Το όνομα του Τσιτσάνη συνυπάρχει ακατάστατα με τις πρώτες μου μνήμες. Μαζί με τα πρώτα τραγούδια και τα ονόματα μουσικών, φίλων του πατέρα μου, που μπαινόβγαιναν στο σπίτι μας. Τους πιο πολλούς μουσικούς τούς άκουγα στο σπίτι με το μικρό τους όνομα ή με το όνομα και το επίθετό τους. Μόνο ο Τσιτσάνης ήταν πάντα σκέτο, ο «Τσιτσάνης»! Νιώθω ακόμη μέσα μου αυτή την απορία: πώς αυτό το παράξενο όνομα, που ηχούσε μάλλον αστεία στ’ αφτιά μου, προξενούσε στους πάντες σεβασμό, θαυμασμό και απόλυτη αποδοχή. Επεφτε σαν βαρίδι! «Ο Τσιτσάνης… αυτό», «Ο Τσιτσάνης… εκείνο», «Μα τι λες, εδώ μέχρι και ο Τσιτσάνης!..», θυμάμαι τις συζητήσεις των μεγάλων. Ετσι πέρασε και στη συνείδησή μου. Ο ξεχωριστός, ο αγαπημένος, ο αρχηγός. Λίγο αργότερα, όταν άρχισα να μαθαίνω τα τραγούδια του, συνειδητοποίησα το πόσο σπουδαίος ήταν. Αρκούν όμως οι χαρακτηρισμοί και τα επίθετα «υπέροχος», «μοναδικός», «καταπληκτικός», «ξεχωριστός» όταν αναφερόμαστε στον Βασίλη Τσιτσάνη; Δεν θέλω με αυτό να υποτιμήσω τη συγκίνηση, την αγάπη, ακόμη και την ταύτιση του κόσμου με τα τραγούδια του που τα νιώθουν σαν μικρές προσωπικές ιστορίες! Αυτό το «πού με ήξερε εμένα αυτός ο άνθρωπος;», πηγαίο ερώτημα που γοήτευε πάντα τους απλούς ανθρώπους που ταυτίζονταν με τα τραγούδια του Τσιτσάνη.
Αλλαξε το ρεμπέτικο


Θέλω να αναφερθώ στη δύναμη και στη σπουδαιότητα που είχαν αυτά τα τραγούδια ώστε από τη δεκαετία του ’40 και μετά συνδέθηκαν απόλυτα με το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Να ξαναπώ εδώ πόσο σημαντικό και απαραίτητο είναι το να αποτιμηθεί και αμιγώς μουσικά το έργο του Τσιτσάνη, όπως και άλλων μεγάλων λαϊκών συνθετών, όπως συμβαίνει στη δυτική μουσική. Πρόσφατα ένας νέος μουσικός με μεγάλη ακαδημαϊκή κατάρτιση, ο Νίκος Ορδουλίδης, στη Μεγάλη Βρετανία, επέλεξε για διδακτορική διατριβή έπειτα από εισήγηση του άγγλου καθηγητή του το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη. Σ’ αυτή την έρευνα ο Ορδουλίδης εισάγει πολύ εύστοχα τον όρο «λαϊκή μουσικολογία» θέλοντας στην ουσία να συνδέσει τα διαφορετικά παιδεία ανάγνωσης της μουσικής του Τσιτσάνη μεταξύ τους: το μουσικό, το κοινωνικό και το ανθρωπολογικό. Η λαϊκή μουσικολογία είναι όρος δυστυχώς ξένος στη χώρα μας ενώ υφίσταται πολλά χρόνια στο εξωτερικό. Ετσι ο μουσικός λαϊκός πολιτισμός του οποίου βασικό πρόσωπο είναι ο Τσιτσάνης δεν έχει ακόμη τη θέση που του αξίζει.
