Ενα πρόγραμμα φιλοξενίας καλλιτεχνών (residency) ονόματι Χιέρχους σε ένα παλιό κτίριο του Στρατού Σωτηρίας και ένα Μουσείο Ρέγγας που έχει αποσπάσει διεθνή βραβεία. Κρίμα που δεν μπορούμε να προφέρουμε το Siglufjordur, το όνομα της παραθαλάσσιας ισλανδικής κωμόπολης των μόλις 1.200 κατοίκων, όπως της αξίζει.

«Είναι Σίκλουφιορδουρ» λέει ο Λευτέρης Γιακουμάκης, ο ζωγράφος που βρήκε μια ανάδοχη πατρίδα στη χώρα της Μπιοργκ και των Σίγκουρ Ρος. Εκεί επιστρέφει ξανά και ξανά από τότε που πρωτοπάτησε το πόδι του στη χώρα το 2006, όταν δηλαδή ήταν ακόμη φοιτητής, ένας ταξιδιώτης που αναζητούσε την ατμόσφαιρα και την ενέργεια της ταινίας «101 Ρέικιαβικ» του Μπαλτάσαρ Κορμάκουρ. Στην πορεία αποφοίτησε από την Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου, έγινε καλλιτέχνης και στο προαναφερθέν residency της μικρής πόλης. Αλλά και άνεργος, ένας από τους πολλούς νέους Ελληνες που κλήθηκαν να επιλέξουν: απραξία ή (έστω προσωρινή) μετανάστευση; Το δίλημμα είναι ούτως ή άλλως ρητορικής φύσης, μιας και «ζούμε σε μια τρομερή εποχή», όπως θα έλεγε και ο αγαπημένος του κομίστας Ζαν Μαρκ Ράιζερ.

«Το 2013 είχα φτάσει σε ένα τέλμα, οπότε με τα τελευταία χρήματα που διέθετα πήρα ένα εισιτήριο και επέστρεψα στο Σίκλουφιορδουρ για να ξεφύγω από την κατάσταση. Ημουν σίγουρος ότι θα βρω δουλειά εκεί. Πήγα να δουλέψω ως χειρώνακτας, και όσο μείναμε εκεί με την κοπέλα μου έριχνα παραγάδια για έναν ψαρά που ψάρευε μπακαλιάρους».

Απόκοσμο φως

Γιατί όχι, η δουλειά πλήρωνε καλά και του άφηνε χρόνο για να ζωγραφίζει πίνακες παραστατικής ζωγραφικής σαν αυτούς που θα εκτεθούν στο βιβλιοπωλείο και χώρο τέχνης «Φωταγωγό». Εργα που θυμίζουν κόμικς, βυθισμένα σε ένα φως απόκοσμο, σε τοπία όπου κατοικούν τα φαντάσματα των Βίκινγκς, ή οι ήρωες από τις ισλανδικές σάγκες που του αρέσει να διαβάζει. Ο Γιακουμάκης έφυγε από το φως της Ελλάδας αλλά δεν ξέχασε τις αγαπημένες του επιρροές από τη ζωγραφική του Μόραλη, του Μαυροϊδή και του φίλου του Βασίλη Σελιμά, απλώς στην πορεία ανακάλυψε τη ζωγραφική του Γιοχάνες Σβέινσον Κγιάρβαλ και στο σκοτάδι της Ισλανδίας. «Δεν είναι σκοτάδι, είναι ένα διαφορετικό φως» διαφωνεί.

«Σε μια καλοκαιρινή ηλιόλουστη μέρα υπάρχει πολύ φως, απλώς είναι πολύ ψυχρό. Από την άλλη, η νύχτα τον χειμώνα είναι πολύ διαφορετική, πιο φωτεινή και αν έχει χιονίσει βλέπεις να αντανακλάται το φως του φεγγαριού ή των άστρων και να βάφει μπλε το τοπίο. Το σούρουπο μπορεί να κρατήσει ακόμη και μια ώρα, στη διάρκεια της οποίας τα πάντα γύρω σου είναι ροζ ή πορτοκαλί». Αυτή την ατμόσφαιρα, η οποία αναδύεται και στους πίνακές του, προτιμά να τη χαρακτηρίζει με τη λέξη «ανοίκεια». «Μια κατάσταση που θα μπορούσε να είναι εντελώς φυσιολογική αλλά αποκτά μια παραδοξότητα όταν τη φωτίζεις με έναν διαφορετικό τρόπο. Οπως όταν πηγαίνεις σε χωριό των Σερρών και δεις τα Αναστενάρια ή τους τραγόμορφους στις Απόκριες και μπαίνεις σε έναν άλλον κόσμο, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με εκείνον στον οποίο θα επανέλθει η καθημερινότητα του χωριού την επόμενη μέρα».


