Ο Γιώργος δεν ήταν μόνον ο μεγάλος αδελφός που, όταν ήμουν μικρή, με προστάτευε από τις κακοτοπιές. Ηταν και o πνευματικός ταγός μου. Χάρη σε αυτόν –παρότι «κατ’ οίκον διδαχθείσα» –γεύθηκα από πολύ νέα τους θησαυρούς της κλασικής παιδείας, ελληνικής και ευρωπαϊκής. Αυτός μου πρωτοδιάβασε Καβάφη και Κιτς, μέσω εκείνου γνώρισα από κοντά τους σημαντικότερους συγγραφείς της γενιάς του ’30. Από τότε που πέθανε ο αδελφός μου (1905-1966), κρατώ το αρχείο του στο σπίτι μου, στην οδό Σκουφά, ανοιχτό για τους νέους ερευνητές που ενδιαφέρονται να το μελετήσουν. Αναμνήσεις; Πολλές. Πρώτα απ’ όλα από τα παιδικά χρόνια, όταν ζούσαμε στην Πόλη.
Στα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου (1914-1918), πηγαίναμε οικογενειακώς για διακοπές στα Πριγκιπόννησα. Η διαδρομή με το καραβάκι βάσταγε δυο ώρες: Πρώτη, Αντιγόνη, Χάλκη, Πρίγκιπος. Ο πατέρας πήγαινε κάθε πρωί στο γραφείο και γύριζε αργά το απόγευμα. Η μητέρα, ο Γιώργος κι εγώ τον υποδεχόμασταν συνήθως στην αποβάθρα.
Στον λόφο του Χριστού, στην Πρίγκιπο, σ’ ένα πευκόφυτο δάσος, υπήρχε ένα μοναστήρι που, στον 20ό αιώνα, είχε ξεφύγει από τον αρχικό προορισμό του. Μαζί με τρία-τέσσερα νεότερα κτίσματα, είχε γίνει τόπος παραθερισμού. Δίπλα στην εκκλησία ήταν ένα νεκροταφείο, παρατημένο από καιρό. Σ’ ένα από τα «παιδικά» διηγήματά του ο Γιώργος περιγράφει τα τρελά παιχνίδια της παρέας του ανάμεσα στους τάφους: «Ξέραμε απ’ έξω την τοποθεσία όλων σχεδόν των τάφων και τους νεκρούς τούς λέγαμε με τα μικρά τους ονόματα. Σε κείνην τη γωνιά καθότανε η Μελπομένη, δίπλα της η Ευγενία, παρακάτω ήταν ο Αναστάσιος, στην αντικρινή γωνιά ο Γεράσιμος. Ξέραμε απάνω-κάτω και την ηλικία του καθενός. […]. Πηδούσαμε απάνω από τα μνήματα, σκαρφαλώναμε στους τοίχους και στους κορμούς των κυπαρισσιών, κυλιόμασταν στα χορτάρια, αναστατώναμε τον κόσμο των νεκρών με τα τρεξίματα, τις φωνές μας, τα γέλια μας και καμιά φορά τα κλάματά μας, όταν γινότανε καβγάς» (Ο κήπος με τα κυπαρίσσια, 1937).
Σ’ εκείνη την ηλικία, η διαφορά ανάμεσα στον Γιώργο και σε εμένα ήταν μεγάλη, έξι ολόκληρα χρόνια. Ετσι, τα αγόρια δεν με καταδέχονταν. Οπως έγραφε ο Γιώργος, «υπήρχαν κάτι πολύ μικρά κοριτσάκια που μας ακολουθούσαν με πολύ κόπο […] και που δεν τα θεωρούσαμε μέλη της συντροφιάς».
Παρότι οι αναμνήσεις μου από κείνα τα χρόνια είναι αμυδρές, θυμάμαι –θα ήταν το 1917 –τον Γιώργο στη Χάλκη, να πηδά από τα κεραμίδια της εκκλησιάς της μικρής μονής του Αρσενίου, να με αρπάζει από το χέρι και να με τραβολογά στο δάσος, για να μην τον μαρτυρήσω στον πατέρα Κωνστάντιο, που τον είχε αντιληφθεί. Ο τελευταίος επρόκειτο να εμπνεύσει στον Γιώργο τον Παπασίδερο της Αργώς, τον πιο δυνατό, όπως πίστευε, τύπο του μυθιστορήματος.
