Η ακτινογραφία ως διαγνωστική μέθοδος συμπλήρωσε
τον περασμένο Νοέμβριο 101 χρόνια: τι μεσολάβησε από την ιστορική ανακάλυψη του Ρέντγκεν ώς τη σημερινή αμφισβήτησή της;
Τον Νοέμβριο του 1895 ο καθηγητής της Φυσικής Βίλελμ Ρέντγκεν μελετώντας στο εργαστήριό του τον φθορισμό έκπληκτος παρατήρησε μια απρόσμενη λάμψη που ξεπήδησε από μια μικρή οθόνη δίπλα του. Γοητευμένος από αυτό το άγνωστο φαινόμενο, παράτησε το πείραμά του και ασχολήθηκε με τη μελέτη της άγνωστης αυτής φωτεινής δέσμης.
Τοποθετώντας το χέρι του κάτω από αυτή την ακτίνα παρατήρησε ότι διαγραφόταν το περίγραμμα των οστών του. Ο Ρέντγκεν διαπίστωσε ότι η άγνωστη αυτή ακτίνα προκαλούσε τον φθορισμό, που ήταν και η αιτία της «φωτογράφησης» των οστών. Επειδή το σύμβολο Χ χρησιμοποιείται στα μαθηματικά για συμβολισμό του αγνώστου, ονόμασε την άγνωστη αυτή ακτίνα «ακτίνα Χ». Η φωτογραφία δείχνει την πρώτη ακτινογραφία, πριν από 101 χρόνια, της παλάμης της γυναίκας του.
Οι πρώτες διατάξεις ακτίνων Χ που κατασκευάστηκαν και εγκαταστάθηκαν στα νοσοκομεία δικαίως ενθουσίασαν τον ιατρικό κόσμο, που μπορούσε έτσι να μελετήσει τα αόρατα όργανα των ασθενών. Η ακτινογραφία ήταν πια το όπλο της ιατρικής.
Μερικά χρόνια αργότερα ο Πιερ και η Μαρία Κιουρί απομόνωσαν το ραδιενεργό στοιχείο «ράδιο», που εκπέμπει ακτινοβολία κατά τη διάσπασή του. Γι’ αυτές τους τις ανακαλύψεις οι φυσικοί επιστήμονες Κιουρί και Ρέντγκεν τιμήθηκαν με το βραβείο Νομπέλ Φυσικής το 1903.
Παράλληλα όμως ήταν και τα πρώτα θύματα της ραδιενέργειας. Γιατί αυτή η ακτινοβολία δεν είναι άλλη από την έντονη ακτινοβολία-α του ραδίου, που για πολλά χρόνια δεν υποψίαζε κανέναν επιστήμονα για τον βαθμό επικινδυνότητάς της στη χρήση της. Την εποχή εκείνη το ράδιο ήταν για πολλούς το φάρμακο θαύμα.
Η Μαρία Κιουρί ήδη είχε χάσει το δάκτυλό της από τα πειράματα και πέθανε το 1934 από την ίδια της την ανακάλυψη.
Στις μέρες μας η ακτινογραφία διανύοντας τον δεύτερο αιώνα της και περνώντας από πολλά στάδια έρευνας και εφαρμογής καταγράφεται ναι μεν σαν σωτήρια επιστημονική ανακάλυψη, αλλά όμως δεν παύει πια να επισημαίνεται και η επικινδυνότητα της ραδιενέργειας που εκπέμπει στον ανθρώπινο οργανισμό του ασθενούς ή του χειριστή, γεγονός που παλαιότερα δεν είχε επισημανθεί.
Εχει γίνει καθημερινή πρακτική οι γιατροί να παραπέμπουν τους ασθενείς τους για μια ακτινολογική εξέταση, είτε τοπική είτε ολόσωμη. Ο δε ασθενής λόγω άγνοιας δεν μπορεί να αντιληφθεί αν οι δύο ή τρεις ακτινογραφίες, που πρέπει να παρουσιάσει στον γιατρό του, του προσθέτουν μια επιπλέον δόση ή ακόμη παρ’ ότι το γνωρίζουν βρίσκονται αντιμέτωποι με τον γιατρό τους που τους το επιβάλλει πολλές φορές. Ακόμη και παλαιότερα, όπου οι κίνδυνοι από ακτινοβολία δεν ήσαν τόσο γνωστοί, υπήρχε η τάση από τους γιατρούς να παραπέμπουν με σχετική ευκολία τους ασθενείς τους για μια ακτινογραφία. Το 1985, σε μια συνέντευξη του καθηγητή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης Α. Upton, που αναφέρεται στο περιοδικό «Cancer Journal for Clinicians», όταν ρωτήθηκε αν θα πρέπει οι αμερικανοί γιατροί να είναι πιο φειδωλοί στις ακτινογραφίες (το 1979 οι Αμερικανοί πραγματοποίησαν 240 εκατομμύρια ακτινογραφίες), απάντησε καταφατικά και μάλιστα ανέφερε ότι έχει σταλεί έκθεση προς τον πρόεδρο Κάρτερ ώστε να μειωθεί και ο αριθμός των ακτινογραφιών και η ποσότητα της έκθεσης σε αυτή την ακτινοβολία.
