«Aντιδράσεις από βρετανικής πλευράς για την αρπαγή των Γλυπτών του Παρθενώνα υπήρχαν εξ αρχής. Να θυμίσουμε το ποίημα του Λόρδου Βύρωνα «Η κατάρα της Αθηνάς» αλλά και εκείνες μελών της Βουλής των Κοινοτήτων το 1816, όταν αποφασίστηκε η αγορά τους από τον Ελγιν και η παραχώρησή τους στο Βρετανικό Μουσείο» λέει στο «Βήμα» η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου, κυρία Δάφνη Βουδούρη, η οποία διδάσκει Δίκαιο και Δημόσια Πολιτική Πολιτισμού. «Εχουμε προχωρήσει στο αίτημα της «επανένωσης» των Γλυπτών γιατί έχουμε γίνει πιο ευέλικτοι» λέει και παρουσιάζει τα κύρια επιχειρήματα των δύο πλευρών και τις αλλαγές στην τακτική της διεκδίκησης.
Κυρία Βουδούρη, πότε ξεκινά η σύνταξη του πρώτου φακέλου για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα;
«Το ζήτημα τέθηκε από τη Μελίνα Μερκούρη, τότε υπουργό Πολιτισμού, το 1982, στην παγκόσμια διάσκεψη της UNESCO στο Μεξικό, όπου αποφασίστηκε ότι είναι «δίκαιο και σωστό» τα Γλυπτά να επιστραφούν στην Ελλάδα. Την επόμενη χρονιά η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε επίσημο αίτημα στη βρετανική κυβέρνηση, η οποία απάντησε αρνητικά το 1984. Tην ίδια χρονιά η Ελλάδα υποβάλλει σχετικό αίτημα στη Διακυβερνητική Επιτροπή της UNESCO για την επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών ή την απόδοσή τους σε περίπτωση παράνομης ιδιοποίησης, ενώ έκτοτε έχει θέσει το θέμα σε διάφορα διεθνή φόρα».
Η επιχειρηματολογία μας στηρίζεται στο «όλον» του μνημείου από το οποίο βιαίως έχουν αποσπασθεί τμήματά του ή υπάρχουν και άλλα στοιχεία που συγκροτούν την πρότασή μας;
«Εχει ενδιαφέρον ότι στην επιχειρηματολογία μας παρατηρείται μια μετατόπιση από το 1983 ως σήμερα. Αρχικά τα επιχειρήματα ήταν πιο πατριωτικά. Λόγου χάρη, η Μελίνα τόνιζε στους Αγγλους το 1986 ότι τα Μάρμαρα «είναι η υπερηφάνειά μας, οι θυσίες μας, είναι η ουσία της ελληνικότητας». Αλλωστε ένα από τα επιχειρήματα που είχαν τεθεί αρχικά ήταν ότι η απομάκρυνσή τους ήταν παράνομη διότι η χώρα βρισκόταν υπό «ξένη κατοχή».
Στην πορεία όμως η διεκδίκηση γίνεται στο όνομα της παγκόσμιας σημασίας τους και δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη σχέση τους με το περιβάλλον όπου δημιουργήθηκαν, την επαφή τους με το μνημείο του Παρθενώνα, από όπου αποσπάστηκαν και στην επανένωση των διαμελισμένων Γλυπτών. Στο τελευταίο αυτό επιχείρημα αντιπαρατίθεται η δυνατότητα σύγκρισής τους με άλλους πολιτισμούς που παρέχεται σε παγκόσμια μουσεία, όπως στο Βρετανικό. Εμβλημα της UNESCO, ο Παρθενώνας βέβαια είναι το κορυφαίο μνημείο της κλασικής αρχαιότητας, που αποτελεί θεμέλιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Εξ ου και τα Μάρμαρα έχουν θεωρηθεί έκφανση του προβλήματος μιας κληρονομιάς που είναι ταυτόχρονα εθνική και παγκόσμια.
