Ο όρος γενοκτονία υιοθετήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για να περιγράψει την εμπρόθετη και συστηματική, μερική ή ολική, εξόντωση ή βλάβη με σκοπό την εξόντωση εθνικών, εθνοτικών, θρησκευτικών ή φυλετικών ομάδων. Η Shoah, η γενοκτονία των Εβραίων από τους ναζί, αποτελεί το πρωταρχικό γεγονός. Η αναγνώριση ή μη μιας γενοκτονίας αποτελεί συγκρουσιακό ζήτημα, όχι άμοιρο γεωπολιτικών στρατηγικών, συμφερόντων και σχεδιασμών. Στην περίπτωση των Αρμενίων οι μεταβαλλόμενες σχέσεις της Τουρκίας κυρίως με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και με τις ΗΠΑ έχουν καθοριστικά συμβάλει στους χειρισμούς γύρω από το θέμα. Πολιτισμικοί και διανοητικοί παράγοντες έχουν επίσης παίξει τον ρόλο τους.
Η αντιμετώπιση της Τουρκίας


Η πεντηκονταετία της γενοκτονίας των Αρμενίων πάντως αποτέλεσε την αφετηρία για την έναρξη των διαδικασιών αναγνώρισης. Μετά το 1965, αλλά ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η εξόντωση των Αρμενίων αναγνωρίστηκε ως γενοκτονία από διαφορετικές χώρες και φορείς διεθνώς. Παρά τον σημαντικό ρόλο των θεσμικών διαδικασιών, ιστορικά γεγονότα τέτοιας εμβέλειας έχουν πολλές διαστάσεις. Θύματα, θύτες, πάσχοντες, παρατηρητές, συμμέτοχοι ή μη δεν διαμορφώνουν ούτε μεταβάλλουν θέσεις αποκλειστικά με βάση τη δικαιοπολιτική τάξη. Ενας συνολικότερος αναπροσανατολισμός στάσεων, αντιλήψεων, πολιτισμικών, πολιτικών, ακόμη και ακαδημαϊκών πρακτικών είναι απαραίτητος ώστε να μη συρρικνωθεί το περιεχόμενο του όρου «γενοκτονία» στη διεθνή δικαιοπολιτική τάξη αλλά και να μη λειτουργήσει η εκάστοτε διαδικασία αναγνώρισης ως θρυαλλίδα όξυνσης και διαιώνισης συγκρούσεων ανάμεσα σε κράτη, κοινωνίες και κοινότητες ανθρώπων. Πέραν των γεωπολιτικών σχεδιασμών στην περίπτωση της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Αρμενίων, η Τουρκία, για παράδειγμα, αντιδρά ρητά ή υπόρρητα στην αναπαραγωγή του δυτικού στερεοτύπου για τους «βάρβαρους Τούρκους» αλλά και στη σιωπή για τη μαζική επιβεβλημένη μετακίνηση μουσουλμάνων από τα ευρωπαϊκά εδάφη κατά τη διάρκεια κυρίως του 20ού αιώνα.
Σε ένα πρόσφατο τεύχος του περιοδικού «Nations and Nationalism», το 2009, ο ιστορικός Vahé Tachjian εξέτασε μια σχετικά άγνωστη πτυχή της γενοκτονίας των Αρμενίων, τις δύσκολες διαδρομές γυναικών αρμενικής καταγωγής που επιβίωσαν μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Στο άρθρο του «Gender, nationalism, exclusion: Τhe reintegration process of female survivors of the Armenian genocide» έδειξε τα βασανιστικά διλήμματα, τις οδυνηρές εμπειρίες, τον φόβο, τη δύσκολη διαχείριση της μνήμης του αφανισμού αλλά και τις προσπάθειες επανένταξης αυτών που έμειναν πίσω και έγιναν μάρτυρες αλλά και μνήμονες του γεγονότος.
Ιστορίες για εκείνους και εκείνες που επιβίωσαν δεν αναιρούν σε καμία περίπτωση την πραγματικότητα του θανάτου και του αφανισμού. Αποτυπώνουν όμως την ποικιλία των αποχρώσεων της ανθρώπινης εμπειρίας, ενώ δείχνουν πως οι χρόνοι της ιστορίας αλλά και της μνήμης δεν είναι πάντοτε ταυτόσημοι με τους χρόνους των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης. Η κατανόηση των διαφορετικών ατομικών και συλλογικών χρονικοτήτων και επομένως των διαφορετικών νοηματοδοτήσεων και λειτουργιών των γεγονότων έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο ιστορικός Henry Rousso, ο οποίος μελέτησε τις κοινωνικές και πολιτικές λειτουργίες του παρελθόντος στη Γαλλία του 20ού αιώνα, επεσήμανε ότι ο χρόνος της Δικαιοσύνης συγκροτείται με άξονα την αναφορά σε ένα ήδη συντελεσμένο παρελθόν –σε κάτι που έχει γίνει –προκειμένου να τιμωρηθεί ο θύτης. Συνήθως δε η δικαιοδοσία αυτή εξαντλείται μετά την παρέλευση συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος (με την ιδιαίτερα σημαντική εξαίρεση των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας). Σε αυτό το πλαίσιο ο συντελεσμένος παρελθοντικός χρόνος τοποθετείται κάπου οριστικά, ενώ ορίζεται πρωταρχικά με άξονα τις πράξεις αλλά και τους θύτες στους οποίους εστιάζει.
Η κατανόηση του παρελθόντος


