«Η πιο όμορφη, η πιο γλυκειά μέρα του κόσμου» έχει γράψει ο Γιώργος Σεφέρης για την ημέρα της Απελευθέρωσης που ξημέρωσε στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου του 1944, μετά από τρεισήμισι χρόνια γερμανικής κατοχής.
Είναι πασίγνωστες οι εικόνες από την ξέφρενη γιορτή χαράς των Ελλήνων στο κέντρο της Αθήνας, με πανό και πλακάτ να πανηγυρίζουν στη θέα της αποχώρησης των στρατιωτών της Βέρμαχτ με αίσθημα λύτρωσης, πολίτες μιας χώρας βυθισμένης σε βαθιά φτώχεια και καταστροφή, που είχε επιδείξει μεγαλειώδη Αντίσταση αλλά και διχασμό. Ενάμισι μόλις μήνα αργότερα, η Αθήνα της Απελευθέρωσης οδηγήθηκε στη σύγκρουση των Δεκεμβριανών κι αργότερα στον Εμφύλιο, εξέλιξη που εξηγεί γιατί η Ελλάδα δεν γιορτάζει τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Φέτος, η επέτειος των 71 χρόνων από την Απελευθέρωση της Αθήνας, θα γιορταστεί εμβληματικά τόσο λόγω της διάρκειας του εορτασμού -σχεδόν ένα μήνα- όσο και από το εύρος των εκδηλώσεων στις οποίες συμμετέχουν πολυάριθμοι δημόσιοι φορείς.
Ξεκινούν στις 6 Οκτωβρίου με μια ιστορική έκθεση στην Δημοτική Πινακοθήκη της Αθήνας και θα επεκταθούν έως τις 31 Οκτωβρίου σε όλη την πόλη.
Ιστορικοί περίπατοι, συναυλίες, ντοκιμαντέρ σε πρώτη προβολή, συζητήσεις από ιστορικούς, σεμινάριο για εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αφιερώματα, είναι στο πρόγραμμα των εορταστικών εκδηλώσεων με γενικό τίτλο «12 Οκτωβρίου. Η Αθήνα ελεύθερη» και τελούν υπό την αιγίδα του Προέδρου της Δημοκρατίας Πρ. Παυλόπουλου.
Συμμετέχουν περισσότεροι από δέκα δημόσιοι φορείς και Μουσεία, με αρχειακό υλικό από τις συλλογές τους, όπως στην έκθεση που ανοίγει την ερχόμενη Τρίτη 6/10 στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, με τίτλο «Αθήνα 1940-1944. Η πόλη και οι άνθρωποι της. Πόλεμος , Κατοχή, Αντίσταση, Απελευθέρωση».
Η έκθεση αποτελείται από οκτώ αλληλένδετες ενότητες. Τα κείμενα κάθε ενότητας δίνουν την εισαγωγή σε ένα σύνολο από 150 φωτογραφίες, καρτ ποστάλ, σκίτσα, αφίσες, μπροσούρες, τρικάκια, εφημερίδες και άλλα τεκμήρια τα οποία μαρτυρούν τα γεγονότα της εποχής που «επανακαθόρισε τις κοινωνικές δομές και την πολιτική ζωή της χώρας» λένε οι διοργανωτές της έκθεσης, δίνοντας την ευκαιρία στον επισκέπτη να παρακολουθήσει την αφήγηση μιας έκθεσης προβληματισμού αλλά και γνώσης για τη νεώτερη ελληνική Ιστορία, φτιαγμένης από το «εργαστήρι» της Ιστορίας, αφού προβάλλεται αρχειακό υλικό το οποίο είχε ώς τώρα στηρίξει την ιστορική έρευνα αλλά ήταν ανεξερεύνητο για τους σκοπούς μιας έκθεσης.
Προέρχεται από τους φορείς που την διοργανώνουν οι οποίοι είναι: το αρχείο της ΕΡΤ, τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, το Μουσείο Μπενάκη, τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, το Ελληνικό Λογοτεχνικό Αρχείο-ΜΙΕΤ και το Πολεμικό Μουσείο. Την επιμέλεια έχουν οι ιστορικοί Γιάννης Γκλαβίνας, Τάσος Σακελλαρόπουλος και Μενέλαος Χαραλαμπίδης.
