Το 2001 η Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών ενέταξε τη «Μελωδία της ευτυχίας» στην κινηματογραφική κληρονομιά της χώρας και την επέλεξε για διαφύλαξη στο Εθνικό Ληξιαρχείο Κινηματογράφου. Ο αντίκτυπος αυτής της ταινίας, που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της πριν από 50 χρόνια, εξακολουθεί να είναι πρωτοφανής, όπως άλλωστε και η αγάπη δισεκατομμυρίων θεατών ανά τον πλανήτη που δεν έχουν πάψει να υποκλίνονται μπροστά της.
Σκηνοθετημένη από τον Ρόμπερτ Γολυάιζ, συν-σκηνοθέτη του μιούζικαλ «West Side Story», «Η μελωδία της ευτυχίας», με τη συνδρομή της κατάλευκης εικόνας της κατάξανθης Τζούλι Αντριους, έγινε όχι απλώς ένα από τα πιο αγαπημένα κινηματογραφικά παραμύθια της ιστορίας του μέσου αλλά και μία από τις φαινομενικά πιο cult movies όλων των εποχών. Η ζαχαρένια, μελιστάλαχτη ιστορία της μοναχής Μαρίας (Αντριους) που λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταλείπει το μοναστήρι για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση των έξι ανυπάκουων παιδιών του χήρου ναυτικού Γκέοργκ φον Τραπ (Κρίστοφερ Πλάμερ) στα περίχωρα του Σάλτσμπουργκ είχε ξεκινήσει από την πραγματική ζωή. Η Βιεννέζα Μαρία Αουγκούστα Κουτσέρα (και αργότερα Φον Τραπ, αφού παντρεύτηκε τον κάπτεν) γεννήθηκε το 1905 και πέθανε το 1987. Υπήρξε η μητριά των Trapp Family Singers που έκαναν καριέρα στην Αμερική, όπου η οικογένεια μετανάστευσε τη δεκαετία του 1940. Επίσης είχε εκδώσει την ιστορία της σε βιβλίο. Αργότερα η ιστορία αυτή μεταπήδησε στη σκηνή του θεάτρου μέσω ενός μιούζικαλ των Χάουαρντ Λίντσεϊ – Ράσελ Κράους και η επιτυχία του άνοιξε στο έργο τον δρόμο προς την ασημένια οθόνη. Πρώτα με τη γερμανική ταινία «Die Trapp-Familie» του Βόλφγκανγκ Λιμπνάινερ (που μάλιστα είχε και συνέχεια, το «Die Trapp-Familie in Amerika») και μετά με μια υπέρλαμπρη παραγωγή του Χόλιγουντ η οποία ξεπέρασε κάθε προσδοκία.
Οταν η Τζούλι Αντριους έπαιξε τη Μαρία στη «Μελωδία της ευτυχίας» είχε μόλις κερδίσει (με την πρώτη μάλιστα υποψηφιότητά της) το Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου για την πιο καλοπροαίρετη μάγισσα του θεάματος, καμία άλλη από τη «Μαίρη Πόπινς». Η ταινία είχε επίσης σημειώσει τεράστια επιτυχία, αλλά το παράδοξο είναι ότι εκείνη την περίοδο το γεγονός ότι η Αντριους δεν ήταν ακόμη μεγάλο όνομα συνέβαλε στο να μην μπορέσει να επαναλάβει στον κινηματογράφο την Ελίζα της στην «Ωραία μου κυρία», την πρώτη τεράστια επιτυχία της στο θέατρο (η ταινία γυρίστηκε από τον Τζορτζ Κιούκορ την ίδια εποχή με τη «Μαίρη Πόπινς» και, όπως η «Πόπινς», παίχτηκε στις αίθουσες το 1964). Σαν να μην έφταναν αυτά, η Τζούλι Αντριους παραλίγο να απορρίψει τον ρόλο της Μαρίας της «Μελωδίας» ακριβώς επειδή θεωρούσε ότι είχε ομοιότητες με τη Μαίρη Πόπινς.
