«Κοίτα τους πώς κρέμονται από τα χείλη μου. Κοίτα τους πώς κάθονται και με κοιτάνε. Περιμένουν την επόμενη κίνησή μου… Κοίτα τους, κοίτα τους…».
Καθισμένη στον καναπέ επί σκηνής, η Λένα Κιτσοπούλου απευθύνεται στους θεατές που παρακολουθούν την παράσταση στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου. Στο έργο με τον (άνευ λόγου, πλην κράχτη) μακροσκελή τίτλο «Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους, σε κατάσταση αμόκ ή Η ανουσιότητα του να ζεις» η ηθοποιός, που το έγραψε και το σκηνοθετεί, εκφράζει δυνατά τις σκέψεις της και συμπεριφέρεται σαν στο σπίτι της. Μιλάει για τον εαυτό της ή παίζει τον ρόλο της; Είναι η πρωταγωνίστρια του έργου της ή η ηρωίδα της ζωής της; Ειρωνεύεται και αυτοσαρκάζεται κρύβοντας επιμελημένα την αυταρέσκειά της ή απλώς κοροϊδεύει το κοινό της;
Μαζί με τον Γιάννη Κότσιφα υποδύονται δύο φίλους που πλήττουν και πνίγονται στην καθημερινότητα: βρίζουν, ανταλλάσσουν βωμολοχίες, μιλούν στο κινητό, μπαίνουν στο Διαδίκτυο, τσακώνονται και φθάνουν σε κάθε λογής ακρότητες. Ρεαλισμός και ωμή βία, σουρεαλιστικά στοιχεία και ψυχαναλυτικές εκμυστηρεύσεις: το πιο πρόσφατο έργο της Κιτσοπούλου δεν ξεφεύγει από τη θεματική ενός συνδυασμού αλήθειας και πρόκλησης, γνώριμης πια για εκείνους που την ακολουθούν τα τελευταία χρόνια.
Παιδί του Θεάτρου Τέχνης, μαθήτρια του Μίμη Κουγιουμτζή και του Γιώργου Λαζάνη, πρώτα ξεχώρισε με τα κείμενά της –κι ας ξεκίνησε να παίζει στο θέατρο από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Αργότερα, στα μέσα του 2000, άρχισε να σκηνοθετεί δικά της έργα ή να κάνει διασκευές –συνήθως συμμετέχει και η ίδια με μικρότερους ή μεγαλύτερους ρόλους. Ο μονόλογος της «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.Σ.» στάθηκε επισήμως η αφετηρία για τη θεατρική Λένα Κιτσοπούλου. Ηρωίδα της δεν είναι άλλη από μια γυναίκα σε ελεύθερη πτώση.
Ανατρεπτική και προκλητική, δεν άργησε να δημιουργήσει γύρω της έναν κύκλο υποστηρικτών και πολέμιων τους οποίους έδειξε πως ξέρει να συντηρεί. Επιλεκτικά περιθωριακή, απόμακρη, με ύφος και στυλ ηθελημένα ατημέλητο, χύμα, επέλεξε να κάνει το τίποτα σημαντικό. Τα θέματα που έβαλε στο στόχαστρο της πένας της ήταν αναμενόμενο να προκαλέσουν. Γι’ αυτό άλλωστε και επελέγησαν: η πατρίδα και τα ιερά εθνικά της σύμβολα («Αθανάσιος Διάκος»), η αθωότητα και τα κλασικά παραμύθια («Το πρώτο αίμα – Κοκκινοσκουφίτσα»), οι ρατσιστές και οι πατριδοκάπηλοι, η υποκρισία, η κοινωνία, η επαρχία («Ο Μουνής»), η αιμομιξία, η συζυγική πίστη («Ματωμένος γάμος»), η αθάνατη ελληνική οικογένεια. Υπερασπίστηκε τον κακό τον λύκο και τον αποτυχημένο άνδρα της σύγχρονης ελληνικής επανάστασης, την καταπιεσμένη γυναίκα και την πόρνη («Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.», «Γυναίκα της Πάτρας»). Διασκευάζοντας το «Χαίρε Νύμφη» του Ξενόπουλου αντικατέστησε τη ρομαντική ηρωίδα που παίρνει τον κατήφορο με ένα σύγχρονο αυτοκαταστροφικό πλάσμα.