Στην ιστορία επίσης, τουλάχιστον στην καθιερωμένη εκδοχή της, το παρελθόν είναι συντελεσμένο, έχει «ήδη γίνει» και «οι νεκροί έχουν ενταφιαστεί». Συνήθως δε η έρευνα και η μελέτη του παρελθόντος απαιτούν την παρέλευση ορισμένου –μεγαλύτερου ή μικρότερου –χρονικού διαστήματος που δημιουργεί την «απόσταση ασφαλείας». Στη μνήμη, ωστόσο, ατομική και συλλογική, το παρελθόν είναι βέβαια συντελεσμένο και οι πράξεις μη αναστρέψιμες αλλά «οι νεκροί επιστρέφουν» μέσα από πολλούς δρόμους. Η θύμηση, η μνημόνευση, το πένθος ανασυγκροτούν τον χρόνο. Στην περίπτωση δε των γενοκτονιών ή των καταστροφών αυτός είναι ένας χρόνος συνδεδεμένος κυρίως με τα θύματα, όχι τους θύτες. Οι νεκροί επιστρέφουν και «ξαναζούν» μαζί με τους επιζώντες αλλά και μαζί με εκείνους που τους θυμούνται ή τους μνημονεύουν.
Στο βιβλίο του «History, Memory and State –Sponsored Violence» (2012) ο ιστορικός Berber Bevernage θίγει αυτά τα ζητήματα αναλύοντας κομβικά ιστορικά γεγονότα όπως οι συστηματικές θανατώσεις, οι πολιτικές αποκλεισμού ή εξόντωσης, οι διώξεις και το απαρτχάιντ. Επανερχόμενος στο ζήτημα των κοινωνικών λειτουργιών του χρόνου, στέκεται κριτικά απέναντι στη μονοδιάστατη αντίληψη της «παρουσίας» και της «απουσίας» στο δίκαιο ή στην ιστορία. Οχι βέβαια για να αναθεωρήσει την τραγικότητα και την απολυτότητα του θανάτου αλλά για να μεταθέσει το ενδιαφέρον μας από τους θύτες στα θύματα, στους νεκρούς, στους αγνοουμένους, στους εκτοπισμένους, στους εξόριστους, στους σωματικά ή ψυχικά βασανισμένους, ακόμη και στους επιζώντες των μαζικών καταστροφών και των γενοκτονιών. Αναφερόμενος στη διάσταση μεταξύ της «απουσίας» (absence) και της «απώλειας» (loss) αναδεικνύει πώς η τελευταία μπορεί να γίνει ο τόπος μιας ενσυνείδητης ιστορικότητας μπολιασμένης με την ηθικο-πολιτική ευθύνη.
Μπορούμε να συνδέσουμε αυτή την προβληματική με το κείμενο του Vahé Tachjian όπου αναδεικνύονται ανάγλυφα οι τιτάνιες προσπάθειες για επιβίωση γυναικών αρμενικής καταγωγής σε έναν κόσμο θανάτου και καταστροφής, ενώ ταυτόχρονα αποτυπώνεται η αξία της ζωής αλλά και μέσω αυτής η μνημόνευση των νεκρών της γενοκτονίας. Καταστροφές τέτοιου χαρακτήρα έχουν οικουμενικό χαρακτήρα. Η μνημόνευσή τους όμως δεν αφορά μόνο τη δικαιοπολιτική τάξη. Απλώνεται σε όλο το εύρος της ιστορικής μας κουλτούρας. Εχουμε «απολέσει» ανθρώπους. Αξίζει να διερευνούμε πώς η «παρουσία» και όχι η «απουσία» τους θα κυριαρχεί στους τρόπους με τους οποίους κατανοούμε και αξιοδοτούμε το παρελθόν.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

  • Οι Αρμένικες κοινότητες αποτελούν συστηματικό ποσοστό του πληθυσμού στις ανατολικές επαρχίες της Οθωμανικής Ανατολίας
  • Β’ μισό 19ου αιώνα: διάδοση των εθνικών ιδεών και συγκρότηση οργανώσεων με εθνικό χαρακτήρα στις αρμένικες κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της διασποράς
  • 1894-6, βίαιες αντιδράσεις των Οθωμανικών αρχών απέναντι στην δραστηριοποίηση και στις δυναμικές εθνικιστικές κινήσεις Αρμενίων, σφαγές Αρμενίων στην Ανατολία
  • 1908, Κίνημα των Νεότουρκων, σταδιακή αύξηση των πιέσεων προς τις χριστιανικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
  • 1914, Έναρξη Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμμαχεί με τις Κεντρικές Δυνάμεις, προσέγγιση μερίδας Αρμενίων και Ρωσίας
  • Ιανουάριος 1915, ήττα των Οθωμανικών στρατευμάτων υπό τον Ενβέρ Πασά στη μάχη του Σαρικαμίς, ενοχοποίηση των Αρμενίων από τους Οθωμανούς
  • 24 Απριλίου 1915, συλλήψεις, εκτοπισμοί και εκτελέσεις Αρμενίων στην Κωνσταντινούπολη
  • 1915, διωγμοί Αρμενίων στο Βαν
  • 1915-1917, εκτεταμένες βίαιες εκτοπίσεις Αρμενίων προς τη Μεσοποταμία. Μαζικές δολοφονίες, εκτελέσεις, φρικαλεότητες και θάνατοι από τις κακουχίες
  • 1965, πεντηκονταετία από την εξόντωση των Αρμενίων, σταδιακή αναγνώριση της γενοκτονίας από χώρες και φορείς

Η κυρία Εφη Γαζή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