Πέθανε σε ηλικία 84 ετών, σε νοσοκομείο της Ρώμης, ένας από τους σημαντικότερους ευρωπαίους κινηματογραφιστές, ο Ετόρε Σκόλα, ένας από τους «μεγάλους» ποιητές του ιταλικού κινηματογράφου, όπως τον χαρακτηρίζει στην διαδικτυακή της έκδοση η εφημερίδα Corriere della Sera.
Από τα γνωστότερα έργα του, τα ιταλικά Μέσα ενημέρωσης θυμίζουν τα «C’ eravamo tanto amati» (Είχαμε αγαπηθεί τόσο) με τους Στεφάνια Σαντρέλι, Νίνο Μανφρέντι και Βιτόριο Γκάσμαν, «Una Giornata Particolare» (Μια ξεχωριστή μέρα) με τους Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και Σοφία Λόρεν και «La Famiglia» (Η Οικογένεια) με τον Βιτόριο Γκάσμαν.
Το 1976 ο Σκόλα είχε κερδίσει τον Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών, για τη σκηνοθεσία του «Brutti, sporchi e cattivi» (Βίαιοι, βρώμικοι, κακοί), το σενάριο του οποίου παρουσίαζε την ανθρώπινη και υλική μιζέρια σε παραγκούπολη της Ρώμης, στην αρχή της δεκαετίας του ’70.
Σε μήνυμά συλλυπητηρίων προς την οικογένεια του σκηνοθέτη, ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι τονίζει, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι ο Σκόλα «ήταν ένας δημιουργός ο οποίος ήξερε να «διαβάζει» με απίστευτο τρόπο την ιταλική πραγματικότητα, την κοινωνία της και τις αλλαγές της, με αίσθηση της κάθε εποχής».
Η πρώτη σκηνοθετική προσπάθεια του Σκόλα έγινε το 1964, με το έργο «Se permette parliamo di donne» (Αν μας επιτρέπετε μιλάμε για γυναίκες).
Όλοι οι κριτικοί κινηματογράφου εντοπίζουν στη δεκαετία του εβδομήντα την «χρυσή περίοδο» του Σκόλα, κατά την οποία συνεργάσθηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα του ιταλικού κινηματογράφου.
Αριστερός διανοούμενος, είχε συμμετάσχει στην «σκιώδη κυβέρνηση» του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος το 1989, με τομέα αρμοδιότητας την πολιτιστική κληρονομιά.