Δεν είναι όμως μόνο οι ακτινογραφίες που προσθέτουν στον εξεταζόμενο, στον ακτινολόγο και στο περιβάλλον μια δόση, αλλά είναι και άλλες εξετάσεις ή θεραπευτικές μέθοδοι που χρησιμοποιούν την πυρηνική ακτινοβολία (υπολογιστικοί τομογράφοι, ραδιενεργό κοβάλτιο και τεχνήτιο, γραμμικοί επιταχυντές ηλεκτρονίων, γ-κάμερα κ.ά.) και που ευθύνονται για την αύξηση της συνολικής δόσης.
Ακριβώς αυτή η επικινδυνότητα για την οποία μόλις τώρα η εμπειρική πραγματικότητα ανάγκασε και τους πλέον εφησυχασμένους να μεταβάλουν άποψη, είναι η αιτία ώστε τα διεθνή όρια προστασίας των δόσεων από πυρηνική ακτινοβολία που μπορεί να δεχθεί ετησίως ο άνθρωπος να ελαττωθούν και για τους εργαζόμενους σε πυρηνικές δραστηριότητες, αλλά και για ολόκληρο τον πληθυσμό γενικά. Ετσι, για την πρώτη ομάδα των χειριστών τα 5.000 mrem μειώθηκαν στα 2.000 και για τον υπόλοιπο πληθυσμό τα 500 mrem ολόσωμης δόσης ανά έτος και ανά άτομο μειώθηκαν στα 250. Αν πάρει κανείς υπόψη του ότι τα 150 και πλέον mrem τα δεχόμαστε ούτως ή άλλως από τη φυσική ραδιενέργεια, τότε απομένουν λιγότερα από 100 για όλο τον χρόνο ώστε να αγγίξουμε το όριο. Και αυτός είναι ο λόγος που οι ακτινογραφίες πρέπει να γίνονται με φειδώ. Γιατί τα 100 mrem είναι πολύ εύκολο να καλυφθούν από μια αξονική τομογραφία ή μια ραδιοθεραπεία ή από μερικές ακτινογραφίες. Για να αντιληφθεί ο μη ειδικός πόσα mrem απορροφούνται λόγω ακτινογραφιών κλπ. δεν μένει παρά να δούμε τον σχετικό πίνακα.
Βέβαια, δεν σημαίνει πως αν κάποιος ξεπεράσει αυτό το όριο θα εμφανίσει και υποχρεωτικά προβλήματα υγείας, αλλά η μείωση στο όριο των 500 mrem σημαίνει πολλά.
Στον πίνακα αναφέρονται οι δόσεις από ιατρικές εξετάσεις και μερικά ραδιοφάρμακα που χρησιμοποιούνται στις εξετάσεις διαφόρων οργάνων του σώματος, τα οποία προκαλούν πολύ μεγαλύτερες δόσεις από μία ακτινογραφία.
Το γεγονός ότι στις ημέρες μας όλο και περισσότερο η ιατρική χρησιμοποιεί την πυρηνική τεχνολογία δημιούργησε την ανάγκη να αυξάνονται παράλληλα και τα μέτρα ασφάλειας και προστασίας του ασθενούς αλλά και του γιατρού, του ακτινολόγου ή του φυσικού πυρηνικής ιατρικής που έχει και την ευθύνη της καλής λειτουργίας αυτών των διαγνωστικών και θεραπευτικών διατάξεων.
