Στο «The Grand Budapest Hotel» του Γουές Αντερσον ο ρεσεψιονίστ χερ Γκούσταβ (Ρέιφ Φάινς) διευθύνει μαεστρικά έναν όμιλο πελατών, αστυνομικών και εκκεντρικών προσωπικοτήτων σε μια φανταστική περιοχή των Αλπεων του Μεσοπολέμου. Στο «Hotel Florida» (εκδ. Farrar, Straus & Giroux) της Αμάντα Βάιλ ο ρεσεψιονίστ δον Κριστομπάλ ανησυχεί για την τύχη της συλλογής γραμματοσήμων του εν μέσω βομβαρδισμών στην πραγματική Μαδρίτη του ισπανικού εμφυλίου πολέμου.
Με το κατάλληλο φως και την απόσταση 75 ετών η ιβηρική πρωτεύουσα της δεκαετίας του 1930 μπορεί να διατηρεί μια κινηματογραφική αύρα –αυτή των larger than life επισκεπτών που αναμείχθηκαν στις τύχες της και της συλλογικής τους βιογραφίας που επιχειρεί η συγγραφέας.
Το καστ περιλαμβάνει τον διάσημο φωτογράφο Ρόμπερτ Κάπα προτού γίνει διάσημος, όταν ήταν απλώς ο 22χρονος Ούγγρος Αντρέ Φρίντμαν, τη σύντροφό του στο επάγγελμα και στη ζωή Γκέρντα Τάρο (αρχικά «μια αλεπού που θα προσπαθήσει να σε ξεγελάσει», μετά τον θάνατό της στη διάρκεια του Εμφυλίου «μια αριστερή Ζαν ντ’ Αρκ»), τον βαλτωμένο δημοσιογραφικά Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ, την αδάμαστη δημοσιογράφο, συγγραφέα και τρίτη του σύζυγο Μάρθα Γκέλχορν, τον κατά Τζον Ντος Πάσος «υποσιτισμένο και άυπνο» υπεύθυνο γραφείου Τύπου του ισπανικού υπουργείου Εξωτερικών Αρτούρο Μπαρέα και την όμορφη σοσιαλίστρια υφισταμένη του Ιλσα Κούλκσαρ. Στο παρασκήνιο της παράστασης των τριών ζευγαριών κάνουν γκεστ σταρ εμφανίσεις όλες οι διασημότητες της εποχής που βρήκαν τη Μαδρίτη των ετών 1936-1939 πολιτικό αυτοσκοπό, οχυρό της δημοκρατικής αλληλεγγύης ή αξιοθέατο του συρμού: Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί, Λίλιαν Χέλμαν, Ερολ Φλιν.
Το ξενοδοχείο «Φλόριντα» αποτελεί το background όπου οι προσωπικές πορείες των πρωταγωνιστών τέμνονται σε συναντήσεις. Εδώ δεν έχει να κάνει κανείς με ιστορική αφήγηση αλλά με χαρακτηριστικά επεισόδια αλιευμένα από την αλληλογραφία, τα απομνημονεύματα, τις φωτογραφίες όσων έζησαν τα γεγονότα. Ο Χέμινγκγουεϊ, για παράδειγμα, κολακεύεται από τους σοβιετικούς συμβούλους των Δημοκρατικών που γνωρίζοντας το πάθος του για εσωτερική πληροφόρηση τον εισάγουν στα υποτιθέμενα άδυτα των αδύτων όπου συζητούνται μείζονα πολιτικά ζητήματα και του επιτρέπουν να πυροβολήσει κατά των εχθρικών γραμμών με το τουφέκι ενός ελεύθερου σκοπευτή. Ο Ρόμπερτ Κάπα φωτογραφίζει μανιωδώς χαοτικά, θολά, κοντινά ή κουνημένα πλάνα δημιουργώντας καρέ-καρέ το μέτρο με το οποίο θα ορίζεται στο μέλλον το πολεμικό φωτορεπορτάζ –έστω και με την ενδεχομένως στημένη θρυλική εικόνα του «στρατιώτη που πέφτει». Ο Τζον Ντος Πάσος και ο Σεντ-Εξιπερί κερνούν γκρέιπφρουτ τις γυναίκες που εγκαταλείπουν το ξενοδοχείο αναζητώντας καταφύγιο στη διάρκεια ενός πρωινού βομβαρδισμού. Ο Αρτούρο Μπαρέα τους θεωρεί όλους «αυτάρεσκους φιγουρατζήδες που βλέπουν τον μέχρι θανάτου αγώνα της πατρίδας του ως άλλο ένα άρθρο για την εφημερίδα τους».
Καθώς οι ζωές των πρωταγωνιστών συγκλίνουν και αποκλίνουν με την προέλαση των δυνάμεων του Φράνκο, αυτό που απομένει τελικά από την κοινή τους συνύπαρξη είναι η τέχνη: ο ώριμος Χέμινγκγουεϊ αφήνει τον ρόλο του δημοσιογράφου για να εσωτερικεύσει το απόσταγμα της εμπειρίας του στο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», το πλήρες έργο του Ρόμπερτ Κάπα και της Γκέρντα Τάρο επανεμφανίζεται το 2007 με την ανακάλυψη 165 ρολών φιλμ που θεωρούνταν χαμένα στην περίφημη «μεξικάνικη βαλίτσα» του. Οπως ακριβώς σε αυτά, σημειώνει η Μορίν Κόριγκαν του «National Public Radio», η Βάιλ αποτυπώνει τη σκληρή πραγματικότητα που ταυτίζεται με τη μυστικιστική γοητεία του ισπανικού εμφυλίου.

HeliosPlus