«Ελάτε να ενώσουμε τη θλίψη μας και να την κάνουμε αμήχανο γέλιο…». Ετσι τελειώνει η πρόσκληση (στη μορφή Δελτίου Τύπου) του Τζίμη Πανούση στις φετινές του παραστάσεις, στο Guantanamo Club, όπου θα παρουσιάσει το Χωρατόριο 3 (Horatorio) σε Ρε Μίζερο και θα ασχοληθεί, ανάμεσα σε πολλά άλλα, με τον υπαρκτό σουρεαλισμό της Αμφίπολης, το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο και τον παραλογισμό της πολιτικής κατάστασης. Στη σκηνή δεν αφήνει την τρυφερή πλευρά του να βγει μπροστά, εκείνη όμως βρίσκει χαραμάδες στα τραγούδια και ξεγλιστρά (στο «Ο Μπελογιάννης ζει» ή στο πρόσφατο «Τραγούδι του φθινοπώρου», για παράδειγμα). Χωρίς να ξεχνά ποτέ το εμπρηστικό του χιούμορ, μας μίλησε για τις θυσίες που απαιτούν τέχνη, τους κακούς θεατές και την κόρη του που ελπίζει να μην εκλεγεί ο Τσίπρας.
Πότε αποφασίζετε να βγείτε στη σκηνή, κύριε Πανούση; Οταν έχετε συγκεντρώσει αρκετό υλικό ή όταν το απαιτούν οι περιστάσεις;
«Οταν το απαιτούν οι περιστάσεις. Είναι μια πολύ δύσκολη δουλειά αυτή που κάνω, ψυχοφθόρα, ειδικά αν την αντιμετωπίζεις με συνέπεια και αγάπη, όπως θέλω να πιστεύω ότι κάνω εγώ. Υλικό αρκετό βρίσκεται ανά πάσα στιγμή στη διάθεσή μου γιατί γράφω βιβλία, είμαι στο ραδιόφωνο, και αναγκαστικά δουλεύω καθημερινά με κείμενα. Παρακολουθώ επίσης, όσο μπορώ, μεταμεσονύκτια σκουπιδοτηλεόραση γιατί και από εκεί εμπνέομαι. Πάντως, όλα αυτά που λένε για την έμπνευση και το ταλέντο δεν ισχύουν ή μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Βγαίνω και παίζω από την ανάγκη της επιβίωσης. Σιχαίνομαι αυτό που λένε κάτι ψώνια: «Τώρα νιώθω την ανάγκη να σας δείξω τη δουλειά μου». Ο Τσιτσάνης και ο Βαμβακάρης δημιουργούσαν γιατί ήθελαν να ζήσουν από την τέχνη τους. Η τέχνη δεν θέλει θυσίες, οι θυσίες θέλουν τέχνη».
Γιατί πιστεύετε ότι ξεχωρίσατε;
«Δεν μπορώ να το εξηγήσω αυτό, είναι μεταφυσικό. Η μαγεία, η μέθεξη που νιώθω όταν βρίσκομαι ενώπιον του κοινού, δεν αναλύονται με τη λογική. Πρόπερσι έπαιξα ένα βράδυ με αιματοκρίτη κότας, 19 συγκεκριμένα, κι όμως βγήκα στη σκηνή ξεπερνώντας τους οργανικούς περιορισμούς. Η αγάπη ξεκινάει όταν καταλαβαίνει ο θεατής ότι τον σέβεσαι, τον πονάς και του λες την αλήθεια. Οπως άλλοι έχουν τον Θεό, εγώ έχω τον λαό. Πάντα πιστεύω ότι ο πολύς κόσμος έχει δίκιο και το διαπιστώνω καθημερινά. Μπορεί να θελήσω να κάνω μια ανάλυση, να παιδεύομαι για ώρες, και θα πάω στον περιπτερά, εκείνος θα μου πει δυο κουβέντες και θα με διαλύσει. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι δεν μπορεί ένας καλλιτέχνης να κλείνεται στο καβούκι του. Οταν νομίζω ότι δεν είμαι τίποτα, όταν με πιάνουν οι ανασφάλειές μου, κάνω μια βόλτα, συναντώ κόσμο για να νιώσω την αγάπη τους, να νιώσω λίγο καλύτερα για τον εαυτό μου. Είμαι 40 χρόνια σε αυτή τη δουλειά και ακόμη δεν έχω ξεπεράσει το άγχος μου».


