«Πέρασα με τον Σεφέρη αξέχαστες διακοπές. Μύκονος, Σκύρος, Πάτμος, Κρήτη, όπου πήγαιναν τα καλοκαίρια πήγαινα κι εγώ, για να δω τη μάνα μου, αλλιώς δεν θα την έβλεπα ποτέ». Στο σπίτι του Σεφέρη, στην οδό Αγρας στο Παγκράτι, ανάμεσα στα βιβλία, στα έπιπλα και στα προσωπικά αντικείμενα του ποιητή, η Αννα Λόντου, η κόρη της Μαρώς Σεφέρη από τον προηγούμενο γάμο της με τον αξιωματικό Ανδρέα Λόντο, θυμάται. Στην ομιλία της έχει ένα ελαφρό τράβηγμα στο ρο, σε κάνει να θυμηθείς ότι η γιαγιά της, η μάνα που η Μαρώ έχασε στη γέννα, ήταν Γαλλίδα. Η όψη της, τα ξανθά μαλλιά, τα πράσινα μάτια, η λεπτοκαμωμένη φιγούρα της παραπέμπουν στη Μαρώ.
«Εζησα τη μάνα μου με τον Γιώργο περισσότερο από ό,τι την έζησα με τον πατέρα μου» λέει. Οι δυο τους γνωρίστηκαν χάρη στην ίδια, στην Αίγινα. «Η γνωριμία μας ήταν οικογενειακή. Ημουνα συμμαθήτρια της κόρης της αδελφής του Σεφέρη, της Δέσποινας Τσάτσου, από την πρώτη δημοτικού στη Σχολή Χιλλ ως το τέλος του γυμνασίου στο Αρσάκειο. Ενα καλοκαίρι, θα ‘μουνα τεσσάρων-πέντε ετών, πήγαμε με την αδελφή μου και τη μάνα μου να τις βρούμε στην Αίγινα και να κάνουμε μπάνιο μαζί. Είχε έρθει κι ο Σεφέρης να δει την αδελφή του. Με πήρε στην πλάτη του, όπως ήταν με το μαγιό, για να με βάλει στη θάλασσα, γιατί είχε πέτρες. Εγώ γκρίνιαζα. «Ακουσε να σου πω, είσαι πολύ παράξενη, το ξέρεις;» μου είπε. Κι εγώ του απάντησα: «Είναι γνωστό». Εσκασε στα γέλια. Το θυμόταν και το έλεγε συνέχεια όταν μεγάλωσα. Εκεί γνώρισε και ερωτεύτηκε τη μάνα μου. Από τότε άρχισε η σχέση μου μαζί του».
Οι διακοπές πριν από τη μαύρη τρύπα της Κατοχής
Ηταν τυχερή γιατί είχαν μια σχέση στενή. «Μου είχε χαρίσει όλον τον Προυστ τον δικό του, με τις σημειώσεις του» λέει νοσταλγώντας την τρυφερότητα της χειρονομίας και δείχνει μια γαλλική έκδοση του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ντυμένη με γαλάζιο χαρτί. Της έγραφε ποιηματάκια σε τσιγαρόχαρτα από τις κασετίνες Παπαστράτος που κάπνιζε και της πρότεινε να φτιάξουν μαζί ένα περιοδικό. «Είχε ενώσει κάτι χαρτιά, χάθηκαν στον πόλεμο, αλλά μένουν ζωντανότατες οι αναμνήσεις. Ηταν ένας άνθρωπος μοναδικός που μου γέμιζε τη ζωή, με βοηθούσε στις δυσκολίες κι όταν πέθανε άφησε ένα τρομερό κενό».
«Οπου πήγαιναν διακοπές τα καλοκαίρια, μου έλεγε η μητέρα μου: «Θα έρθεις κι εσύ μαζί μας». Αργότερα πήγαινα μαζί με την κόρη μου, τη Δάφνη, που ήταν κολλητή με τον Σεφέρη όταν ήταν μικρή. Του άρεσαν τα παιδιά γιατί ήταν ειλικρινή, μαζί τους γινόταν κι αυτός παιδί κι είχαν κουβέντες πολλές. Τα ποιήματα της έκδοσης «Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά» (Ερμής, 1992) για εμάς τα είχε γράψει, για εμένα και την κόρη μου».