Το πρωί δικηγόρος, το βράδυ μποέμ


Μετά ήρθαν ο ξεριζωμός και η εγκατάσταση στην Αθήνα, με τον Γιώργο να σπουδάζει νομικά και εμένα να αρχίζω να καταλαβαίνω τον κόσμο σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Αλλοι άνθρωποι, άλλες συνήθειες. Μετά τη Λωζάννη, όπου τον είχε φωνάξει ο Βενιζέλος ως εμπειρογνώμονα της ελληνικής αντιπροσωπείας, ο πατέρας ξανάρχισε τη δικηγορία σε γραφείο που νοίκιασε στην οδό Βαλαωρίτου. Τη μητέρα, που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Πόλη, την έτρωγε η νοσταλγία.
Ο Γιώργος προσαρμόστηκε στην καινούργια ζωή ταχύτερα απ’ όλους. Μπλέχτηκε τότε με τη Φοιτητική Συντροφιά και, επί δικτατορίας Παγκάλου, παρ’ ολίγο να τον διώξουν από το Πανεπιστήμιο. Τον υπερασπίστηκε τότε, μαζί με τρεις-τέσσερις ακόμη συμφοιτητές του, ένας καθηγητής τους, ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος. Τελειώνοντας τη Νομική, έφυγε για το Παρίσι. Στη Γαλλία τον συναντήσαμε το καλοκαίρι του 1928. Τον θυμάμαι να χοροπηδά στο κρεβάτι του ξενοδοχείου σαν παιδί, όταν έφτασε η είδηση ότι ο Βενιζέλος κέρδισε τις εκλογές.
Αφού πέρασε τον επόμενο χειμώνα στο Λονδίνο, γύρισε στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1929. Το πρωί βοηθούσε τον πατέρα στο γραφείο και το βράδυ ασχολούνταν με τα δικά του. Τον Νοέμβριο του 1929 εξέδωσε το Ελεύθερο πνεύμα -που θεωρήθηκε το μανιφέστο της γενιάς του ’30 –με το ψευδώνυμο Ορέστης Διγενής. Ηταν μόλις 24 χρονών. Οπως έγραφε σ’ έναν παλιό του φίλο, το πρωί θα ήταν ο Γιώργος Θεοτοκάς, ένας άψογα ντυμένος σοβαρός επαγγελματίας, και το βράδυ ένας εντελώς διαφορετικός τύπος, ένας συγγραφέας-μποέμ, ο οποίος θα διήγε «έκλυτο βίο». Το σχέδιο του το χάλασε τότε ο Σπύρος Μελάς, που αποκάλυψε τη διπλή ταυτότητά του.
Φύση, πολιτισμός και φινέτσα στο Αιγαίο


Τα νησιά του Αιγαίου από πολύ νωρίς, πολύ προτού καθιερωθούν ως τα κατ’ εξοχήν σύμβολα της ελληνικότητας, συμπύκνωναν για τον Γιώργο ό,τι πιο όμορφο, πιο υψηλό και πιο φινετσάτο μπορούσαν να δώσουν η φύση και ο πολιτισμός. Στην «Επιστολή σε μια φίλη επαρχιώτισσα», το αιγαιοπελαγίτικο Νησί μιλούσε: «Είμαι όλο φως, νιότη, χαρά και ελευθερία […]. Πιο μακριά, ολόγυρά μου, σεισμοί και καταποντισμοί, κόσμοι γεννιούνται, κόσμοι πεθαίνουν. Εγώ δεν σκοτίζομαι για τίποτα. Καμαρώνω τα λευκά πανιά που καθρεφτίζονται στα νερά μου, τα αγόρια και τα κορίτσια που φιλιούνται μέσ’ στα αμπέλιά μου, και γελώ με τα βαριά και μάταια κονταροχτυπήματα των ανθρώπων και των θεών. Είμαι ο αιθέριος πύργος απάνω από τις φουρτούνες. Είμαι πάντα Εγώ…» (Ωρες αργίας, 1931).
