Σκόπια


Η περιέργεια να δεις πίσω από την κουρτίνα. Ιδίως όταν η κουρτίνα αφήνει χάσματα από όπου περνούν μνήμες, ακούσματα, ονόματα οικεία, δικά σου. Και ακόμη περισσότερο όταν το δίχτυ της ζωής σε δένει με την άλλη πλευρά. Να δεις, να ακούσεις, να σκεφθείς έξω από τα στερεότυπα της μαζικής εκδρομής – επιδρομής. Μοναχική πορεία σε τόπους έρημους και πολυσύχναστους για να ακούσεις το ψιθύρισμα του Ελληνικού· και να γευθείς το κοινό του τόπου και των ανθρώπων που βρίσκεται χωμένο άλλοτε βαθιά και άλλοτε μόλις κάτω από την επιφάνεια. Βόλτα στις γειτονιές από την άλλη πλευρά των συνόρων μας. Στο κομμάτι της γης που άλλοι το λένε Νοτιοανατολική Ευρώπη και άλλοι Βαλκάνια.



Δεν είχα ιδιαίτερη διάθεση να ακούω τον τελωνειακό να μου εξηγεί πόσο ευχάριστα περνάει το σαββατόβραδό του παρακολουθώντας τη Ρούλα Κορομηλά στην ελληνική τηλεόραση. Δεν «κολλούσε» με την ιδέα ενός βλοσυρού makedonski φύλακα των συνόρων της χώρας του. Αργότερα, ρολάροντας στην έρημη Εθνική οδό (Ε75) αισθανόμασταν κάπως απογοητευμένοι που μας άφησαν να περάσουμε τα σύνορα χωρίς καμία «ερώτηση» ή έστω ένα αθώο υπονοούμενο. Ημασταν πια μέσα στη FYROM.


Γρήγορα αφήσαμε αριστερά μας τη Γευγελή και τον Αξιό παίρνοντας τον επαρχιακό δρόμο προς τη λίμνη Δοϊράνη – η αρχαία Πρασιάς. Τα σταροχώραφα ήταν πρασινισμένα, ο λαμπερός ήλιος άρχιζε να ζεσταίνει όταν αφήνοντας πίσω μας τους δασωμένους λόφους του Bogdanci μπαίναμε σε μια κάπως άδενδρη και έρημη περιοχή. Στη διασταύρωση για Δοϊράνη, 25 χλμ. από τον Ε75, γυρίσαμε προς Νότον. Αριστερά μας η χιονισμένη Μπελασίτσα (1200 μ.) που συνεχίζει ανατολικά μέσα στην ελληνική επικράτεια ως Κερκίνη. Μπροστά μας η στρογγυλωπή λίμνη της Δοϊράνης που τα δυτικά της 2/3 ανήκουν στη FYROM και το ανατολικό 1/3 στην Ελλάδα. Καλαμιές, πουλιά, φωνές ψαράδων που δοκίμαζαν μια εξωλέμβια, αχυρένιες υπερυψωμένες καλύβες στις όχθες, παρόμοιες με αυτές που περιγράφει ο Ησίοδος και χειμωνιάτικη, ακόμη, γαλήνη στη μικρή λουτρόπολη των συνταξιούχων. Στην άκρη της Παλιάς Δοϊράνης πάνω σε βράχο δύο εκκλησίες. Η μεγάλη (μάλλον του 19ου αιώνα), που είχε κάποτε χρησιμοποιηθεί και ως… κινηματογράφος, γκρεμισμένη από βουλγαρικό βομβαρδισμό τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.