Από νομική άποψη, αμφισβητείται η νομιμότητα της απόκτησης των Γλυπτών: ο Ελγιν είχε ισχυριστεί ότι είχε ένα φιρμάνι που του επέτρεπε να τα πάρει, όμως αυτό δεν σώζεται αλλά προσκομίστηκε μια ιταλική μετάφρασή του. Σύμφωνα με αυτήν του επιτρεπόταν να σχεδιάσει, να αντιγράψει, να κάνει εκμαγεία και να πάρει κάποιες πέτρες με επιγραφές, όχι να προβεί στην καταστροφική απόσπαση, τους βανδαλισμούς και τη μεταφορά των αρχαιοτήτων. Η ύπαρξη και η αυθεντικότητα του οθωμανικού αυτού εγγράφου αμφισβητείται, ενώ σε κάθε περίπτωση τίθεται ζήτημα υπέρβασης των εξουσιών που παραχωρούσε στον Ελγιν η άδεια αυτή, αν υποτεθεί ότι υπήρξε. Αλλο ζήτημα είναι ότι εκμεταλλεύτηκε την ιδιότητά του ως πρέσβη της Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη για να επιτύχει προνομιακή μεταχείριση ενώ προέβη και σε μια σειρά δωροδοκίες για να πετύχει τον στόχο του. Ο αντίλογος είναι πως η αφαίρεση ήταν νόμιμη, σύμφωνα και με τα έθιμα της εποχής».
Η Ελλάδα, που αμφισβητεί τη νομιμότητα, μπορεί να κινηθεί νομικά απευθυνόμενη στο βρετανικό δικαστήριο;
«Το πρόβλημα είναι ότι η προσφυγή αυτή ενδέχεται να απορριφθεί λόγω παραγραφής, σύμφωνα με το αγγλικό Δίκαιο, αν και γι’ αυτό υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Πέραν τούτου, η βρετανική πλευρά ισχυρίζεται ότι η νομοθεσία περί Βρετανικού Μουσείου δεν επιτρέπει την έξοδο των Μαρμάρων από τις συλλογές τους. Και αυτό όμως κάμπτεται είτε με νεότερο νόμο είτε από κανόνα Διεθνούς Δικαίου. Υπάρχουν διεθνείς συμβάσεις που προβλέπουν επιστροφή πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προέλευσης αλλά αυτές, καταρχήν, δεν έχουν αναδρομική ισχύ. Ομως υπάρχουν τάσεις στο Διεθνές Δίκαιο, πρακτικές και μη νομικά δεσμευτικά κείμενα υπέρ της επιστροφής πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προέλευσης καθώς και απόψεις ότι είναι απαράγραπτο το αίτημα για επιστροφή πολιτιστικών αγαθών όταν αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία ή ότι θα μπορούσε να θεμελιωθεί σε πολιτισμικά δικαιώματα».
Οπότε η προσφυγή στη διακυβερνητική επιτροπή είναι πιο «ασφαλής» δρόμος από τη νομική οδό;
«Εχει λιγότερο ρίσκο. Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα αναμένει απάντηση της Βρετανίας για την υπαγωγή ή μη του αιτήματος σε διαδικασία διαμεσολάβησης, στο πλαίσιο της αρμόδιας Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO. Ας σημειωθεί ότι κερδίζουν έδαφος διεθνώς τέτοιοι εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης διαφορών, που καταλήγουν σε αμοιβαία αποδεκτές λύσεις. Προωθούνται έτσι η επιστροφή υπό όρους ή έναντι δανείων ή άλλων ανταλλαγμάτων πολιτιστικής συνεργασίας, η επιστροφή με δωρεά ή με μακροχρόνιο δανεισμό, όπου κρατάει την κυριότητα η χώρα που είχε αποκτήσει τα μνημεία, δηλαδή στην περίπτωσή μας η Βρετανία, λύσεις συνιδιοκτησίας ή κοινής επιμέλειας και άλλες. Μάλιστα, σημαντικό τμήμα της βρετανικής και διεθνούς κοινής γνώμης στηρίζει το αίτημα της επιστροφής των Μαρμάρων, ιδίως από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, που η ελληνική πλευρά φάνηκε πιο εύκαμπτη στο ζήτημα του ιδιοκτησιακού τους καθεστώτος και ανοικτή να συζητήσει και άλλες λύσεις για την επιστροφή τους. Βεβαίως, ένα σοβαρό εμπόδιο είναι ο κίνδυνος, παρά τη μοναδικότητα των Μαρμάρων, να δημιουργηθεί προηγούμενο, που θα οδηγούσε στην αποψίλωση των «οικουμενικών» μουσείων».
