Το «πράσινο φως» από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) έλαβε μελέτη που προβλέπει την πρόσβαση στο εσωτερικού του Ερεχθείου για τη διαμόρφωση του μνημείου.
Συγκεκριμένα, το μνημείο θα αποκτήσει νέο δάπεδο, γεγονός που θα κάνει δυνατή την είσοδο στο εσωτερικό του.
Επιπλέον, θα καταχωθούν οι θεμελιώσεις της βασιλικής, που κατασκευάστηκε τους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους, εξασφαλίζοντας την προστασία τους, ενώ υπάρχει πρόβλεψη για τη διατήρηση τμημάτων, αλλά και για τη χρωματική διαφοροποίηση στις επιχώσεις, που όχι μόνο βελτιώνουν την εσωτερική εικόνα του μνημείου, αλλά και προβάλλουν τις διάφορες ιστορικές φάσεις του.
Με το ίδιο σκεπτικό, στο δυτικό τμήμα του βόρειου κλίτους θα παραμείνει ελεύθερη η θύρα προς τον υπόγειο χώρο, όπου σύμφωνα με την παράδοση σώζονται στο βράχο τα τεκμήρια της διαμάχης Αθηνάς-Ποσειδώνα για την κηδεμονία της πόλης, ενώ προτάθηκε η μη κατάχωση του νάρθηκα της εκκλησίας, που μετατράπηκε σε οθωμανική δεξαμενή, ώστε να παραμείνουν ορατά σημαντικά τεκμήρια της ιστορίας του μνημείου.
Το νέο δάπεδο προτείνεται να κατασκευαστεί στο χώρο που στα κλασικά χρόνια βρισκόταν το «Προστομιαίον», κάτω από το δάπεδο του οποίου υπήρχε η «Ερεχθηίς θάλασσα», το φρέαρ αλμυρού νερού, που δημιουργήθηκε από το χτύπημα της τρίαινας του Ποσειδώνα στον βράχο.
Το νέο δάπεδο θα αποτελείται από λευκές μαρμάρινες πλάκες πάχους 14 εκ. που θα τοποθετηθούν πάνω σε μεταλλική, αναστρέψιμη κατασκευή, η ελάφρυνση της οποίας θα διερευνηθεί, σύμφωνα και με τη γνωμοδότηση των μελών του ΚΑΣ, που κατά πλειοψηφία «δέχθηκε» τη νέα μελέτη της υπηρεσίας Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης.
Το κομψό οικοδόμημα του Ερεχθείου, που κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 421-406 π.Χ., αντικαθιστώντας τον παλαιότερο ναό της Αθηνάς Πολιάδας, ο οποίος βρισκόταν λίγο νοτιότερα και ήταν γνωστός ως «Αρχαίος ναός», ήταν από τα ιερότερα μνημεία της Ακρόπολης.
Λαμπρό δείγμα του ώριμου ιωνικού ρυθμού, είχε ιδιόρρυθμη αρχιτεκτονική, ενώ στέγασε παλιές και νεότερες λατρείες θεών και ηρώων, όπως της Αθηνάς, του Ποσειδώνα-Ερεχθέα, του Ηφαίστου, του τοπικού ήρωα Βούτη κ.ά.
Το μνημείο κάηκε τον 1ο αι. π.Χ. κατά τη διάρκεια επιδρομών, ενώ στους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους μετατράπηκε σε εκκλησία της Θεομήτορος. Χρησιμοποιήθηκε ως παλάτι την εποχή της Φραγκοκρατίας (1204-1456) και ως χαρέμι επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Τα δεινά του, που συνεχίστηκαν και τον 19ο αιώνα με την απόσπαση μίας Καρυάτιδας και ενός κίονα από τον λόρδο Έλγιν και με την ανατίναξη τουρκικής οβίδας το 1827, πήραν τέλος τον περασμένο αιώνα, όταν μεταξύ 1979 και 1987, στο πλαίσιο των εργασιών της Ακρόπολης, «κέρδισε» όχι μόνο την αναστήλωσή του, αλλά και το βραβείο από τη Europa Nostra.