Μεσημεριάζει και ψάχνουμε για μια πρωτοχριστιανική βασιλική κοντά στο χωριό Νάκολιτς στη βόρεια όχθη της λίμνης. Τελικά, απλώς και μόνο διαπιστώνουμε ότι βρίσκεται ακριβώς επάνω στη συνοριακή γραμμή και έτσι με την ευγενική παρότρυνση των στρατιωτών του συνοριακού φυλακίου γυρνάμε προς τα πίσω, βόρεια – βορειοδυτικά προς το Βαλάντοβο. Αρχιζε να ψιχαλίζει όταν φθάσαμε, 24 χλμ. από τη Δοϊράνη, στη μικρή πεδιάδα του Βαλάντοβο. Μέσα στη χαμηλή συννεφιά το ασπροβαμμένο στρατιωτικό νεκροταφείο στη δυτική άκρη της κωμόπολης (στη διασταύρωση απέναντι από το βενζινάδικο) ξεχώριζε από μακριά. Στην είσοδο, δεξιά, επιγραφή στα σερβικά και, αριστερά, στα ελληνικά: «Ελληνικόν Στρατιωτικόν Νεκροταφείον των Πεσόντων κατά τους Πολέμους 1913 και 1914-1918». Ενα κεντρικό μαυσωλείο: «Ενθάδε Κείνται Εκατόν Δεκαεπτά Αγνωστοι Ελληνες Μαχηταί Πεσόντες Υπέρ Πατρίδος κατά την Προέλασιν του 1918». Αριστερά και δεξιά, ατομικοί τάφοι ελλήνων στρατιωτών. Ονόματα, ημερομηνίες: Ανδρέας Μπάρκος 11-ΧΙ-1918.


Ο κάμπος της Στρώμνιτσας


Οι μαθητές που κατέβηκαν από το λεωφορείο μάς κοιτάνε περίεργα. Συνέχιζε να ψιχαλίζει όταν ανεβαίναμε τους λόφους βορινά από το Βαλάντοβο. Επαρχιακός δρόμος σε καλή κατάσταση και αραιή κίνηση από φορτηγά και μικρά «Ζάσταβα». Στον αυχένα Κοστουρίνο (μικρή Καστοριά;) χαμηλή, αραιή γκρίζα βλάστηση και μια μικρή ομάδα από περίεργα, άσπρα πλακουτσωτά στρατιωτικά οχήματα με το σήμα UN και γαλαζοσκούφηδες. Στα 27 χλμ. από το Βαλάντοβο κατεβήκαμε στον κάμπο τής Στρώμνιτσας.


Το Πάσχα του 1330 ο βυζαντινός απεσταλμένος Νικηφόρος Γρηγοράς πηγαίνοντας για διπλωματική αποστολή στην αυλή του σέρβου κράλη στα Σκόπια σταματάει «είς τι πολίχνιον υπερνεφελές, Στρούμμιτζαν ούτω πως εγχωρίω καλούμενον». Δυσανασχετεί από την έλλειψη ανέσεων αλλά εντυπωσιάζεται από τη θέα του κάμπου και τα υψηλά τείχη του «πολιχνίου».


Ο κάμπος της Στρώμνιτσας, υγρός και εύφορος, κλείνεται γύρω γύρω από βουνά και ανοίγει μόνο προς τα δυτικά, από όπου και περνάει ο δρόμος για τη Βουλγαρία, το Πετρίτσι (68 χλμ.), στην κοιλάδα του Στρυμώνα. Η πόλη της Στρώμνιτσας, η παλιά Τιβεριούπολις, βρίσκεται στη νότια πλευρά του κάμπου, κάτω από τον λόφο όπου υψώνονται ακόμη τμήματα του τείχους της εποχής του Ιουστινιανού. Η παλιά πόλη, γύρω από τον λόφο, κάηκε αρχικά το 1869, ανοικοδομήθηκε και κάηκε ξανά με την αναχώρηση του ελληνικού πληθυσμού το 1913. Με τους Βαλκανικούς Πολέμους η οθωμανική κυριαρχία καταλύεται και η περιοχή καταλαμβάνεται τον Οκτώβριο του 1912 από τους Βουλγάρους. Με τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο ο ελληνικός στρατός απωθώντας τους Βουλγάρους από το Κιλκίς προωθείται προς τα βόρεια και καταλαμβάνει τη Στρώμνιτσα στις 26 Ιουνίου 1913. Η ελληνική κατοχή διήρκεσε μόνο έναν μήνα. Στις 20 Αυγούστου 1913 μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου η πόλη παραδίδεται στον βουλγαρικό στρατό. Η «πάλαι ποτέ ακμάζουσα» ελληνική κοινότητα με τα τέσσερα σχολεία και τους 615 μαθητές εκκενώνει την πόλη παραδίδοντάς την στη φωτιά. Τότε κάηκε και ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Δημητρίου ο οποίος είχε ανοικοδομηθεί μετά την πρώτη πυρκαϊά τού 1869.


