Η αντοχή των ιδεών φαίνεται από την αέναη δυνατότητά τους μέσα στον χρόνο να γονιμοποιούν καινούργιες σκέψεις. Και η χειρ του σπουδαίου Κυδωνιαίως –είτε γράφει είτε ζωγραφίζει –συνεχίζει να γονιμοποιεί μέσα στα κεφάλια των μετέπειτα δημιουργών το συνεχώς αναγεννώμενο, πάντα με οδύνες, ελληνικό βλέμμα. «Ο Κόντογλου μου ‘δωσε το νήμα του λαβύρινθου όπου με είχαν ρίξει οι δυο κόσμοι που από πολύ μικρό παιδί κατάλαβα πως υπήρχαν στην Ελλάδα: Ανατολή και Δύση. Ευρώπη και Ελλάς. Αλλος διαχωρισμός».

Ποιος μπορεί να το διατυπώσει πιο απλά εκτός από τον πλέον επιφανή μαθητή του Κόντογλου, τον Γιάννη Τσαρούχη; Και μόνο γι’ αυτό η αντοχή των ιδεών του πρόσφυγα από το Αϊβαλί θα ήταν εξασφαλισμένη. Αλλά οπωσδήποτε υπάρχει και συνέχεια. Συνεχίζει ο Τσαρούχης: «Πολύ αργότερα κατάλαβα πως πολλοί διχασμοί ήταν παγκόσμιοι, άσχετα αν αλλού ήταν πολύ αισθητοί κι αλλού λιγότερο. Το αληθινό έργο του καλλιτέχνη είναι να ξεχωρίζει, ν’ απορροφά, ν’ αμύνεται, να υψώνει την ελευθερία που τσακίζουν κάθε τόσο οι αφόρητοι ανταγωνισμοί». Παράξενο να έχουν βγει όλα αυτά από έναν φανατικό δάσκαλο.