Τα λέτε αυτά, ωστόσο στηλιτεύετε συνήθως τις πολιτικές επιλογές των πολλών.
«Δεν συμπαθώ κανένα κόμμα. Καλά κάνει ο κόσμος όμως και τους ψηφίζει, εγώ έχω λάθος. Το ζήτημα είναι πως δεν έχουμε πραγματική δημοκρατία για να εκφραστεί ο λαός. Οταν έχεις εκλογικό νόμο με 50 έδρες μπόνους, όποιος συμμετέχει σε αυτή τη διαδικασία είναι εξ ορισμού αλήτης και πουλημένος. Ολοι τους. Αυτό είναι το μεγάλο καρκίνωμα του ελληνισμού, γι’ αυτό και λέω πως μας κυβερνά μια κομματική χούντα. Η μεγαλύτερη ευθύνη βαραίνει τα δήθεν αριστερά κόμματα, τα οποία ανέχονται αυτή την κατάσταση αντί να βγουν στον δρόμο και να συντονίσουν τον κόσμο να αγωνιστεί για όσο χρειαστεί, να μην πληρώνουμε τίποτα. Δεν λέω να πάρουμε τα όπλα, αν και μου αρέσει ο ένοπλος αγώνας. Οταν σκέφτεσαι τέτοια ζητήματα πάντα φτάνεις σε ένα αδιέξοδο φιλοσοφικό και βρίσκεις ένα ποίημα, ή το γράφεις εσύ αν έχεις το ταλέντο. Εμένα μου αρέσει το ποίημα του Βολφ Μπίρμαν που λέει «Ετσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη / Ή κόκκινη από ζωή ή κόκκινη από θάνατο / Θα φροντίσουμε εμείς γι’ αυτό / Ετσι πρέπει να γίνει / Ετσι θα γίνει».


Υπάρχει κάποια πλευρά της καλλιτεχνικής σας προσωπικότητας που θεωρείτε πως έχει αδικηθεί είτε από τους θαυμαστές σας είτε από τον ίδιο σας τον εαυτό;
«Από τον κόσμο δεν έχω κανένα παράπονο. Από τον εαυτό μου όμως έχω. Οταν η δισκογραφία ήταν ακόμη ζωντανή, ήμουν υποχρεωμένος βάσει συμβολαίου να γράφω έναν αριθμό τραγουδιών τον χρόνο. Το έκανα και αρκετά έβγαιναν καλά. Τώρα δεν μπορώ να πειθαρχήσω, αφήνω πολλά πράγματα μισά, τραγούδια ή κείμενα».
Την αυστηρή κριτική την αντέχετε;
«Με ενοχλεί πάρα πολύ. Οταν εκτίθεμαι νιώθω τρομερή ανασφάλεια και μπορεί μια κακή κουβέντα να με τρελάνει. Το ίδιο μου συμβαίνει και με τους εντελώς αμέτοχους θεατές. Μπορεί να έχω κάτω χίλια άτομα, να γελάνε σχεδόν όλοι και εγώ θα σταμπάρω τον έναν που θα ασχολείται με το κινητό του, θα δείχνει να βαριέται. Θα κάνω τα πάντα να τον βάλω στο κλίμα, θα τον πειράξω από το μικρόφωνο –συνήθως βέβαια δεν θα τα καταφέρω, διότι, τι να κάνουμε, κάποιοι είναι και τούβλα. Και αυτοί που έρχονται μετά στα καμαρίνια και ζητούν αυτόγραφο ή να φωτογραφηθούν μαζί μου είναι χάλια τύποι. Σκέφτομαι καμιά φορά: «Γι’ αυτούς έπαιζα;». Ωστόσο, όλοι μαζί δημιουργούμε κάτι μαγικό».
Πέσατε ποτέ στην παγίδα να προσαρμόσετε την προσωπική ζωή σας στα μέτρα της δημόσιας εικόνας σας;
«Οχι. Ποτέ. Ως πιτσιρικάς έκανα τρέλες. Εκανα ρόλους στον δρόμο, ανέβαινα στο λεωφορείο και έβγαζα από την τσέπη μου σουτιέν για να πληρώσω το εισιτήριο και γελούσαμε με τους φίλους μου –χοντράδες δηλαδή, για παράδειγμα. Κάναμε διαγωνισμό για το ποιος θα μαζέψει τα πιο πολλά κορναρίσματα οδηγώντας επικίνδυνα στον δρόμο, κοντέψαμε να σκοτωθούμε. Οταν άρχισα να δουλεύω έπαιξα με τη φωτιά μέσα από τη δουλειά. Και τσακώνομαι και με τη γυναίκα μου γι’ αυτό, θεωρεί ότι μερικές φορές το παρατραβάω, αλλά δεν ησυχάζω αν δεν κάνω ακριβώς αυτό που έχω στο μυαλό μου».