Η σημερινή πόλη είναι μάλλον άχρωμη. Ενας φαρδύς κεντρικός εμπορικός δρόμος με κατεύθυνση Ανατολή – Δύση, με παλιομοδίτικα και σκονισμένα μαγαζιά. Ο κεντρικός δρόμος καταλήγει στην πλατεία με το Μέγαρο της Κουλτούρας. Αραιή κίνηση αυτοκινήτων παρ’ όλο που ήδη έκλεινε η μεγάλη αγορά λαχανικών.


Ενας γρήγορος καφές σε μικρή καφετέρια – music bar με την τηλεόραση στη διαπασών σε ντόπια ροκ βίντεοκλιπ. Φύγαμε και τραβήξαμε βόρεια στον κάμπο σε έναν απαράδεκτο ασφαλτοστρωμένο(;) δρόμο(;) προς τη Ελεούσα (Velyusa), 10 χλμ. από τη Στρώμνιτσα. Στα μισά του δρόμου, σε ένα γραφικά άθλιο γυφτοχώρι όπου συμφύρονταν ζώα, μωρά, νερά και τρακτέρ, ένα ενδιαφέρον πρώιμο τζαμί, πιθανότατα του 14ου-15ου αιώνα (η περιοχή κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς στα τέλη του 14ου αιώνα). Η Ελεούσα είναι ένα συμπαθητικό χωριό, σλαβόφωνο πατριαρχικό στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, που κατρακυλάει στις ομαλές πλαγιές τού Σμέρντες. Στην κορυφή του χωριού, ορατό από τον κάμπο, βρίσκεται το σημαντικό Μοναστήρι της Παναγίας που ανακαινίστηκε το 1080, σύμφωνα με την ελληνόγλωσση κτιτορική επιγραφή επάνω από την είσοδο: «Ενεουργήθη ο Ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ελεούσης εξ Αυτών Βάθρων παρά Μανουήλ Μοναχού και Γεγονότος Επισκόπου Τιβεριουπόλεως εν Ετει τω 6588 (1080) Ινδικτιώνος Γ’». Εκεί συναντήσαμε τον νεαρό Μητροπολίτη Τιβεριουπόλεως ο οποίος σκάλιζε εκείνη την ώρα τον κήπο. Μας καλοδέχθηκε με «Χριστός Ανέστη», σαν αγιορείτης μοναχός που ήταν, μας πρόσφερε κόκκινα αβγά και συζητήσαμε αρκετή ώρα μαζί του. Κατηφορίζοντας τους στενούς χωματόδρομους του χωριού ανάμεσα σε υψηλούς πλινθόκτιστους μανδρότοιχους διακρίναμε μεγάλα αγροτόσπιτα με φαρδιά ξύλινα χαγιάτια. Λίγο κάτω από το μοναστήρι γυάλιζε στον ήλιο η αλουμινένια στέγη της προτεσταντικής εκκλησίας του χωριού.



Επιστρέφοντας στη Στρώμνιτσα, στο χωριό Μποντότσα, δίπλα στο ανακαινισμένο κονάκι του Μητροπολίτη Τιβεριουπόλεως στην άκρη ενός φαραγγιού επισκεφθήκαμε την ανακαινισμένη προσφάτως εκκλησία του Αγίου Λεοντίου με ενδιαφέροντα ψηφιδωτά. Οι ανασκαφές συνεχίζονται στην πίσω πλευρά της εκκλησίας όπου έχει ανακαλυφθεί ένα ρωμαϊκό λουτρό.