«Η ελληνική οικογένεια είναι ένα τετράποδο που ζει εκτός ζωολογικού κήπου»
έγραφε, μεταξύ άλλων, σε ένα άρθρο της για τον ρατσισμό («Ελευθεροτυπία», Δεκέμβριος 2009), που προφανώς δεν πέρασε απαρατήρητο. «Οι Ελληνες μοιάζουν μεταξύ τους επειδή ακόμη δεν έμαθαν να ανακατεύονται με άλλες φυλές. Είναι ακόμη ρατσιστές και θέλουν να διαιωνιστεί η δική τους φάτσα, ο δικός τους κώλος, κι ας είναι δύο επί δύο. Η αιμομιξία δεν πειράζει. Δεν πρόκειται να γεννηθούν χειρότεροι βλάκες από αυτούς που ήδη υπάρχουν» συνέχιζε.
Με τη βία να πρωταγωνιστεί σε κάθε της έργο –λεκτική και σωματική -, τον θυμό να ξεχειλίζει από μέσα της και το αίμα να ρέει κατακόκκινο, λίγα πράγματα πλέον εκπλήσσουν στις παραστάσεις της. Δεδομένη η μουσική, με λαϊκά ή και ρεμπέτικα. Αναμενόμενοι οι ήρωες που βομβαρδίζουν το κοινό με περιττές βωμολοχίες, αναλύσεις εξαιρετικά προσωπικών στιγμών και φυσικά βρισιές. Πολλή κουβέντα για ερωτικές – σεξουαλικές πράξεις, πολλές σχετικές χειρονομίες. Αυτό που κάποτε έμοιαζε καινούργιο τώρα είναι παλιό, επαναλαμβανόμενο και κλισέ. Και λίγο εφηβικό. Και αν με τη γραφή και τη φωνή της ενίοτε γίνεται καθρέφτης και αποκρυπτογραφεί κομμάτια της ζωής, όσο περνάει ο καιρός, αυτό μετατρέπεται σε εμμονή και κουράζει. Δεν ανανεώνεται η Λένα Κιτσοπούλου ως σκηνοθέτρια ούτε εξελίσσεται ως θεατρική συγγραφέας. Οι δουλειές της εκπέμπουν μια όχι και τόσο δημιουργική αγωνία, μια παραληρηματική σύγχυση.
Και η απάντηση δεν μπορεί να ακούει στο αυτονόητο περί εποχής που τα έχει χαμένα. Η ίδια όμως μοιάζει να απολαμβάνει την επιτυχία και να δοκιμάζει συστηματικά τα όρια των οπαδών της με εύκολα πια για την ίδια τερτίπια. Ισως ήρθε η ώρα να επαναπροσδιοριστεί.

Η προστασία των ισχυρών φίλων
Με το Εθνικό και το Τέχνης, το ΚΘΒΕ και τη Στέγη, το Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας και του Νέου Κόσμου και κυρίως το Φεστιβάλ Αθηνών από τότε που το διευθύνει ο Γιώργος Λούκος, η Λένα Κιτσοπούλου έχει αποκτήσει ισχυρούς φίλους στον κόσμο της τέχνης. Οχι, κανείς από αυτούς δεν την επιβάλλει. Ολοι τους όμως την προστατεύουν, ίσως και να την κανακεύουν λίγο. Γιατί μέσα στην υπερεκτιμημένη και υπερεκτεθειμένη περσόνα της, που αρέσκεται στην πρόκληση για την πρόκληση, κρύβεται και μια ευαισθησία που γεννά στίχους όπως το «Είν’ η αγάπη φονικό που ζωντανό σ’ αφήνει» –γράφτηκε για την «Γκόλφω» του Νίκου Καραθάνου και μπήκε εμβόλιμα στο έργο του Σπυρίδωνος Περεσιάδη (Εθνικό). Και συγκίνησε.
Πάντοτε άλλωστε, κυρίως σε εποχές κρίσης, η τέχνη αναζητεί ποιοτικά άλλοθι μέσα από καλά οργανωμένα αντι-στάρ πρότυπα. Και η Λένα Κιτσοπούλου είναι αυτός ο συνδυασμός. Εχει και τρέλα και μελό και θυμό και τσαγανό. Η «Ανουσιότητα του να ζεις» παίζει κυρίως με τη σκοτεινή πλευρά της ζωής μας, μάλλον γιατί το μαύρο πουλάει πιο πολύ.
Σαν καθισμένη μπροστά στον καθρέφτη της η Λένα Κιτσοπούλου είχε δώσει τις δικές της απαντήσεις στο Ερωτηματολόγιο του Προυστ (lifo.gr, 29.10.2011): Ποιο εν ζωή πρόσωπο εκτιμάτε περισσότερο; «Τον εαυτό μου». Και όταν σηκώθηκε και γύρισε την πλάτη στον ίδιο αυτόν καθρέφτη και κυρίως στον ίδιο εαυτό, έδωσε άλλη μια απάντηση για τις πέντε λέξεις που τη χαρακτηρίζουν: «Εξυπνη, ταλαντούχα, δυστυχισμένη, καλή, ψώνιο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