Δεν οφειλόταν στον Σεφέρη ο χωρισμός των γονιών της, θέλει να τονίσει η Αννα Λόντου, οι γονείς της ήταν πολύ διαφορετικοί άνθρωποι που παντρεύτηκαν σε μια στιγμή πάθους. Η Μαρώ και ο Γιώργος παντρεύτηκαν το 1941 κι έφυγαν για τη Μέση Ανατολή με την ελληνική κυβέρνηση. «Η κοινωνία της εποχής κατέκρινε τη μάνα μου που έφυγε με τον Γιώργο κι άφησε τις κόρες της πίσω, αλλά δεν μπορούσαν να μας πάρουν μαζί τους, δεν ήξεραν καν αν θα βγάλουν ζωντανοί το ταξίδι. Μας άφησε στο κτήμα της Πηνελόπης Δέλτα στην Κηφισιά. Η κόρη της, η Σοφία Μαυροκορδάτου, ήταν νονά μου κι αυτή παρότρυνε τη μάνα μου να φύγει και να μας αφήσει εδώ. Εφυγε κι ο πατέρας μου στο μεταξύ, αξιωματικός του Ναυτικού, και ηρωικά πολέμησε. Μια μαύρη τρύπα ήταν η Κατοχή των Γερμανών. Δύσκολα χρόνια. Κάποια στιγμή ήρθε αδελφή του πατέρα μου, η Λία Λόντου, και μας πήρε από την Κηφισιά. Δεν υπήρχε φαΐ κι ήμασταν δυο κορίτσια πάνω στην ανάπτυξη. Αυτή μάς έσωσε στην Κατοχή».
«Αγκυρα, Βηρυτό πήγαινα μαζί τους»
«Αγκυρα, Βηρυτό, Αγγλία, όπου πήγαιναν, σε ένα σωρό πόστα που τοποθετούσαν τον Σεφέρη, πήγαινα κι εγώ και καθόμουνα μαζί τους. Τρεις μήνες είχα καθήσει στην Αγκυρα το καλοκαίρι, σε μια πόλη χτισμένη στην έρημο, στους σαράντα βαθμούς, σωστό εφιάλτη. Είχαν νοικιάσει ένα ωραίο σπιτάκι, με μια βερικοκιά στον κήπο. Πάντα κοίταζαν εκεί που θα ζήσουν να είναι ευχάριστα. Είχαμε φρούτα δικά μας και μια γάτα Αγκύρας που ο Σεφέρης τη λάτρευε». Ο Σεφέρης αγαπούσε τα ζώα, λέει η Αννα Λόντου, όπως ένας πολιτισμένος άνθρωπος. «Είχε όλα τα καλά του πολιτισμένου ανθρώπου. Ηταν πάντα φυσικός, δεν ήταν ποτέ ψεύτικος. Ηταν σοβαρός χωρίς το βάρος της λέξης, χωρίς υπερβολές, χωρίς σαχλαμάρες. Αστείο να το λέω και να το κρίνω εγώ, αλλά έτσι ήταν. Και είχε πάρα πολύ χιούμορ. Κρεμόμουν απ’ το στόμα του. Τα μαθήματα που πήρα απ’ αυτόν ήταν μαθήματα ζωής».
Στα τέλη του 1952 ο Σεφέρης παίρνει μετάθεση για τη Βηρυτό και η Αννα τούς επισκέπτεται εκεί. «Ηταν η εποχή που αποκαλούσαν τη Βηρυτό «μικρό Παρίσι». Ηταν μια πολύ όμορφη πόλη χτισμένη σε μέρος ειδυλλιακό, ένα μέρος κοσμικό, με πάρα πολλούς πλούσιους Ελληνες τότε. Μας καλούσαν για φαγητό σε κάτι βίλες όνειρο και έφερναν για το γεύμα στρείδια από τη Γαλλία με το αεροπλάνο. Ηταν πολύ πλούσιος ο κόσμος στον Λίβανο τότε. Θυμάμαι την πριγκίπισσα του Λιβάνου, σε μια μεγάλη αίθουσα, ξαπλωμένη σε μαξιλάρια χρυσοποίκιλτα και τον Σεφέρη ξαπλωμένο δίπλα της να της λέει φοβερά κομπλιμέντα. Δεν μου άρεσε. Οταν βγήκαμε από την αίθουσα, του λέω «Βρε Γιώργο, δεν σε έχω ξαναδεί έτσι» και μου απαντάει: «Μην ξεχνάς ότι είμαι και διπλωμάτης»».