Αν είστε τόσο ήσυχος στη ζωή, πώς προκύπτει ο σκανδαλιάρης, προβοκάτορας Πανούσης της σκηνής;
«Είναι μια μεταμόρφωση που γίνεται. Είμαι ήσυχος, όπως σας είπα. Δεν ξενυχτάω, δεν πίνω, περνάω ώρες με την κόρη μου, είμαι καλός μπαμπάς, καλός οικογενειάρχης. Πριν από αρκετά χρόνια ήμουν με τον γιο μου στην Αντίπαρο και έπαιζα μαζί του στην παραλία. Με παρατηρούσε επί ώρα ένας τύπος, φιλοξενούμενος ενός γείτονά μου. Αυτός λοιπόν έκανε την ίδια δουλειά με μένα στο Ισραήλ, μεγαλύτερος από μένα. Ηρθε και μου είπε: «Μην μπλέξεις ποτέ τη ζωή σου με αυτό που κάνεις». Προσπάθησα να την ακολουθήσω τη συμβουλή του γιατί είχε δίκιο».
Ο γιος σας συμφωνεί με αυτά που κάνετε;
«Είναι ίσως λίγο πιο συντηρητικός από μένα. Και το βρίσκω φυσιολογικό. Συζητάω όμως μαζί του και τον ακούω, όπως ακούω και τη γνώμη της κόρης μου και ας είναι πολύ μικρή. Εβλεπα κάποια στιγμή στην τηλεόραση μια ομιλία του Τσίπρα και εκείνη έπαιζε δίπλα μου με τις κούκλες της. Της λέω: «Φωτεινή, για κοίτα αυτόν τον κύριο και πες μου τη γνώμη σου». Κοιτάζει λίγο και ξαναγυρίζει στο παιχνίδι της. Της ξαναλέω: «Κοίτα, κορίτσι μου, αυτόν τον τύπο και πες μου τι πιστεύεις. Θα βγει;». Ξανακοιτάζει και μου απαντά: «Μπαμπά, ελπίζω όχι» και ήταν αυτό ακριβώς που αισθανόμουν κι εγώ».


Αισιόδοξος είστε καθόλου; Είναι καταδικασμένη η ανθρωπότητα ή απλώς ζητούμε πολλά πολύ νωρίς;
«Μα, είμαστε ακόμη στο μπουσούλισμα της Ιστορίας, έχουμε ακόμη πολύ χρόνο μπροστά μας. Είναι πολύ εγωιστικό να περιμένουμε να τα ζήσουμε όλα, και τις μεγάλες αλλαγές δηλαδή, στα λίγα χρόνια της ζωής μας. Βλέπω αυτούς που παραπονιούνται για τις μεγάλες προσωπικότητες, λένε πως «λείπει ένας Χατζιδάκις». Βγήκε ένας Χατζιδάκις κι ένας Θεοδωράκης το ’60, ίσως ξαναβγούν ανάλογα μεγέθη σε 100 χρόνια –τι να κάνουμε; Και να είχαμε και 50 Xατζιδάκηδες, θα έχαναν πια και την αξία τους. Αισιόδοξος όμως είμαι. Οι καλοί νικάνε στο τέλος. Το έχουμε δει και στο σινεμά».

HeliosPlus