«Καταφεύγουμε στην αρχαιότητα για να δώσουμε αξία στον εθνικό μας εαυτό»
Η ανασκαφή στην Αμφίπολη νομίζετε ότι ενισχύει τη θέση της Ελλάδας ως προς το αίτημα της επιστροφής και φέρνει τη χώρα, μέσω των αρχαιοτήτων, ξανά στην «πρώτη σελίδα»;
«Είναι ζήτημα η επικέντρωση της πολιτιστικής πολιτικής της χώρας, εσωτερικής και εξωτερικής, στα Γλυπτά, με παράλληλη υποτίμηση και υποχρηματοδότηση άλλων αρχαιολογικών έργων, μουσείων και στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς αλλά και του σύγχρονου πολιτισμού. Τούτο σε συνδυασμό με τις υπερβολές της επικοινωνιακής διαχείρισης της Αμφίπολης νομίζω πως δείχνουν την πολιτική χρήση των αρχαιοτήτων σήμερα και ότι καταφεύγουμε και πάλι στην αρχαιότητα για να δώσουμε αξία στον εθνικό μας εαυτό. Τους χαλεπούς αυτούς καιρούς εντείνεται η αναζήτηση σταθερών σημείων αναφοράς και η χρήση των αρχαιοτήτων ως μέσων φαντασιακής διαφυγής προς ένα καλύτερο μέλλον».
Αυτό μήπως τροφοδοτεί και τον εθνικισμό;
«Οπωσδήποτε. Ωστόσο, στη διεθνή βιβλιογραφία διατυπώνεται η άποψη που αντιπαραθέτει τον λεγόμενο «πολιτιστικό εθνικισμό» στον «πολιτιστικό διεθνισμό». Ο πρώτος προωθεί την παραμονή των πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προέλευσης ή την επιστροφή τους. Αντίθετα, ο «πολιτιστικός διεθνισμός» θεωρεί τα πολιτιστικά αγαθά κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας, δεν ενδιαφέρεται για το πού βρίσκονται, αρκεί να διασφαλίζεται η διαφύλαξη, μελέτη και πρόσβαση σε αυτά. Ομως η προσέγγιση αυτή, που τείνει να θεωρεί τον πρώτο ως στενόμυαλο επαρχιωτισμό, νομίζω πως είναι υποκριτική. Δεν υπάρχει ισότιμη κατανομή των πολιτιστικών αγαθών διεθνώς, αλλά μονόδρομη ροή προς τις πιο πλούσιες χώρες, ένα είδος πολιτιστικού ιμπεριαλισμού. Τέτοιες αντιλήψεις νομιμοποιούν τη διακράτηση, από τα «οικουμενικά» μουσεία των δυτικών μητροπόλεων, πολιτιστικών αγαθών που αποκτήθηκαν σε άλλους καιρούς, με αμφισβητούμενα μέσα και στόχο να αποδείξουν την πολιτισμική υπεροχή των εθνών τους, διαιωνίζοντας έτσι τις τότε πολιτισμικές ιεραρχίες».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