Το κρασί, ο καπνός και το ξεσκονόπανο
Οταν αφυπηρέτησε από το διπλωματικό σώμα, η ζωή κυλούσε σε άλλους ρυθμούς. «Ο Γιώργος ξύπναγε πάρα πολύ αργά πάντα –όταν μπορούσε να το κάνει -, γιατί έγραφε νύχτες. Πέντε το πρωί πήγαινε να ξαπλώσει. Δεν τον ενοχλούσαμε. Είχαμε όλοι έναν αυθόρμητο σεβασμό. Εγώ ήθελα να είναι ευχαριστημένος από τα βάθη της ψυχής μου. Ετρωγε πρωινό, πάντα τσάι και ελιές με ψωμί. Εβγαιναν με τη μάνα μου και συναντούσαν την παρέα του Κατσίμπαλη στου Ζόναρς, δεχόταν το απόγευμα κόσμο στο σπίτι, φοιτήτριες και ποιήτριες εν τω γίγνεσθαι που ζητούσαν να τον δουν. Ηταν ένας άνθρωπος που δεν σταματούσε να σκέπτεται τα δικά του και μονολογούσε όλη μέρα. Είχαν μια γυναίκα που καθάριζε και ρωτούσε τη μάνα μου: «Kυρία, τι λέει ο κύριος όλη μέρα;».
Ο Γιώργος και η Μαρώ ταξίδευαν πολύ. «Είχαν φίλους σε πολλά μέρη στον κόσμο, φίλους αγαπητούς στην Ιταλία με ωραία σπίτια, που δέχονταν, και τους φιλοξενούσαν κι ο Σεφέρης περνούσε ωραία, με τα κρασιά του… Του άρεσε το κρασί. Γενικά δεν έπινε πολύ, αν και απολάμβανε πότε πότε ένα καλό ουίσκι». Κάπνιζε όμως συνέχεια. «Είχε πάντα ένα τσιγάρο στο στόμα, οι στάχτες του έπεφταν ολόγυρα και η μάνα μου έτρεχε πίσω του με ένα πανί. Ηταν τρελή με την καθαριότητα η μάνα μου, περπατούσε πάντα με ένα ξεσκονόπανο. Τα κοροϊδεύαμε λιγάκι αυτά όλοι μαζί. «Mαρώ, φέρε το κουρέλι να σκουπίσεις, πάλι του έπεσαν οι στάχτες» γελούσαν οι εγγλέζοι φίλοι τους, ο σκιτσογράφος ο σερ Οσμπερτ Λάνκαστερ κι άλλα σπουδαία ονόματα. Οταν ο Γιώργος άρχισε να καπνίζει πίπα, ησυχάσαμε».
«Ανθρωπος ήταν, του άρεσε η καλοπέραση» λέει η Αννα Λόντου για τον Σεφέρη. «Του άρεσε πολύ όμως να κάνει παρέα και με απλούς ανθρώπους. Πήγαινε στα λιμάνια και μιλούσε με ψαράδες και καϊκτσήδες. Στην Κύπρο έχει φωτογραφίσει κουρελήδικα παιδάκια που είχαν χάσει τους γονείς τους. Στη Στοκχόλμη, όταν πήγε να πάρει το Νομπέλ, πήγε στο λιμάνι να δει τα καράβια, του άρεσαν πάρα πολύ».
Η Σκύρος της Επταετίας και η Αίγινα του έρωτα
«Πήγαμε στη Σκύρο στη διάρκεια της επταετίας. Είχε έναν μύλο στην άκρη της αμμουδιάς που τον είχαν κάνει ξενώνα κι εκεί μέναμε. Από κάτω είχε ένα σπιτάκι, κι έδωσαν στον Γιώργο το καλύτερο δωμάτιο. Τρώγαμε σε μια ταβερνούλα εκεί κοντά, η ταβερνιάρισσα ήταν μια καταπληκτική μαγείρισσα με μια τρομερή ιστορία, κι είχε όσους αστακούς θέλαμε. Τους είχε σε μεγάλα πανέρια στην ταβέρνα –ήταν, φαίνεται, αστακότοπος η Σκύρος –και κάθε μέρα τρώγαμε αστακό. Δεν έχω ξαναφάει από τότε, νομίζω. Ο Σεφέρης τρελαινόταν ο καημένος, ήταν να μην τρελαίνεσαι;».