«Ανοίκεια» εικόνα
Το ίδιο «ανοίκεια» είναι και η εικόνα του ίδιου του Γιακουμάκη. Αν τον δείτε δεν θα τον αναγνωρίσετε γιατί έχει αποφασίσει να μη φωτογραφίζεται, ποτέ χωρίς τη χειροποίητη μάσκα του. Δεν έχει κάτι να κρύψει, ίσα-ίσα που θυμίζει μια νεανική εκδοχή του ηθοποιού Χαβιέρ Μπαρδέμ. Ο Λευτέρης Γιακουμάκης θέλει να περάσει ένα σαφές μήνυμα: θέλει να τον ξέρουν μόνο για το έργο του.

«Βάζω ένα όριο ανάμεσα σε αυτά που θέλω να ξέρουν οι άλλοι για μένα. Η μάσκα είναι δικό μου έργο, οπότε είναι σαν να μπαίνω μέσα στη ζωγραφική μου για να μιλήσω για αυτή». Είναι ένα τέχνασμα, το παραδέχεται και ο ίδιος, το οποίο φέρνει τελικά μεγαλύτερη προσοχή στα έργα και στις ημέρες της μασκοφορεμένης περσόνας του. Ωστόσο, ξεκίνησε για καλό σκοπό. Ηταν ο ενδεδειγμένος τρόπος για να παρουσιαστεί στους υποψήφιους χρηματοδότες του crowdfunding που ξεκίνησε προκειμένου να τους ζητήσει να επενδύσουν σε ένα βιβλίο με 55 έργα που ζωγράφισε και παρουσίασε όσο βρισκόταν στην Ισλανδία, με τίτλο «55 τρόποι να προφέρετε τη λέξη Σίκλουφιορδουρ».

«Ντρεπόμουν πάρα πολύ να δείξω το πρόσωπό μου» θα πει, αλλά εν τέλει το έξυπνο μάρκετινγκ λειτούργησε και συγκέντρωσε τα 3.500 ευρώ που χρειαζόταν. Το βιβλίο πωλείται πλέον σε βιβλιοπωλεία της Αθήνας (όπως τα Free Thinking Zone, Λεμόνι κ.ά.) αλλά και στο Ρέικιαβικ. Οι δύο χώρες τροφοδότησαν εξάλλου τον κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό που επίσης διαφαίνεται στα δυστοπικά αλλά ταυτόχρονα παιγνιώδη έργα του.


Αδελφές χώρες
Σύμφωνα με τον Γιακουμάκη οι διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες δεν είναι τόσο αβυσσαλέες όπως νομίζουμε. «Στο Ρέικιαβικ δεν βλέπεις ούτε ένα κτίριο με ελληνικά στοιχεία, δεν έχει περάσει το ρεύμα του ιστορισμού και του νεοκλασικισμού που υπάρχει σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη. Ολα όμως είναι σε ένα ανθρώπινο μέτρο και αυτό θυμίζει πολύ την Ελλάδα». Επειτα, η Ισλανδία δεν είναι ο οικολογικός παράδεισος που φανταζόμαστε, η αμόλυντη χώρα με τους εντυπωσιακούς καταρράκτες και τους εκρηκτικούς θερμοπίδακες.

«Θα δεις ότι πετάνε σκουπίδια κάτω, ότι υπάρχει υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων, το σύστημα των quota που υποτίθεται ότι ρυθμίζει την αλιεία ενώ στην πραγματικότητα επιτρέπει στους μεγαλοαλιείς να βγάζουν χρήματα εις βάρος των μικρών, ότι γίνεται υπερεκμετάλλευση της γεωθερμικής ενέργειας εις βάρος της φυσικής ομορφιάς. Αλλά και ότι η χώρα μετατρέπεται σε ένα τεράστιο ξενοδοχείο καθώς ο τουρισμός αναπτύσσεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα».

Αυτό που σίγουρα δεν θυμίζει την Ελλάδα είναι οι συνέπειες της χρηματοπιστωτικής κρίσης. «Εγώ δεν είδα κρίση, τουλάχιστον όχι όπως τη βιώνουμε εδώ. Είναι αλήθεια ότι κάποιοι άνθρωποι στο Ρέικιαβικ έχασαν τα σπίτια τους εκείνη την περίοδο, ή ότι υποτιμήθηκε το νόμισμά τους κατά 50%. Ομως η ζωή τους δεν έχει αλλάξει τόσο πολύ, παρότι μπήκαν στο ΔΝΤ. Υποβαθμίστηκαν πολύ οι δομές της υγείας, κάποιοι άρχισαν να γκρινιάζουν για τα ράντσα που άρχισαν να εμφανίζονται στα νοσοκομεία, μια πραγματικότητα πολύ γνώριμη σε εμάς. Παρ’ όλα αυτά η ανεργία είναι στο 2% και το βιοτικό επίπεδο είναι καλό. Δεν είδα ανθρώπους να μην μπορούν να επιβιώσουν, να μπαίνουν φυλακή επειδή χρωστάνε, ή να τους κόβουν το ρεύμα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