Το απόγευμα στη Στρώμνιτσα η γνωστή επαρχιακή βόλτα της νεολαίας στον κεντρικό δρόμο. Περπατήσαμε προς τα δυτικά της πόλης, έτσι όπως μας υπέδειξε η νεαρή κοπέλα σε σπασμένα ελληνικά ­ «είχα δεσμό με έναν Ελληνα από τα Γιαννιτσά όταν σπούδαζα στα Σκόπια» ­, ψάχνοντας την παλαιοχριστιανική βασιλική των Πεντεκαιδέκα Μαρτύρων της Τιβεριουπόλεως. Κάπου παίρνει το μάτι μου μια τρύπα – μαγαζί, «Ελληνικό Εμπόριο – Ελληνικά Προϊόντα» με κόκα-κόλες και μπανάνες. Χαμένα μέσα στο χάος του γυφτομαχαλά τα απομεινάρια της παλιάς βασιλικής που πλαισιώνονται από μια νέα, αμφιβόλου αισθητικής εκκλησία. Πολύς κόσμος μπαινόβγαινε στην εκκλησία και στο διπλανό αγίασμα. Εξω, φασαρία από αυτοκίνητα και φωνές. Μέσα, πέντε βαριές χωριάτισσες έψελναν μόνες τους. Βράδιασε και κατηφορίσαμε για το κέντρο της πόλης. Ρωτώντας βρήκαμε το καλό εστιατόριο – κελάρι της Λέσχης των Απομάχων, 100 μέτρα από την κεντρική πλατεία, με το θηριώδες άγαλμα του Goce Delcev ή κάποιου σχετικού. Επιβεβαιώσαμε τη γνώμη μας ότι το καλό βαλκανικό «μιξτ γκριλ» εξακολουθεί να υπάρχει, τόσο ως προς την ποιότητα όσο και ως προς την ποσότητα και τις σχετικά χαμηλές τιμές. Ετσι, με καλό φαγητό και ελαφρό κρασί από το Καβάνταρτσι επιστρέψαμε στο Μπάνσκο (10 χλμ. από την πόλη) για ύπνο (η Στρώμνιτσα δεν διαθέτει ξενοδοχείο). Το ξενοδοχείο «Τσαρ Σαμουήλ», δίπλα σε ερειπωμένο τεκέ μπεκτασήδων, με θερμά λουτρά, πισίνα κλπ., μας φάνηκε τώρα ακόμη καλύτερο από όσο ήταν.


Ανεβαίνοντας τα ποτάμια


Φεύγοντας από τη Στρώμνιτσα μέσα στην πρωινή ομίχλη της υγρής πεδιάδας παίρνουμε τον δρόμο προς Βορράν κατά μήκος του μικρού ποταμού Στάρα Ρέκα, παραποτάμου τού Στρούμιτσα. Δεξιά μας, η σειρά των βουνών του Ογκραζντέν (1200 μ.) κοντά στα σύνορα της FYROM με τη Βουλγαρία. Αριστερά μας, το Σμέρντες και το Γκράντεσκα που χωρίζουν την κοιλάδα της Στρώμνιτσας από εκείνη του Αξιού. Με κατεύθυνση βόρεια – βορειοδυτικά περνάμε περιοχές με χαμηλούς λόφους, σταροχώραφα και λίγα χωριά. Το Ράντοβιτς, 29 χλμ. από τη Στρώμνιτσα, βρίσκεται λίγο έξω από τον δρόμο στους πρόποδες του βουνού Πλασκοβίτσα και ο κεντρικός μιναρές του ξεχωρίζει από μακριά. Ευχάριστη οδήγηση στον καλό επαρχιακό και έρημο δρόμο που διακόπτεται κατά διαστήματα από λιθόστρωτο ανηφορίζοντας ομαλά για το πέρασμα Γκόλασετς. Σε λίγο κατηφορίζουμε μέσα από μια κατάφυτη ποταμιά ακολουθώντας το ποτάμι Κρίβα Παλάνκα, παραπόταμο του Μπρεγκάλνιτσα. Αριστερά μας, το δασωμένο βουνό Κονέσκα και, δεξιά μας, γυμνοτόπια με μεγάλα ορυχεία. Λίγο έξω από το Στίπ, σε μια κλεισούρα πάνω στο ποτάμι, βρίσκουμε το Νόβο Σέλο (65 χλμ. από τη Στρώμνιτσα), κάποτε μεγάλο χωριό αλλά τώρα ουσιαστικά προάστιο του Στιπ.