«Πήγαμε στη Σκύρο στη διάρκεια της επταετίας. Είχε έναν μύλο στην άκρη της αμμουδιάς που τον είχαν κάνει ξενώνα κι εκεί μέναμε. Από κάτω είχε ένα σπιτάκι, κι έδωσαν στον Γιώργο το καλύτερο δωμάτιο. Τρώγαμε σε μια ταβερνούλα εκεί κοντά, η ταβερνιάρισσα ήταν μια καταπληκτική μαγείρισσα με μια τρομερή ιστορία, κι είχε όσους αστακούς θέλαμε. Τους είχε σε μεγάλα πανέρια στην ταβέρνα –ήταν, φαίνεται, αστακότοπος η Σκύρος –και κάθε μέρα τρώγαμε αστακό. Δεν έχω ξαναφάει από τότε, νομίζω. Ο Σεφέρης τρελαινόταν ο καημένος, ήταν να μην τρελαίνεσαι;».
«Κολυμπούσαμε, γελούσαμε, απολάμβανε την Ελλάδα. Δεν θέλω να πω ότι ήταν πατριώτης ή κάτι τέτοιο. Ηταν απλά ο τόπος του και τον αγαπούσε. Εδώ ένιωθε ωραία. Πόναγε όταν φύγανε στην Κατοχή, μου τα ‘χει διηγηθεί η μάνα μου, τον νόστο κι αυτή τη συγκίνηση όταν γυρίσανε στον τόπο του, στους φίλους του –κι ας είχε πικραθεί από τον τόπο του, υπάρχει Ελληνας που να μην έχει πικραθεί;». Οταν πήρε το Νομπέλ, «ο Βενέζης ήρθε από τους πρώτους να τον συγχαρεί. Αλλοι δεν του ευχήθηκαν καθόλου».
Στη Σκύρο τον αναζήτησαν για να τον αποχαιρετήσουν δυο άνθρωποι που έφευγαν κρυφά από την Ελλάδα γιατί τους κυνηγούσαν. «Ο Γιώργος ήταν όλο δέος, είχε ανησυχία, τον είχε πειράξει πάρα πολύ αυτή η ιστορία. Μου κρατούσε το χέρι και μου έλεγε «Βρε Αννούλα μου, δεν μπορώ να πιστέψω ότι είναι νέα παιδιά μέσα στις φυλακές και τα χτυπάνε». Τα είχαμε μάθει όλα. Φριχτά πράγματα. Τώρα που τα σκέπτομαι, λέω είναι δυνατόν να περάσαμε κι αυτόν τον εφιάλτη! Κι έκανε εκείνη τη δήλωση τότε. Κι από τότε που την έκανε μας έβαλαν απ’ έξω απ’ το σπίτι έναν με πολιτικά να παρακολουθεί, και δεν έφευγε. Στο τέλος άφησαν τον Σεφέρη να πάει στην Αμερική. Κάθησε στο Πρίνστον με τον Κίλι σχεδόν μισό χρόνο, για να ξεσκάσει».
«Στον μεγάλο έρωτα με τη μάνα μου ήταν στην Αίγινα. «Εχετε δει ανατολή από το όρος της Αίγινας;» τον ρώτησε εκείνη. «Κυρία μου, εγώ πριν από τις δώδεκα δεν έχω ξυπνήσει ποτέ» της απάντησε ο Σεφέρης. «Τι θα λέγατε αν σας πήγαινα εγώ;». Και τον πήρε να πάνε να δουν την ανατολή. Η μάνα μου κυκλοφορούσε ξυπόλυτη. Εκείνη την εποχή οι γυναίκες δεν έβαφαν τα νύχια τους με έντονα χρώματα. Ηταν βαμμένα λοιπόν τα νύχια των ποδιών της με ένα χρώμα απαλό, ιριδίζον, σαν το εσωτερικό του κοχυλιού. Περπατούσαν στο χώμα της Αίγινας, μια λεπτή σκόνη σαν ταλκ, περπατούσαν, περπατούσαν κι εκείνος μουρμούριζε. «Τι λέτε τόση ώρα;» τον ρώτησε. «Ακουγα τι έλεγε», μου είπε η μάνα μου αργότερα, «έκανε στίχους: Des perles qui marchent dans la poussière». Mαργαριτάρια που περπατάνε μέσα στη σκόνη, στο χώμα της Αίγινας, τα νύχια της».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