Αν η «Μαίρη Πόπινς» έγινε επιτυχία, αυτό που ακολούθησε με την επιτυχία της «Μελωδίας της ευτυχίας» αποκτά διαστάσεις απόλυτου θριάμβου. Στατιστικές αναφέρουν ότι, αν δεν υπήρχε ο παράγοντας του πληθωρισμού, η «Μελωδία της ευτυχίας» ενδεχομένως να ήταν η εμπορικότερη κινηματογραφική ταινία όλων των εποχών. Αρκεί να πούμε ότι μέσα σε δύο μόλις χρόνια από την παρουσίασή της στις αίθουσες κατάφερε να αποφέρει στους παραγωγούς της περισσότερα χρήματα ακόμη και από το μεγαλύτερο χρυσωρυχείο του Χόλιγουντ εκείνη την εποχή, το «Οσα φέρνει ο άνεμος».
Μόνο ένας ανόητος πεισματάρης δεν θα παραδεχόταν το ολοφάνερο: η «δαντελένια», παραμυθένια ατμόσφαιρα της ιστορίας, το φυσικό τοπίο με τα καταπράσινα λιβάδια και τον καταγάλανο ουρανό που περικυκλώνει τις Αυστριακές Αλπεις (σε αντιπαράθεση με το γκρίζο περιβάλλον του πολέμου), το γεγονός ότι παίζουν πολλά παιδάκια και πάνω απ’ όλα η Αντριους στον ρόλο της αγγελικής γκουβερνάντας που με μια κιθάρα τους έπειθε πώς να γίνουν (και να γίνουμε) καλύτεροι άνθρωποι είναι στοιχεία που φτάνουν και περισσεύουν αν θελήσει κάποιος να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους «Η μελωδία της ευτυχίας» έγινε φαινόμενο.
Και δεν χρειάζεται καν να αναφερθείς στα άλλοτε χαρωπά και άλλοτε μελαγχολικά τραγουδάκια των Χάμερστιν και Ρότζερς ή τους ηλίθιους ναζιστές που πιάνονται κορόιδα και την κιθάρα της Αντριους ενώ τραγουδάει τα «My favorite things», «Edelweiss» και φυσικά το τραγούδι του τίτλου της ταινίας, «The sound of music».
Δεν ήταν ωστόσο η Αντριους που κέρδισε το Οσκαρ στη «Μελωδία της ευτυχίας», παρότι υποψήφια. Ισως επειδή είχε προηγηθεί το βραβείο της για τη «Μαίρη Πόπινς» στην ακριβώς προηγούμενη απονομή. Ωστόσο «Η μελωδία της ευτυχίας» έφυγε χορτασμένη από την απονομή της 18ης Απριλίου 1966: Οσκαρ καλύτερης ταινίας, καλύτερης σκηνοθεσίας, καλύτερου ήχου, καλύτερου μοντάζ και καλύτερης μουσικής (Ερβιν Κοστάλ) ενώ ήταν υποψήφια στις κατηγορίες καλύτερου Α’ γυναικείου ρόλου (Αντριους), καλύτερου Β’ γυναικείου ρόλου (Πέγκι Γουντ), καλύτερης έγχρωμης φωτογραφίας (Τεντ Ντ. Μακ Κορντ), καλύτερων σκηνικών για έγχρωμη ταινία και καλύτερων κοστουμιών για έγχρωμη ταινία (Ντόροθι Τζένκινς).
Η κινηματογραφική «Μελωδία της ευτυχίας» έγινε με το σπαθί της μύθος και διατηρήθηκε ζωντανός από γενιά σε γενιά, από στόμα σε στόμα, λες και ήταν όχι απλώς απαραίτητο αλλά επιβεβλημένο από τους γονείς να μεταφέρουν στα παιδιά τους την παράδοσή της. Λες και αυτοί που την είδαν τότε συνυπέγραψαν ένα σιωπηρό συμβόλαιο να διατηρήσουν πάση θυσία τη «Μελωδία της ευτυχίας» μέσα στην κατάψυξη της αιωνιότητας.
ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ

  • 26 .1.1905 Γεννιέται σε ένα τρένο με προορισμό τη Βιέννη η Μαρία Αουγκούστα Κουτσέρα (Φον Τραπ), το πρόσωπο που ενέπνευσε την ιστορία της «Μελωδίας της ευτυχίας» και υποδύθηκε η Τζούλι Αντριους.
  • 16.10.1959 Ανοίγει στο Μπρόντγουεϊ το θεατρικό μιούζικαλ με τη Μέρι Μάρτιν στον ρόλο της Μαρίας.
  • 2.3.1965 Ανοίγει στη Νέα Υόρκη η κινηματογραφική ταινία του Ρόμπερτ Γουάιζ.
  • 28.3.1987 Πεθαίνει στο Βερμόν των Ηνωμένων Πολιτειών η Μαρία φον Τραπ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