«Σε αυτά τα μεγάλα χρόνια, που τους θυμάμαι από τότε που ήταν τόσο δα μικρά· που θα ξαναγίνουν μικρά, αν περάσει αρκετός χρόνος, και που, επειδή στο βασίλειο της οργανικής ανάπτυξης μια τέτοια μεταμόρφωση είναι αδύνατη, προτιμάμε να τα ονομάζουμε πλούσια χρόνια και επίσης δύσκολα χρόνια· σε αυτά τα χρόνια που συμβαίνει αυτό ακριβώς που κανείς δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί και στα οποία πρέπει να συμβεί αυτό που κανείς πια δεν μπορεί να φανταστεί, κι αν ακόμη το φανταζόταν δεν συνέβαινε· […] σε αυτά τα χρόνια δεν πρέπει να περιμένετε ούτε μια λέξη από μένα. […] Αν έχει κάποιος κάτι να πει, ας κάνει ένα βήμα μπροστά και ας παραμείνει σιωπηλός». Με αυτό το κείμενο, δημοσιευμένο στις 5 Δεκεμβρίου 1914 στο βιεννέζικο περιοδικό «Die Fackel» από το οποίο επί δεκαπέντε χρόνια ασκούσε καταιγιστική κριτική ενάντια στην υποκρισία, τη στασιμότητα, τη διαφθορά, τον εθνικισμό, τον παγγερμανισμό και άλλες ασθένειες της Αυστροουγγαρίας των Αψβούργων, ο δημοσιογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ποιητής Καρλ Κράους (1874-1936) έσπαγε τη σιωπή του για το σφαγείο του «Μεγάλου Πολέμου».
Αυτό το αντι-μανιφέστο θα γινόταν ουσιαστικά η απαρχή του αποκαλυψιακού χαρακτήρα σατιρικού αριστουργήματός του «Οι τελευταίες μέρες του ανθρωπίνου γένους», το οποίο θα άρχιζε να γράφει από το 1915 για να δημοσιεύσει τελικά σε συνέχειες μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1919. Στα 100 χρόνια από τη συγγραφή του, το εκτάσεως 800 σελίδων θεατρικό έργο αναβιώνει τόσο σε γερμανικές όσο και σε ξενόγλωσσες εκδοχές: το καλοκαίρι παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ του Σαλτσμπουργκ, το φθινόπωρο μια σύγχρονη «απάντηση» στον Κράους ανέβηκε στο Λονδίνο από τη θεατρική ομάδα Time Zone, ενώ τον Φεβρουάριο του 2015 «Οι τελευταίες μέρες» θα παιχθούν στα αγγλικά στο Oxford Playhouse της Οξφόρδης.
Ο Καρλ Κράους είναι γνωστός στην Ελλάδα περισσότερο ως όνομα του λαμπρού κύκλου διανοουμένων που παρήγαγε η Βιέννη των αρχών του 20ού αιώνα παρά ως σημαντικός λογοτέχνης. Ολιγοσέλιδες συλλογές του κυκλοφορούν («Ρήσεις και αντιρρήσεις», εκδόσεις Opera, «Αφορισμοί», εκδόσεις Στιγμή, «Αφορισμοί για την ψυχιατρική και την ψυχανάλυση», εκδόσεις Εκδοτική Θεσσαλονίκης), δίνοντας μια όψη του αφοριστικού του πνεύματος, όχι όμως μια ευρύτερη εικόνα της οπτικής του. Συγκρουσιακή προσωπικότητα με ιδιοσυγκρασιακή γραφή, ο Κράους χρησιμοποίησε το «Die Fackel» ως απόλυτο όχημα τέχνης, ελεύθερος από συμβάσεις λόγω της οικονομικής του ευχέρειας, σε βαθμό ώστε τα τεύχη να κυκλοφορούν σε ακανόνιστα διαστήματα, ανάλογα με τις προσωπικές του επιθυμίες.
Παρόμοια ελευθερία χαρακτηρίζει και τη σύλληψη των «Τελευταίων ημερών του ανθρωπίνου γένους», έργο που στέκεται επάξια πλάι σε αντιπολεμικά επιτεύγματα όπως το «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο» του Εριχ Μαρία Ρέμαρκ ή «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» του Γιάροσλαβ Χάσεκ αποκλίνοντας μάλλον παρά συγκλίνοντας με αυτά: κείμενο διαλογικής μορφής που χρησιμοποιεί αρχετυπικούς χαρακτήρες (κύρια πρόσωπα ο «Γκρινιάρης» και ο «Αισιόδοξος»), ενσωματώνει πηγές της εποχής, επίσημα κείμενα, προκηρύξεις, δημοσιεύματα του Τύπου, παίζει με τη γλώσσα («κυκλοφορούν φήμες στη Βιέννη ότι κυκλοφορούν φήμες στην Αυστρία») και την ιδεολογία (ο Κράους εξελίσσεται πολιτικά στην πορεία του από συντηρητικό αριστοκράτη σε υποστηρικτή της αβασίλευτης δημοκρατίας), αποβαίνει ένα είδος δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ της εποχής.
Απασιόδοξο σε σημείο κυνισμού, το πρωτοποριακό αυτό έργο αποτέλεσε έμπνευση μεταξύ άλλων για το «επικό θέατρο» του Μπέρτολτ Μπρεχτ –τον οποίο, φυγά από τους Ναζί το 1933, ο Κράους θα καλωσόριζε με απελπισμένη ειρωνεία για την επιλογή του προορισμού σε μια Αυστρία που τρέκλιζε πολιτικά: «τα ποντίκια επιβιβάζονται στο πλοίο που βυθίζεται».

HeliosPlus