Το χωριό στριμώχνεται στη στενή σιγμοειδή κοίτη του ποταμού και έχει πολλά και μεγάλα σπίτια «βαλκανικού» τύπου. Η υπερβολικά ογκώδης εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κτισμένη το 1850, φαίνεται να είναι ένα δείγμα οικονομικής ανόδου του ντόπιου πληθυσμού τον 19ο αιώνα. Η χορωδία, γέροντες και γερόντισσες, συνεχίζει να ψάλλει και να μας περιεργάζεται διακριτικά. Στην έξοδο του χωριού προς το Στιπ, δεξιά, γαντζωμένη στην απότομη πλαγιά η μικρή βυζαντινή εκκλησία του Σωτήρος με σημαντικές τοιχογραφίες του 17ου αιώνα (η Κοίμησις της Θεοτόκου) καμωμένες από τον Ivan Zografof. Στον απέναντι, αριστερά, λόφο διακρίνεται το βυζαντινό κάστρο του Στιπ, αρκετά καλά διατηρημένο σε πολλά σημεία.


Η πόλη του Στιπ (67 χλμ. από τη Στρώμνιτσα και 43 από το Τίτο Βέλες) βρίσκεται στη θέση της ρωμαϊκής πόλης Astibus, πάνω στον δευτερεύοντα ρωμαϊκό δρόμο παρακλάδι της Εγνατίας που ένωνε την Ηράκλεια (Μοναστήρι) με τη Σερδική (Σόφια). Το ποτάμι Μπρεγκάλνιτσα, που χύνεται 20 χλμ. δυτικότερα, στον Αξιό, τη χωρίζει στα δύο. Δεξιά, η μουσουλμανική γειτονιά με το τζαμί του 16ου αιώνα πάνω σε λόφο και, αριστερά, κάτω από το βυζαντινό κάστρο η χριστιανική γειτονιά. Στο κέντρο, το πολυώροφο ξενοδοχείο Astibus όπου καθήσαμε για καφέ και τσάι. Το κέντρο της πόλης βρίσκεται στην αριστερή όχθη τού Μπρεγκάλνιτσα και ξεχωρίζει από τον πύργο του ρολογιού. Πίσω από το ξενοδοχείο, το μπεζεστένι που φιλοξενεί τώρα πια εκθέσεις. Δεν έχουν απομείνει πολλά πράγματα από την κωμόπολη του 19ου αιώνα. Μερικοί δρόμοι μόνο στη χριστιανική γειτονιά με πολύχρωμα σπίτια και προσόψεις βαλκανικού μπαρόκ. Στο μικρό παρεκκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ η εκκλησάρισσα ήταν τόσο φλύαρη ώστε γρήγορα πειστήκαμε ότι η εικόνα της Παναγίας ήταν όντως θαυματουργή. Στο προαύλιο, που συγχρόνως ήταν και η αυλή του διπλανού μουσικού γυμνασίου, μια παρέα κορίτσια και αγόρια έπαιξαν και τραγούδησαν ειδικά για μας, όπως είπαν, τραγούδια που δεν καταλαβαίναμε τα λόγια τους. Ανεβήκαμε τον λόφο του κάστρου ως τη μέση για τη βυζαντινή εκκλησία των 40 Μαρτύρων της Σεβάστειας (13ος αι.) με τον κομψό εξωτερικό διάκοσμο και ο γείτονας που είχε τα κλειδιά μάς διηγείτο τις εντυπώσεις του από τη Θεσσαλονίκη γεμάτος θαυμασμό.