Η νέα αυτή μορφή της ραδιενέργειας, άγνωστη για τους πολλούς, που δεν προέρχεται βέβαια από πυρηνικά ατυχήματα, ούτε και από πυρηνικούς εξοπλισμούς, ούτε και από πυρηνικά απόβλητα, είναι ένα πολύ καλό και σύγχρονο εργαλείο για τη διαγνωστική και θεραπευτική ιατρική. Η ιατρική αυτή εφαρμογή της πυρηνικής επιστήμης εκφράζει τη σωστή μορφή κάθε επιστήμης που πρέπει να υπηρετεί τον άνθρωπο και όχι να τον καταστρέφει.
Για να αποδώσει όμως σωστά αυτή η εφαρμογή επιβάλλεται όλα τα νοσοκομεία και τα δημόσια και ιδιωτικά ιατρικά διαγνωστικά κέντρα ή ακόμη και τα απλά ακτινογραφικά ιατρεία που βρίσκονται διάσπαρτα μέσα σε διαμερίσματα πολυκατοικιών να τηρούν με ευλάβεια τους κανονισμούς ασφάλειας και λειτουργίας που τους ορίζει η άδεια χρήσης από τον «Δημόκριτο». Γεγονός που δυστυχώς δεν ισχύει σε μερικές περιπτώσεις.
Στο παρελθόν είχαμε καταγγελίες από νοσοκομειακό προσωπικό όπου δεν ετηρούντο οι κανονισμοί· για παράδειγμα, τα ραδιοφάρμακα τα πετούσαν στα κοινά σκουπίδια. Επίσης, πέρυσι εισαγγελέας παρέπεμψε ιδιοκτήτες ακτινοδιαγνωστικών κέντρων της Θεσσαλονίκης γιατί λειτουργούσαν παράνομα χωρίς άδεια. Δηλαδή, προφανώς δεν είχαν την απαιτούμενη από μόλυβδο θωράκιση στους τοίχους του ιατρείου – διαμερίσματός τους όπου λειτουργούσαν και προφανώς κάθε φορά που κάποιος έπρεπε να ακτινογραφηθεί ακτινοβολείτο και το διπλανό διαμέρισμα, που το χώριζε από το ιατρείο ένας κοινός απλός τοίχος. Αναλογίζεται ο αναγνώστης πως αν ταυτόχρονα ο ίδιος ο τοίχος αποτελούσε και το δωμάτιο ενός μικρού παιδιού, πόση θα ήταν η δόση που θα έπαιρνε συνολικά αυτό το παιδί σε καθημερινή βάση;
Στο τέλος της δεκαετίας του ’60 άρχισαν να ενημερώνουν, να καθοδηγούν και να στελεχώνουν τα σχετικά τμήματα των νοσοκομείων (π.χ. «Αλεξάνδρας») ειδικοί φυσικοί επιστήμονες, γιατί από τότε άρχισε να εφαρμόζεται η ακτινοβολία από ραδιενεργό κοβάλτιο στην καταπολέμηση του καρκίνου. Οι γιατροί στην πλειονότητά τους το γεγονός αυτό το είδαν αρνητικά, γιατί «ξένοι» εισέβαλαν στα χωράφια τους. Από τότε όμως ώς σήμερα όλο και περισσότερες και πολυπλοκότερες συσκευές λειτουργούν με βάση την πυρηνική τεχνολογία και έτσι η παρουσία αυτών των ειδικών επιστημόνων επιβάλλεται.
Παρ’ όλα αυτά όμως ακόμη και σήμερα δεν άλλαξε και πολύ η εικόνα των νοσοκομείων που διαθέτουν τμήματα πυρηνικής ιατρικής και οι λιγοστοί αυτοί φυσικοί επιστήμονες δεν έχουν αναδειχθεί ώς εκείνη τη στάθμη που απαιτεί η σύγχρονη πυρηνική τεχνολογία.
Αναμφισβήτητα, η ραδιενέργεια αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα για την κοινωνία, όταν προέρχεται από πυρηνικούς εξοπλισμούς, πυρηνικά εργοστάσια ή πυρηνικά απόβλητα, αλλά μπορεί να συμβάλει θετικά και να αποτελέσει λύσεις στο μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα που λέγεται υγεία, όταν χρησιμοποιείται με τη δέουσα προσοχή. Οπως επίσης μπορεί να εφαρμοστεί και να δώσει λύσεις σε άλλες ενδιαφέρουσες περιοχές, όπως αυτή της αρχαιολογίας, της συντήρησης έργων τέχνης, της διαχείρισης βιολογικών αποβλήτων, της εγκληματολογίας, ακόμη και των ναρκωτικών.
Ο κ. Θ. Κ. Γεράνιος είναι επίκουρος καθηγητής Πυρηνικής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.