Οταν το 2006 ο Πίτερ Γκελμπ, νέος διευθυντής τότε της Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης, ανακοίνωσε το πρόγραμμα ζωντανών αναμεταδόσεων επιλεγμένων παραστάσεων του θεάτρου σε κινηματογράφους ανά τον κόσμο, μια μεγάλη συζήτηση άνοιξε. Θα βοηθούσε, άραγε, μια τέτοια πρωτοβουλία στην περαιτέρω διεθνή αναγνωρισιμότητα της Met; Θα βελτίωνε τα οικονομικά της; Θα έφερνε, τελικά, νέου τύπου κοινό στην όπερα; Με μια φράση: το φιλόδοξο όσο και υψηλού ρίσκου πρόγραμμα θα πετύχαινε τον σκοπό του;
Η επετειακή προβολή του «Μαγικού αυλού» του Μότσαρτ στις 12 Δεκεμβρίου 2015 –της εναρκτήριας, δηλαδή, παραγωγής του προγράμματος The Met: Live in HD -, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης της πρώτης δεκαετίας, ήρθε να απαντήσει εμπράκτως καταφατικά στις παραπάνω ερωτήσεις. Στην ουσία επρόκειτο για το συμβολικό επιστέγασμα μιας τεράστιας επιτυχίας που «έδειξε» από την πρώτη κιόλας χρονιά. Η αναμετάδοση επιλεγμένων παραγωγών της Μετροπόλιταν Οπερα σε κινηματογράφους που διαθέτουν τον απαραίτητο τεχνολογικό εξοπλισμό ανά τον κόσμο προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον: το πρόγραμμα αγκαλιάστηκε από ολοένα περισσότερες χώρες –μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, όπου τα τελευταία χρόνια έχουμε τη δυνατότητα να παρακολουθούμε τις αναμεταδόσεις σε μια σειρά αίθουσες σε ολόκληρη τη χώρα με την υποστήριξη του ομίλου Antenna -, με τα ρεκόρ θεατών και εισιτηρίων να καταρρίπτονται το ένα μετά το άλλο.
Η πρωτοβουλία δεν ήταν χωρίς αντίλογο: ουκ ολίγοι υποστήριξαν πως όχι μόνο δεν βοηθά στο «άνοιγμα» σε νέου τύπου κοινό, αλλά αντιθέτως μπορεί να μεταδώσει λάθος μηνύματα αποτρέποντας μια μεγάλη μερίδα κόσμου από τη «ζωντανή» εμπειρία του λυρικού θεάτρου. Τα πολυσυζητημένα κοντινά πλάνα δε προκάλεσαν αντιδράσεις από ηχηρά ονόματα του παγκόσμιου στερεώματος που αισθάνθηκαν υπερβολικά «εκτεθειμένοι» στον φακό. Ωστόσο το εγχείρημα βρήκε πολλούς μιμητές: το ένα μετά το άλλο τα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του κόσμου –η Σκάλα του Μιλάνου, το Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, το Μπαλσόι της Μόσχας –ακολούθησαν το παράδειγμα της Μετροπόλιταν προσφέροντας επιλεγμένες παραγωγές τους μέσω αντίστοιχων κινηματογραφικών αναμεταδόσεων στο διεθνές κοινό, με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία.
Οι ψηφιακές αίθουσες συναυλιών ή λυρικών θεάτρων που προσέφεραν τη δυνατότητα να παρακολουθεί κανείς μερικά από τα πλέον αναμενόμενα κοντσέρτα ή παραστάσεις από την άνεση του σπιτιού του και την οθόνη του υπολογιστή ήταν μία ακόμη έκφραση του «φλερτ» της όπερας και της λεγόμενης κλασικής μουσικής με την τεχνολογία. Τα εφετινά εγκαίνια της 3ης, αποκλειστικά ψηφιακής σκηνής της Οπερας του Παρισιού σηματοδότησαν το επόμενο βήμα: ο γενικός διευθυντής του θεάτρου Στεφάν Λισνέρ έκανε λόγο για «αυτόνομη σκηνή για την ψηφιακή δημιουργία». Πρόκειται για μια ιδέα του διευθυντή μπαλέτου του συγκροτήματος Μπενζαμέν Μελπιέ, ο οποίος οραματίστηκε ένα εγχείρημα απόλυτα πρωτότυπο, με αποκλειστικό υλικό, άσχετο αυτή τη φορά με τις παραγωγές όπερας και μπαλέτου του θεάτρου. «Είναι εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι κάνουν τα άλλα θέατρα» δήλωνε χαρακτηριστικά τον περασμένο Σεπτέμβριο στους «New York Times» αναφερόμενος στην ψηφιακή σκηνή, προσβάσιμη στο κοινό μέσω του ανανεωμένου site του θεάτρου. Σκηνοθέτες, χορογράφοι, εικαστικοί, συγγραφείς παρουσιάζουν πρωτότυπη δουλειά τους, ενώ ο θεατής μπορεί να έχει πρόσβαση σε επιλεγμένο αρχειακό υλικό παράλληλα με τις νέες προσεγγίσεις στην όπερα και στο μπαλέτο. Πρόκειται, άραγε, για μια νέα τάση που θα αναπτυχθεί τα επόμενα χρόνια και θα γνωρίσει μιμητές; Ο χρόνος θα δείξει…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