Δεν ξέρω ποιαν ακριβώς εικόνα έχουν οι κάτοικοι του Στιπ για τους Ελληνες ­ υποθέτω μάλλον καλή ­ αλλά η έκπληξή τους ήταν φανερή όταν αργότερα τρώγαμε σάντουιτς, εν μέση οδώ, δίπλα στην όχθη τού Μπρεγκάλνιτσα. Προτού φύγουμε επισκεφθήκαμε τη μεγάλη εκκλησία του Αγίου Νικολάου δίπλα στο ποτάμι, με τους τρεις εν σειρά τρούλους, κάτι που θυμίζει τις ρουμανικές εκκλησίες. Στη μνημειώδη είσοδό της με τα ανάγλυφα λιοντάρια δεξιά και αριστερά δεν μπορέσαμε να διαβάσουμε την ξυσμένη επιγραφή από την οποία απέμενε μόνο ένα ευδιάκριτο «1867».


Απο το Στιπ συνεχίσαμε προς τα ανατολικά κατά μήκος τού Μπρεγκάλνιτσα, σε πεδινές και έρημες εκτάσεις σπαρμένες στάρι, με κατεύθυνση προς Κότσανι. Στα 15 χλμ., κοντά στο χωριό Καρμπίντσι τα ερείπια της ρωμαϊκής και πρωτοβυζαντινής πόλης Bargala. Στρίβουμε αριστερά προς Προμπιστίπ. Αμέσως μετά τη διασταύρωση, στο χωριό Χρούπιστε υπάρχουν ερείπια οικισμού και μιας πρωτοχριστιανικής βασιλικής. Μετά το Προμπιστίπ (42 χλμ. από το Στιπ) αφήνουμε τον κεντρικό δρόμο και ανηφορίζουμε τη στενή αλλά πολύ καλή άσφαλτο προς το μοναστήρι τού Λέσνοβο. Ανεβαίνοντας συνεχείς κορδέλες για 4 χλμ. φθάνουμε στην κορυφή και σε μια στροφή το μοναστήρι και ο μικρός οικισμός γύρω παρουσιάζονται στο μέσον μιας μικρής καταπράσινης κοιλάδας. Ο ναός, αφιερωμένος στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, χτίστηκε τον 14ο αιώνα από τον σέρβο κράλη Λιβέρη και την οικογένειά του, όπως μαρτυρεί η ελληνόγλωσση κτιτορική επιγραφή επάνω από την είσοδο. Εντυπωσιακές τοιχογραφίες του πλουσιοντυμένου κράλη με το μυτερό γένι και της οικογενείας του, με επιγραφή στα σλαβικά. Φύγαμε, όχι γιατί ο βλοσυρός ηγούμενος μας παρετήρησε ότι δεν κάναμε σωστά τον σταυρό μας, αλλά γιατί ο ήλιος άρχιζε να πέφτει και είχαμε ακόμη πολύ δρόμο.


Μετά το Λέσνοβο συνεχίσαμε βόρεια και περάσαμε τον αυχένα Σμιλάτ όπου συναντήσαμε και τα πρώτα χιόνια. Κατηφορίζοντας με κρύο και χιόνια στα σκιερά μέρη ανάμεσα σε μικρές χαράδρες προς Κράτοβο (18 χλμ. από το Προμπιστίπ) περάσαμε από μικρά, φτωχικά χωριά με μεγάλα πέτρινα σπίτια.