Το απόσπασμα αυτό από τις Ωρες αργίας το πρόσεξε πολύ νωρίς ο Οδυσσέας Ελύτης. Οπως σημείωνε στο Χρονικό μιας δεκαετίας, ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε «να προσπαθεί κάποιος να συνειδητοποιήσει ένα πνεύμα γενικότερο που αφορούσε τη θαλασσινή φυσιογνωμία της Ελλάδας». Ηταν η πρώτη φορά που ένιωθε ότι το πνεύμα αυτό «τροφοδοτημένο από τη μόνη γνήσια προσωπική μου εμπειρία –με πλημμύριζε και ζητούσε με χίλιες δυνατότητες εναλλαγής να βρει την έκφρασή του στη γλώσσα της σημερινής ευαισθησίας, το καινούριο ποιητικό ιδίωμα. -Αυτός ήταν ο Θεοτοκάς που τώρα σιγόπινε αντίκρυ μου ένα κονιάκ και φοβέριζε τον Πελοποννήσιο Κατσίμπαλη με τους Αιγαιοπελαγίτες. Κι ήμασταν αλήθεια όλοι μας εκεί: η Σάμος, η Χίος, η Μυτιλήνη, η Ιωνία[…]» (Ανοιχτά χαρτιά, 1974).
Ετσι, αν και για δυο σχεδόν δεκαετίες δεν καταφέραμε να κάνουμε διακοπές μαζί με τον Γιώργο, το Αιγαίο μας ένωνε κάθε καλοκαίρι. Να θυμίσω από την Αργώ την πιο γνωστή ίσως από τις «Σημειώσεις» του Λάμπρου Χρηστίδη, του «φιλοσόφου» της φοιτητικής παρέας: «Μια βάρκα που ψαρεύει ανάμεσα στην Πάρο και τη Νάξο μ’ ενδιαφέρει ασύγκριτα περισσότερο παρά μια νέα επανάσταση, μια νέα μόδα ή μια νέα αισθητική στην Ευρώπη, μια νέα μηχανή στην Αμερική, μια νέα μυστικοπάθεια στην Ασία. –Γαλήνη! Γαλήνη!» (1936).
Με τον Γιώργο ξανακάναμε διακοπές μαζί, το καλοκαίρι του 1939. Βρεθήκαμε για παραπάνω από έναν μήνα στο εξοχικό σπιτάκι μας στον Εμπορειό της Χίου. Εκείνος έγραφε τον Λεωνή κι εγώ ζωγράφιζα όλη μέρα. Πήγε τότε στη Βέσσα, την Ελάτα και τα άλλα Νοτιόχωρα με μουλάρι. Να τι σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Ρομαντισμός των ταξιδιών με μουλάρι. Χτες δέκα ώρες στο σαμάρι. Αφήνεις το τοπίο να σε γεμίζει σιγά-σιγά, εντυπώνεται μέσα σου βαθύτερα παρά στα ταξίδια με τα συνηθισμένα μέσα. Χορταίνεις τις ευωδιές του βουνού, τα παιχνίδια του φωτός, τα χρώματα, τη σελήνη, την αστροφεγγιά» (Τετράδια ημερολογίου, εγγραφή 31.7.1939).
Το βράδυ, μου διάβαζε τα κείμενά του και του έδειχνα τους πίνακές μου. Τότε ήταν που με παρέσυρε στη «vie contemplative», παροτρύνοντάς με να διαβάσω Alain και Charles Morgan. Κάποτε μας έπιαναν μεγάλες φλυαρίες, άλλοτε πάλι απολαμβάναμε σιωπηλοί τη φύση. Λίγο μετά ήρθε ο πόλεμος και άλλαξε η ζωή μας…

Επιστολές από τις Κυκλάδες
Στη δεκαετία του 1930 ο Γιώργος ανακάλυψε το Αιγαίο και ειδικά τις Κυκλάδες. Σχεδόν κάθε καλοκαίρι, γύρω στα τέλη Ιουλίου, ξεκινούσε πότε για την Τήνο, τη Μύκονο και τη Σαντορίνη, πότε για την Πάρο, τη Νάξο και τη Νιο. Εκεί, περισσότερο σχεδίαζε τα μυθιστορήματά του παρά έγραφε.
