Παρά τα θερμά της λόγια περί της επιστροφής –ή της επανένωσης –των Γλυπτών του Παρθενώνα και τη διάθεσή της να παράσχει νομικές υπηρεσίες στην κατεύθυνση αυτή, η Αμάλ Αλαμουντίν-Κλούνεϊ δεν ανέβηκε τελικά στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Η προγραμματισμένη επίσκεψή της εκεί ματαιώθηκε –πολλά γράφτηκαν γι’ αυτό –και έτσι το συγκεκριμένο στιγμιότυπο με φόντο το μνημείο έλειψε τελικά από τη συλλογή των αναρίθμητων φωτογράφων και τεχνικών τηλεοπτικών συνεργείων που κάλυψαν καρέ-καρέ την επίσκεψη της λαμπερής λιβανοβρετανίδας δικηγόρου και συζύγου του σουπερστάρ Τζορτζ Κλούνεϊ στην Αθήνα. Τους χάρισε όμως πολλά άλλα τα οποία «ταξίδεψαν» διεθνώς καταλαμβάνοντας περίοπτη θέση σε μέσα μαζικής ενημέρωσης με παγκόσμια επιρροή… Είναι άραγε όλη αυτή η δημοσιότητα αρκετή να επηρεάσει –έστω να συμβάλει –ώστε η βρετανική πλευρά να αποδεχθεί τη διαδικασία διαμεσολάβησης της UNESCO εντός του προβλεπόμενου εξαμήνου; Ο χρόνος θα δείξει. Η ελληνική πλευρά πάντως –διά στόματος του υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού κ. Κώστα Τασούλα – θέλει να εξαντλήσει τα περιθώρια της διαδικασίας αυτής και προς το παρόν δεν αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να κινηθεί δικαστικά.
Στην «κούρσα» της διεκδίκησης ωστόσο και ανεξαρτήτως αποτελέσματος, η εικόνα έχει αποδειχθεί τω όντι ισχυρή. Εντός και εκτός Ελλάδας πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι διατηρούν ακόμη στη μνήμη τους τον έντονο διάλογο της Μελίνας Μερκούρη ως υπουργού Πολιτισμού στην κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου με τον τότε διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου σερ Ντέιβιντ Μακένζι Γουίλσον σε μια τυχαία μεταξύ τους συνάντηση στο περιθώριο διάλεξής της Λονδίνο. Η ίδια αποφάσισε να κάνει σκοπό της ζωής της την επιστροφή των Γλυπτών το 1960, όταν στα γυρίσματα της ταινίας «Φαίδρα» οι Βρετανοί ζήτησαν αμοιβή προκειμένου να επιτρέψουν στο ελληνικό συνεργείο την κινηματογράφησή τους. Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, ως υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών της Ελλάδας, έθεσε το θέμα στη Γενική Διάσκεψη της UNESCO για την Πολιτιστική Πολιτική στο Μεξικό. Η ελληνική αντιπροσωπεία υπέβαλε σχέδιο Σύστασης υπέρ της Επιστροφής του Γλυπτού Διακόσμου του Παρθενώνα στη χώρα μας, η οποία υπερψηφίστηκε με 56 ψήφους έναντι 12 κατά και 24 αποχών. Παρότι το 1982 θεωρείται πράγματι έτος-σταθμός, οι αντιδράσεις είχαν αρχίσει από την πρώτη στιγμή της αφαίρεσης των Γλυπτών. Αμέσως μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους ξεκίνησε το αναστηλωτικό πρόγραμμα του Παρθενώνα και το μνημείο έγινε εθνικό σύμβολο. Το 1842 «κηρύχθηκε» από τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, γραμματέα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, η πρώτη επίσημη αιτίαση της Ελλάδας κατά του Ελγιν και διατυπώθηκε η προσδοκία επιστροφής των διαρπαχθέντων Γλυπτών. Το 1924, με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τον θάνατο του λόρδου Βύρωνα, το αίτημα επαναλήφθηκε, ενώ το 1961 ο δήμαρχος της Αθήνας και η Ακαδημία Αθηνών ζήτησαν από τη Μεγάλη Βρετανία τον επαναπατρισμό των Γλυπτών.
Τα τελευταία 30 χρόνια το ζήτημα έχει τεθεί κατ’ επανάληψη. Εχουν τω όντι αλλάξει τα πράγματα στο μεσοδιάστημα και σε ποια κατεύθυνση; Είναι η σημερινή συγκυρία ευνοϊκότερη για τη διεκδίκηση από πλευράς της Ελλάδας; Ποια είναι, τέλος, η δέουσα οδός; Τις απαντήσεις δίνουν οι ειδικοί…

Διαβάστε επίσης τα παρακάτω άρθρα:

Δάφνη Βουδούρη: Μια διακυβερνητική λύση θα είχε μικρότερο ρίσκο

Προσφυγή ή πολιτική λύση;

Ανασκαφές και υπογραφές

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