Το Κράτοβο, χωμένο σε μια χαράδρα με ορμητικό ποτάμι να περνάει μέσα από το χωριό, είναι ένας μεσαιωνικός οικισμός με στενά λιθόστρωτα δρομάκια, γέφυρες και μερικούς πύργους. Στην πλατεία ο νεαρός Σαρακατσάνος, που λέει ότι έχει συγγενείς κοντά στις Σέρρες, μας διαβεβαίωσε ότι μπορούμε άνετα να παρκάρουμε και χωρίς φόβο να αφήσουμε στο αυτοκίνητο και τα πράγματά μας. Παρκάραμε έξω από τα γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος ενώ στο διπλανό κτίριο ­ κάτι σαν «Σπίτι Κουλτούρας» ­ κάποιο ροκ συγκρότημα έκανε πρόβες. Ηπιαμε καφέ στη βεράντα του πολύ καλού κάποτε αλλά σήμερα κάπως «κουρασμένου» ξενοδοχείου και μετά περπατώντας στην αγορά επισκεφθήκαμε το τοπικό μουσείο με εκθέματα από τον αγώνα για την αυτοδιάθεση των ετών 1900-1906 και την εκκλησία του Προδρόμου. Στα μικρά γραφεία τού VMRO (του εθνικιστικού κόμματος), στην αγορά, ένας χάρτινος ήλιος με τις αχτίδες του να δηλώνουν τις κατευθύνσεις της πολιτικής του κόμματος: η αιγαιακή Μακεδονία, το Πιρίν. Από το Κράτοβο καταγόταν και ο Satev, ένας από τους αναρχικούς «βαρκάρηδες» της Θεσσαλονίκης που συμμετείχε ενεργά στις βομβιστικές επιθέσεις κατά οθωμανικών στόχων το 1905.


Από το Κράτοβο συνεχίσαμε βόρεια για να συναντήσουμε, 16 χλμ. μετά, τον κεντρικό δρόμο που ενώνει τα Σκόπια με τα σύνορα της FYROM με τη Βουλγαρία.


Μπροστά μας τα βουνά Κότζακ και Τζέρμαν που αποτελούν και τα βορειοανατολικά σύνορα της χώρας με τη Σερβία. Το τοπίο εδώ είναι διαφορετικό, με μεγάλες πεδινές καλλιεργημένες εκτάσεις και χαμηλούς λόφους. Προχωρημένο απόγευμα φθάσαμε στο Στάρο Ναγκορίτσανε, 15 χλμ. δυτικά τού Κουμάνοβο. Η εντυπωσιακή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, χτισμένη από τον άτυχο Ρωμανό Διογένη το 1064, τότε όπου ήταν διοικητής στην περιοχή (προτού γίνει αυτοκράτορας και υποστεί την ατιμωτική ήττα από τους Σελτζούκους στο Μαντζικέρ το 1071), ήταν κλειστή και ο παπάς που κρατάει τα κλειδιά είχε πάει για ψώνια στο Κουμάνοβο. Η αρχική εκκλησία που έχτισε ο Ρωμανός επισκευάστηκε ξανά από τον Μιλούτιν το 1313.


Μπαίνοντας στον μεγάλο δρόμο (Ε75) από το Κουμάνοβο είχε πια βραδιάσει. Πληρώνοντας τσουχτερά διόδια φθάσαμε γρήγορα στα Σκόπια (44 χλμ. από Κουμάνοβο).


Η πρωτεύουσα της FYROM είναι τόσο μικρή και τόσο εύκολη ώστε φθάσαμε στο ξενοδοχείο Panorama, στους λόφους, χωρίς να ρωτήσουμε κανέναν. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς έγραφε το 1330: «…εκείθεν, εις το Σκοπίων πολίχνιον καταλύομεν εν όροις ήδη των Τριβαλλών». Το «πολίχνιον» είναι σήμερα η πρωτεύουσα ενός ανεξάρτητου κράτους.


Την ερχόμενη Κυριακή:




Σκόπια – η πρωτεύουσα και τα περίχωρα