρβαρντ, ιατρική (για έξι μήνες) στη Βιέννη και αργότερα θα παρακολουθήσει σεμινάρια εθνολογίας και αρχαιολογίας αποκτώντας έτσι έναν πλούτο γνώσεων που θα κάνουν την εμφάνισή τους με τρόπο αιρετικό και εμπρηστικό στις παλλόμενες σελίδες των βιβλίων του. Ανήσυχο πνεύμα, κυριευμένο από τον ιό της αμφισβήτησης και της περιπέτειας, ο Μπάροουζ θα ασκήσει πληθώρα επιτηδευμάτων (ως και μπάρμαν, απολυμαντής και ιδιωτικός ντετέκτιβ) γεμίζοντας τον γυλιό του πολύτιμες εμπειρίες. Θα απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις της στρατιωτικής θητείας (λένε ότι πυροβόλησε εσκεμμένα το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του) και λίγο προτού κλείσει τα τριάντα θα συνδεθεί με την Τζόαν Ανταμς (μετέπειτα σύζυγό του και θύμα του, όπως θα δούμε) και με τον εσμό εκείνο των ατίθασων ανθρώπων που έμελλαν να ζήσουν μέσα σε έναν δημιουργικό πυρετό, ακροβατώντας ανάμεσα στην παραφορά της αυτοκαταστροφής και στη νηφάλια ένταση της γραφής για να γίνουν παγκοσμίως γνωστοί ως η «γενιά των μπίτνικ». Ο Μπάροουζ, αν και τόσο διαφορετικός, αποτελεί πια μέλος μιας αδιαίρετης τριάδας: Κέρουακ, Γκίνσμπεργκ, Μπάροουζ.
Είναι γνωστές οι περιπέτειές του με την ηρωίνη, με την πρέζα και ίσως συζητημένες περισσότερο από το τόσο ακραία πρωτότυπο και αιχμηρά κριτικό έργο του. Τις παρακάμπτουμε, λοιπόν, λέγοντας απλώς ότι αποτέλεσαν κι αυτές μια πρώτη ύλη που χειρίστηκε με θαυμαστή μεθοδικότητα και διαύγεια. Εγραψε το «Junky» (1953), αυτήν την παγωμένη αναφορά στον εφιαλτικό κόσμο της βελόνας και της σιωπής, της γυμνότητας των αισθημάτων και των αλλεπάλληλων χειραψιών με τον θάνατο, της τεχνητής υπνοβασίας και της άλγεβρας της ανάγκης. «Χρειάζομαι την πρέζα για να σηκωθώ από το κρεβάτι το πρωί, για να ξυριστώ και να φάω πρωινό. Τη χρειάζομαι για να μείνω ζωντανός». Ταξιδεύει εν τω μεταξύ: στον χώρο αλλά και στον χρόνο, στους τόπους του πλανήτη αλλά και στα τοπία του πνεύματος. Νέα Ορλεάνη, Μεξικό, Ταγγέρη, Παναμάς, Εκουαδόρ, Κολομβία, Περού. Μια άτυχη, τραγική στιγμή: στο Μεξικό ο Μπάροουζ, παίζοντας τον Γουλιέλμο Τέλλο, στήνει ένα ποτήρι στο κεφάλι της γυναίκας του, σημαδεύει και πυροβολεί· αλλά η σφαίρα δεν βρίσκει το ποτήρι. Ο συγγραφέας θα ταλαιπωρηθεί για λίγο στις φυλακές και στα ψυχιατρεία. Μετά θα απελαθεί.
Ο Μπάροουζ θα είναι πια ένα εκκεντρικό εκκρεμές, ένας οδοιπόρος και εξερευνητής, κινούμενος ανάμεσα σε κοσμοβριθείς μεγαλουπόλεις, ερήμους και ζούγκλες. Γράφει, γράφει και γράφει. Το αχανές, αταξινόμητο, χαοτικό υλικό θα λάβει σιγά σιγά μορφή. Ο Τζακ Κέρουακ θα επιχειρήσει μια κρίσιμη τακτοποίηση όλων εκείνων των εκρηκτικών σελίδων και θα τους προσφέρει το όνομα που τις έκαναν τόσο γνωστές: «Naked lunch», «Γυμνό γεύμα» (1959), ένα έργο τέχνης που αναγορεύτηκε σε οδόσημο της πρωτοπορίας του εικοστού αιώνα, εξίσου σημαντικό πια με το Τετράγωνο του Μάλεβιτς, με τη σιωπή στη μουσική του Τζον Κέιτζ, με το μουστάκι στην Τζιοκόντα του Μαρσέλ Ντυσάν, με τα Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ του Γκυ Ντεμπόρ.