Παράξενο; Ο Φώτης Κόντογλου καταγόταν από έναν τόπο που ήταν στημένος ως αυτοκρατορία, ως παγκοσμιοποίηση παλαιού τύπου, και όταν οι Ευρωπαίοι αποφάσισαν να τον μετατρέψουν σε εθνικό κράτος του έδωσαν πακέτο και την αισθητική τους. «Ηταν φανατικός, πολεμούσε να φανατίσει, ήταν ένα τεντωμένο νεύρο» γράφει ο Ηλίας Βενέζης που τον γνώριζε καλά. Και ο ίδιος ο Κόντογλου θα πει: «Εμαθα να βλέπω με το μάτι του αγριμιού που ζει μέσα στη μεγάλη λευτεριά του Θεού». Και ο ζωγράφος Τάσος Μαντζαβίνος θα πει: «Με έχει συγκλονίσει η ανδραγαθία του, η πίστη του, το πάθος του, η σιγουριά του γι’ αυτό που κάνει».
Πάλι ο Ηλίας Βενέζης είναι ο πλέον παραστατικός να μας εισαγάγει στην ατμόσφαιρα του Κόντογλου: «Ανακάτευε σε ό,τι έλεγε ιστορίες του Εντγκαρ Αλαν Πόε, και πορτουγέζικα λιμάνια, και βυζαντινούς αγίους, και Δομήνικο Θεοτοκόπουλο και Αϊβαλιώτες καλόγερους και κοντραμπατζήδες. (…) Ο λόγος του Κόντογλου, ο ψαλμός του, η γραφή του, η ζωγραφική του έχουν γίνει με τη ζωή του, την πράξη του ρυθμός ένας». Και όλα αυτά γιατί; Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή που ο Κόντογλου ήπιε ως και την τελευταία σταγόνα πίκρας, οι φωτισμένοι δημιουργοί κοίταξαν με το αστραποβόλο βλέμμα του αγριμιού τους ορίζοντες της ελληνικότητας και άνοιξε ο καθένας με τον τρόπο του το δικό του μονοπάτι που θα πορευτεί προς τα εκεί. Ο Κόντογλου χάραξε με λέξεις, γραμμές και χρώματα το καταδικό του μονοπάτι, χωρίς ελιγμούς και άρα πιο δύσβατο από εκείνο της περίφημης γενεάς του 30. Στο τέλος όμως οδήγησαν όλα τα μονοπάτια στα μεγαλόπρεπα επιφάνια των αγίων και των μαρτύρων. Ο χρόνος και η προσπάθεια στρογγύλεψαν τα γωνιώδη πρόσωπά τους, χωρίς να χάσουν την ψυχή τους και την αγιοσύνη τους. Και ο ίδιος ο Κόντογλου βαπτίστηκε στο κέντρο της δυτικής τέχνης, το Παρίσι, προτού καταλήξει να επιστρέψει πίσω στην Ανατολή, στην Ιωνία, και εκκινήσει το ταξίδι του πάλι από την αρχή: «Για μένα ο καλλιτέχνης» έγραφε «έχει τη ζωηρή εντύπωση πως ζει μέσα στο άπειρο. Ετσι μονάχα βγαίνει όξω από τα στενά σύνορα της εποχής και της πατρίδας και υψώνεται στον μοναδικό τόπο που ζει μες στον αιθέρα της απόλυτης ελευθερίας». Σε αυτά ο Ιωάννης Μόραλης είδε την ουσία του Κόντογλου: «Είχε ένα πνεύμα ευρωπαϊκό αφού είχε επηρεαστεί από το ευρωπαϊκό ρεύμα της επιστροφής στις πηγές, στις ρίζες». Για να προσγειωθεί βέβαια στη γη και να πάρει δυνάμεις και ιδέες. Γράφει στο έργο του «Εκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας»: «Αλλά και η ευωδιά όπου βγαίνει από τα γεώδη χρώματα, όταν μουσκευθούν και σμίξουν με τον ασβέστην, είναι πάντερπνος, όπως εκείνη οπού διαχύνεται κατά τα πρωτοβρόχια εις το βουνόν όταν μουσκευθεί το αγνόν χώμα και οι κλάδοι των αγρίων δένδρων».
Ηταν όντως δημιουργική και τερπνή, όπως τα πρωτοβρόχια, η παρουσία του Κόντογλου στη διαμόρφωση του νέου, ενεργητικού, ελληνικού βλέμματος. «Μας θύμισε το ελληνικό βλέμμα που είχαμε ξεχάσει» λέει ο Τάσος Μαντζαβίνος. «Και τέτοιο βλέμμα είναι αυτό που έχει ενσωματωμένη τη μνήμη. Κι αν χάσεις τη συλλογική μνήμη σου, τότε δεν έχεις σημείο αναφοράς. Τι προσωπικό στυλ να αναπτύξεις; Πριν από τον Κόντογλου είχαμε φτάσει ως το σημείο του ευνουχισμού. Να σιχαινόμαστε τον εαυτό μας, την ίδια μας την κουλτούρα. Και αυτό συμβαίνει και τώρα. Πάλι αυτό το πόνεμα». Γι’ αυτό το πνεύμα του Κόντογλου δεν έχασε ποτέ την ευωδιά της νοτισμένης γης και την ικανότητα δημιουργίας σύγχρονων ιδεών. Γιατί έρχεται και επανέρχεται. Και κάθε φορά πηγαίνει και ένα βήμα παρακάτω στη νεωτερικότητα, πιο ανανεωμένο και ακόμη πιο σίγουρο για τον εαυτό του. Κι όλο και φωνάζει πιο δυνατά ότι είναι ένα αδιάσπαστο νήμα που έρχεται από το παρελθόν και συνεχίζεται στο μέλλον.
ΣΤΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ

  • 1895: Γεννιέται στο Αϊβαλί της Ιωνίας.
  • 1913: Εγγράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δασκάλους τους Βικάτο, Γερανιώτη, Ροϊλό και Καλούδη.
  • 1914-15: Διακόπτει τις σπουδές του και ταξιδεύει στην Ευρώπη.
  • 1919: Επιστρέφει στο Αϊβαλί και συνεργάζεται με τους Ηλία Βενέζη και Στρατή Δούκα.
  • 1920: Εκδίδει το «Pedro Cazas», το πρώτο του βιβλίο.
  • 1922: Ερχεται πρόσφυγας στην Αθήνα.
  • 1923: Πηγαίνει στο Αγιον Ορος και γνωρίζει τη βυζαντινή ζωγραφική.
  • 1924-1958: Εκδίδει βιβλία, αγιογραφεί εκκλησίες και πραγματοποιεί εκθέσεις ζωγραφικής.
  • 1960: Του απονέμεται ο Ταξιάρχης του Φοίνικος. Βραβεύεται από την Ακαδημία Αθηνών η δίτομη «Εκφρασις Ορθοδόξου Αγιογραφίας».
  • 1965: Τιμάται από την Ακαδημία με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Πεθαίνει στην Αθήνα σε ηλικία 70 ετών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