Η διάρθρωση της έκθεσης
«Η έκθεση ξεκινά από την δράση του ελληνικού στρατού στην Αλβανία, τη συνδρομή των τοπικών πληθυσμών, την ιταλική, ελληνική αλλά και βρετανική προπαγάνδα. Συνεχίζει με την Αθήνα στον πόλεμο, όσο ακόμα το κράτος είναι ελεύθερο και τη συσπείρωση της ελληνικής κοινωνίας, την υποστήριξή της στην πολεμική προσπάθειας των Ελλήνων. Την προετοιμασία του πληθυσμού των Αθηναίων για τον πόλεμο, τις απαγορεύσεις της ΕΟΝ του Μεταξά, τη διάσωση των αγαλμάτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, βλέπουμε τα ορύγματα που φτιάχνει η ΕΟΝ στα δημόσια πάρκα για να κρυφτούν τα παιδιά. Τα σακιά στα παράθυρα, τα θέατρα της εποχής, όλον τον σφυγμό του πατριωτισμού και του πνεύματος του μετώπου που συγκροτείται στην Αθήνα» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Τάσος Σακελλαρόπουλος, υπεύθυνος των Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη.
Επόμενη ενότητα είναι η Αθήνα το 1941 με την είσοδο του ναζιστικού στρατού «και τους Αθηναίους σε κατάσταση φόβου και σύγχυσης» λέει ο κ. Σακελλαρόπουλος. Επιτάξεις ακινήτων, βιομηχανιών, μια τεράστια επιχείρηση λεηλασίας των εμπορικών καταστημάτων από τους Γερμανούς.
Στη συνέχεια, ακολουθεί η αλλαγή της πρωτεύουσας και η καθημερινή ζωή των Αθηναίων στην κατοχή. «Είναι το πιο άγνωστο κεφάλαιο, κι έχει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί στην έκθεση δείχνουμε και όλη την αντίθεση» επισημαίνει ο ιστορικός. «Από τη μια βλέπουμε προγράμματα θεάτρου και κινηματογράφου από την περίοδο της κατοχής, καταλόγους εστιατορίων που σύχναζαν οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους μαυραγορίτες, τους βλέπουμε στα καμπαρέ, βλέπουμε μέχρι και διαφημίσεις οδοντόκρεμας μέσα στην κατοχή και άλλων αγαθών που πουλάνε οι μαυραγορίτες κι από την άλλη το φαινόμενο της ουράς: Ουρά για καυσόξυλα, ουρά για συσσίτια, ουρά για λάδι, ουρά για το τραμ, ουρά για όλα» συνεχίζει.
Και μετά η πείνα με όλο το δράμα των αποσκελετωμένων παιδιών τον χειμώνα του 1941 προς 1942 που αποδεκάτισε περίπου 45.000 Αθηναίους -προερχόμενους από φτωχά και μικροαστικά στρώματα στην πλειονότητα- και γέννησε την Αντίσταση, στην οποία αφιερώνεται η επόμενη ενότητα της έκθεσης.
«Το φαινόμενο της Αντίστασης που αναδείχτηκε με τόση μαζικότητα στην Ελλάδα και εκφράστηκε με το ΕΑΜ, που ήταν μια πλημμυρίδα» συνεχίζει ο ιστορικός και συνεπιμελητής της έκθεσης, τονίζοντας: «Προβάλλουμε, δηλαδή, την αντίσταση της Αριστεράς που συνδύασε το πατριωτικό αίτημα της Απελευθέρωσης και της σύγκρουσης με τους κατακτητές με την κοινωνική του διάσταση και αποδίδουμε με τρόπο συνθετικό την Αντίσταση του αστικού κόσμου η οποία κατά κύριο λόγο αναπτύχθηκε στο πατριωτικό κομμάτι και όχι σε εκείνο της κοινωνικής διεκδίκησης. Για να βγει και στην έκθεση ό,τι καταγράφεται επιστημονικά».