Ακολουθούν οι γόνιμοι πειραματισμοί με τη μορφή ακριβώς για να μπορέσει να εκφρασθεί όπως αρμόζει το συνταρακτικό περιεχόμενο. Αρχίζουν να συντίθεται τα έργα εκείνα που είναι μυθιστορίες και συνάμα κοινωνιολογικές έρευνες, γλωσσολογικές καταβυθίσεις στο χάος της εποχής μας, αδιάλλακτα μανιφέστα εξέγερσης, τολμηρές διαγνώσεις, ψύχραιμες καταγραφές ασύλληπτων εμπειριών, διεξοδικά δοκίμια πάνω στη φύση και στον προορισμό του ανθρώπου. Με τη μέθοδο του cut-up και του fold-in, ο Μπάροουζ καταφέρνει να διεισδύσει στο οργιαστικό κενό αυτού του αιώνα, να διαβεί τις ναρκοθετημένες ζώνες του, να χαρτογραφήσει τις ανεξερεύνητες περιοχές του. Και θα είναι αμείλικτος, οδηγώντας ενάντια στην Αρρώστια του Ελέγχου και του Συστήματος έναν πάνοπλο ουλαμό, ένα πειθαρχημένο «τσούρμο» που απαρτίζεται από το Χιούμορ και την Αγανάκτηση, την Ακρίβεια της Επιστήμης και το Πάθος της Τέχνης (όπως έλεγε, όχι και τόσο στα αστεία, ένας άλλος μεγάλος συγγραφέας), τη Συγγραφική Ιδιοφυΐα και την Τόλμη της Πρωτοτυπίας. Ο Μπάροουζ γράφει, γράφει και γράφει, γιατί ζει και ζει και ζει: «Απολυμαντής», «Το εισιτήριό του εξερράγη», «Νόβα εξπρές», «Η μαλακή μηχανή», «Ο Ρούζβελτ πρόεδρος και άλλες ωμότητες», «Σε ποιον ανήκει η θανατηφόρος TV», «Η δουλειά», «Οι τελευταίες λέξεις του Ντατς Σουλτς», «Τα άγρια αγόρια». (Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι η «Απόπειρα» και ο «Ελεύθερος Τύπος» κοινοποίησαν κάτω από όχι και τόσο ευνοϊκές συνθήκες το έργο του Μπάροουζ στη χώρα μας. Και ότι την περίπλοκη και δύσκολη γραφή του μετέφρασαν άρτια παθιασμένοι αναγνώστες του όπως ο Νίκος Μπαλής, η Ιουλία Ραλλίδη, ο Γιώργος Γούτας, ο Γιάννης Τζώρτζης, ο Κώστας Ματσούκας, ο Βασίλης Κιζήλος, από τον οποίο μάλιστα αναμένουμε το «Ghost of Chance» από τις εκδόσεις «Οξύ»).
Σε πρώτη φάση το έργο του αποτελεί διάγνωση της Μεγάλης Αρρώστιας του Αιώνα: έλεγχος, σύστημα, καταστολή, ΜΜΕ («η εικόνα είναι πρέζα», «παγκόσμια νάρκωση από τα εβδομαδιαία περιοδικά», «η τηλεόραση είναι θάνατος»)· ο ιός του Αουσβιτς, της Χιροσίμα, των γκούλαγκ πάντα παρών, πάντα απειλητικός. Σε μια δεύτερη φάση, ο Μπάροουζ προτείνει τρόπους καταπολέμησης της νόσου: διασάλευση των αισθήσεων, ψύχραιμη και μεθοδική απεμπλοκή από τη σκιά των συσχετισμών, από τα γρανάζια των συνειρμών που μας επιβάλλουν, από τη φοβία και τη φρίκη· ανταρτοπόλεμος στους κολοσσούς των ΜΜΕ, διασπορά ενθαρρυντικών ειδήσεων προς όσους επιμένουν να αντιστέκονται, απομάκρυνση από την κρύα ανάσα των καθημερινών θανάτων, «λύσις της συνεχείας του πνεύματος».
Παιδί και θραύσμα, μαζί με τον Μπόρχες, τον Μπέκετ και τον Μπάλαρντ, της λυτρωτικής έκρηξης που προκάλεσε το «Finnegans Wake» του Τζόις, ο Μπάροουζ θα δοκιμάσει κάθε τέχνασμα προκειμένου να μιλήσει για τα δεινά που σαλεύουν φρικιαστικά στη χοάνη του αιώνα μας. Το νταντά και ο σουρεαλισμός αποτελούν τις δύο άλλες καθοριστικές επιρροές που δέχτηκε. Ο λησμονημένος (μάλλον ο άγνωστος) κόμης Αλφρεντ φον Κορζίμπσκι καταλυτικός πολέμιος της αριστοτελικής λογικής είναι πάντα η κρυφή αναφορά του. Ο Νίτσε και ο Γέρος του Βουνού, επίσης. Βαθιά ηθικός, όσο κι αν διασκεδάζει καταγράφοντας απτούς εφιάλτες, όσο κι αν μιλάει ολοένα για δυστοπίες, ο Μπάροουζ θα συνθέσει και το magnum opus του, την τριλογία «Οι πόλεις της κόκκινης νύχτας», «Ο τόπος των νεκρών δρόμων» και «Western Lands», και δεν θα πάψει να πειραματίζεται με τη ζωή και την τέχνη ως την περασμένη Κυριακή. Τώρα πια θα συνεχίσει να μας μιλάει από αλλού. «Οι ποιητές δεν φοβούνται να είναι νεκροί», όπως έγραψε ένας ποιητής.
Ο κ. Γιώργος Ικαρος Μπαμπασάκης είναι συγγραφέας. Διευθύνει την επιθεώρηση «Propaganda». Συνεργάζεται με την ομάδα «Οξύ».