Επανέρχομαι στην αναφορά στον Βασίλη Τσιτσάνη. Το έργο του θεωρείται εθνικός θησαυρός και είναι απόλυτα συνυφασμένο με την προσωπικότητά του. Το ανακαλύπτουμε όταν αποκωδικοποιούμε το πρόσωπο, το έργο και την ολοκληρωμένη παρουσία του στο σκηνικό της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ο Τσιτσάνης άλλαξε το ρεμπέτικο. Δεν έγραψε απλά πολύ καλά τραγούδια που έγιναν τεράστιες επιτυχίες και αγαπήθηκαν βαθιά, αλλά δημιούργησε στην ουσία, εμπλουτίζοντας στίχο και μουσική, ένα νέο είδος λαϊκού τραγουδιού. Είναι αυτό που αργότερα σε άλλη κρίσιμη ιστορική, πολιτική και κοινωνική στιγμή πρόσφερε με τη μουσική ιδιοφυΐα και το παράδειγμα της ζωής του ο Μίκης Θεοδωράκης.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο πολυγραφότερος και πολυτροπότερος λαϊκός συνθέτης και μουσικός, με 550 ηχογραφήσεις στο ενεργητικό του, δημιούργησε αυτό το νέο «σώμα» του λαϊκού τραγουδιού με τραγούδια που έγραψε στην Κατοχή, στον Εμφύλιο, τραγούδια που συντρόφευσαν στη δύσκολη ζωή του έναν ολόκληρο λαό, εξέφρασε την ανάγκη των λαϊκών ανθρώπων να ταυτιστούν με το αφήγημα του τραγουδιού, κέρδισε την αγάπη και το σεβασμό των συναδέλφων του, ανέδειξε νέους τραγουδιστές. Ο ίδιος ο Τσιτσάνης σε συνεντεύξεις του έχει επιχειρήσει να τονίσει αυτή την αλλαγή που γίνεται στο τραγούδι γύρω στο ’36. Το διαπίστωσα πρόσφατα διαβάζοντας το «Για μια βιβλιογραφία του ρεμπέτικου» του Κώστα Βλησίδη, όπου ο συγγραφέας αναφέρεται στη συνέντευξη του Βασίλη Τσιτσάνη τον Απρίλιο του ’83 στον «Ριζοσπάστη» με τίτλο «Τραγούδια με το αίμα της καρδιάς μας». (Ο Τσιτσάνης μεταξύ άλλων επιχειρεί περιοδόληγηση του ρεμπέτικου, όπου και επισημαίνει τη «διαχωριστική γραμμή του 1936 που το ρεμπέτικο τραγούδι παραδίδει τη σκυτάλη στο νεογέννητο λαϊκό. Από εδώ αρχίζει η χρυσή περίοδος του λαϊκού τραγουδιού και από εδώ μέχρι σήμερα εγώ μιλώ όχι για ρεμπέτικο, αλλά για λαϊκό τραγούδι».) Ηταν κάτι που με την ιδιότητά μου ως μουσικού το διαπίστωσα πολύ νωρίς. Ο Τσιτσάνης αναμόρφωσε μουσικά το τοπίο εισάγοντας τον πολιτικό στίχο στα τραγούδια του και διευρύνοντας μουσικά το υλικό του. Και μετά είναι η προσωπικότητά του.
Μίλησε στην ψυχή μας


Είναι αυτός για τον οποίο ο Τσαρούχης λέει «μας θυμίζει ότι έχουμε πολιτισμό», αυτός που «εξευγένισε», όπως λέει ο Στελλάκης Περπινιάδης, το ρεμπέτικο τραγούδι καθορίζοντάς το, κατά τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, «από κάθε πρόστυχο και χαμηλό»; Ποιος είναι αυτός, μαθητής του οποίου ο Μίκης Θεοδωράκης θεωρεί τιμή να λογίζεται; Θυμάμαι σαν τώρα την εμπνευσμένη ομιλία του στο Κατράκειο, όπου αναφερόμενος στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου είπε: «Αλλά εμείς είχαμε τον Τσιτσάνη!..». Τον Τσιτσάνη που πρώτος από όλους τους ρεμπέτες συμπεριλήφθηκε σε ανθολογία της ελληνικής ποίησης επαναπροσδιορίζοντας την καταγωγή και τη μοίρα του αληθινού λαϊκού τραγουδιού. Ποιος είναι αυτός ο ευαίσθητος μάγκας, «το παιδί των υπογείων ρευμάτων και της ρεμπετοσύνης», για τον οποίο ο Μάνος Χατζιδάκις λέει ότι «υπήρξε μεγάλος τον καιρό που δεν υποπτευόταν πως είναι μεγάλος»; Ποιος είναι αυτός ο επαναστάτης που κατόρθωσε να βγάλει το λαϊκό τραγούδι από το περιθώριο και να το εντάξει στη νέα κοινωνική πραγματικότητα της μετεμφυλιακής Ελλάδας; Είναι ο πιο δημοφιλής, ο πολυγραφότερος λαϊκός συνθέτης –πόσοι θυμούνται ότι ακόμη και η «Γερακίνα», που λογίζεται ιστορικό παραδοσιακό τραγούδι, είναι δική του; Θυμηθείτε πόσο συχνά όταν θέλουμε να εκφράσουμε ως λαός τη χαρά μας καταφεύγουμε στον Τσιτσάνη. Θυμηθείτε τη μουσική από το «Σήκωσέ το», το τραγούδι «Τα καβουράκια» δηλαδή, που αυθόρμητα τραγουδήσαμε όλοι μας στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου; Ενας απόστολος ήταν ο Τσιτσάνης που μίλησε κατευθείαν στην ψυχή μας, ανεξάρτητα από τη μόρφωση και την κοινωνική τάξη του καθενός. Ποιος είναι αυτός ο μοναδικός άνθρωπος; Χάνομαι στο μεγαλείο των τραγουδιών του, στους χαρακτηρισμούς, στα επίθετα. Τελικά μου φαίνεται ότι θα γυρίσω στην ασφάλεια της παιδικής μου μνήμης. Αυτός ο άνθρωπος είναι απλά ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ που τον αγάπησαν πολύ και πολλοί.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