Οπως σημείωνε στο Ημερολόγιο της Αργώς, «ο Παύλος Σκινάς, η Ολγα Σκινά, ο Λάμπρος Χρηστίδης, ο Δημητρός Μαθιόπουλος, η θεία Λουκία, ο Παυσανίας Τσακίρογλου γεννήθηκαν στις Κυκλάδες το καλοκαίρι του 1931. Ενα χρόνο αργότερα, πάλι στις Κυκλάδες πήρε σάρκα και οστά ο Παπασίδερος και ταυτόχρονα γεννήθηκαν όλοι οι πολιτικοί και στρατιωτικοί του πρώτου μέρους […]».
Κάθε χρόνο, ανταλλάσσαμε γράμματα γύρω στον Δεκαπενταύγουστο: εγώ, ως Μαρία-Ελένη, είχα τη γιορτή μου στις 15 του μηνός και εκείνος τα γενέθλιά του (με το παλιό ημερολόγιο) στις 14. Καθ’ ότι εκείνα τα χρόνια δεν είχε τακτικά δρομολόγια, οι περιπλανήσεις του ήταν σε μεγάλο βαθμό τυχαίες. Ετσι, το 1932, μας έγραφε από τη Μύκονο, όπου μόλις είχε εγκατασταθεί σ’ ένα δωμάτιο: «Στη Σύρα έμεινα δυο μέρες. Η πόλις μου άρεσε, όχι όμως κι οι εξοχές της. Σήμερα το πρωί έφθασα εδώ και η κ. Ε.Β. με εγκατέστησε σα να ήμουν ο πρίγκιψ της Oυαλίας. Εχω μια μεγάλη κραββατοκάμαρα, ένα boudoir, μια βεράντα και μια chambre de débaras […]. Στη Σύρα επίσης έτυχα πριγκιπικών περιποιήσεων, χάρις εις ένα γκαρσόνι από το Μακρίκιοϊ της Πόλης, που με μεταχειρίσθηκε σαν συγγενή του από τη στιγμή που έμαθε πως είμαστε πατριώτες. Κανείς να μην ανησυχεί για την τύχη μου. Περνώ καλά». (18.8.1932).
Αλλοτε πάλι, εμείς ταξιδεύαμε κι εκείνος μάς έγραφε τα νέα του από την Αθήνα, όπως το 1933, όταν μου ανήγγειλε την έκδοση του πρώτου μέρους της Αργώς: «Αγαπητή μου Sorellina, Tα γράμματά σου μ’ ευχαριστούν πάρα πολύ και τα νάζια σου με διασκεδάζουν. Ολα όσα μου γράφεις είναι εν τάξει. Τα εγκρίνω. Οταν έρθετε, θα σας παραδώσω και κάποιο βιβλίο ενός γνωστού σας συγγραφέως, που τυπώθηκε και κυκλοφορεί κατά τις 10 Οκτωβρίου εις του κ. Δημαρά. Είναι ένα βιβλίο έξω-φρενών και άνω-ποταμών. Η σοβαρότης μου πάει περίπατο. Σιχάθηκα πια τη σοβαρότητά μου. Ολοι οι άνθρωποι που με πήραν στα σοβαρά θα σταυροκοπιούνται. Ακόμη και για το φίλο μας Φορτούνιο [δηλαδή τον Σπύρο Μελά] νομίζω πως il ne marchera pas. Σελίδες, αν αγαπάς, 370. Κι αυτό είναι το πρώτο μέρος της Αργώς. Εχει και συνέχεια…». (30.9.1933).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