«Πλησιάζοντας στην Απελευθέρωση και προσπαθώντας οι δύο παρατάξεις να ελέγξουν το πεδίο και το τοπίο της Απελευθέρωσης μπαίνουν σε σύγκρουση μεταξύ τους. Και στην Αθήνα είναι μια σύγκρουση πολύ ανοιχτή και πάρα πολύ σκληρή. Είναι καθοριστικό σημείο στην έκθεση, όμως δεν επεκταθήκαμε γιατί προσπαθήσαμε να αποδώσουμε μεγάλο κομμάτι στην Απελευθέρωση. Ωστόσο, ας σημειωθεί ότι είναι μια από τις πρώτες αλλά από τις ουσιαστικές προσπάθειες να αποτυπωθεί και αυτό σε μια σύνθεση του τοπίου» παρατηρεί ο ίδιος.
Όπως, επίσης, στην ενότητα για τον δωσιλογισμό, μέσα από φωτογραφίες δράσης των ταγμάτων ασφαλείας (το υλικό προέρχεται από γερμανικά αρχεία) γίνεται προσπάθεια από τους επιμελητές για «μια ουσιαστική ανάδειξη του τι σήμαινε συνεργάτης των Γερμανών, τονίζοντας βεβαίως ότι τα τάγματα φτιάχνονται σε μια προσπάθεια της Γερμανίας να ηγηθεί της αντικομμουνιστικής σταυροφορίας στην Ευρώπη, μεσούντος του πολέμου» προσθέτει ο Τάσος Σακελλαρόπουλος.
Επίσης, προσθέτει, «προβάλλουμε με επιστημονικά ενδιαφέροντα, νομίζω, τρόπο, το εβραϊκό στοιχείο στην κατοχή, στην Αθήνα. Ανάμεσα στα εκθέματα είναι παράνομες ταυτότητες Εβραίων, φωτογραφίες οικογενειών που διασώθηκαν από Έλληνες χριστιανούς και Ελασίτες».
Η αποχώρηση των Γερμανών και οι καταστροφές που προκαλούν στην πόλη, η πυροσβεστική που σβήνει πυρκαγιές στα ερείπια, οι Γερμανοί καταστρέφουν την υποδομή για να κόψουν το πρώτο βήμα της Απελευθέρωσης, η αντίδραση του ΕΛΑΣ, η κατάθεση από πλευράς Γερμανών του τελευταίου στεφάνου στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη, προαναγγέλλουν την τελευταία ενότητα με τις εικόνες της Απελευθέρωσης με την οποία ολοκληρώνεται η έκθεση: φωτογραφία με τμήμα του ΕΛΑΣ και πλήθος κόσμου που τελεί μνημόσυνο για τα θύματα της Αντίστασης, την ομιλία του Γεωργίου Παπανδρέου στο Σύνταγμα, κατάθεση στεφάνου στο σκοπευτήριο της Καισαριανής από τον στρατιωτικό διοικητή του ΕΛΑΣ, Στέφανο Σαράφη, δεκάδες χιλιάδες κόσμου από τις δυτικές και ανατολικές συνοικίες που φτάνουν με τα πόδια στο κέντρο της Αθήνας και πανηγυρίζουν την Απελευθέρωση.
«Να πούμε ειλικρινά ότι προσπαθήσαμε πάρα πολύ να βγάλουμε μέσα από 150 εικόνες και τεκμήρια το κλίμα εκείνης της περιόδου» επισημαίνει ο Τάσος Σακελλαρόπουλος.
Τέλος στην ερώτηση γιατί δεν έχει γιορταστεί ποτέ με τρόπο τεκμηριωμένο και οργανωμένο η επέτειος της Απελευθέρωσης, ο ίδιος απαντά: «Στην Ελλάδα έχουμε μια συνήθεια να γιορτάζουμε πανηγυρικά επετείους ήττας. Γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου, αλλά είναι ο πόλεμος που χάσαμε. Η Ανάσταση έρχεται κάθε χρόνο αλλά εμείς γιορτάζουμε τη Μεγάλη Παρασκευή. Πάντως εμείς στην έκθεση για να μη χαλάσουμε τη γιορτή και τη λύτρωση της Απελευθέρωσης, δεν προβάλλουμε τον Εμφύλιο, παρά ένα κομμάτι του, που θα το δει ο επισκέπτης όταν θα την διατρέξει. Σταματάμε στην Απελευθέρωση».