Τον Μάρκες τον συνάντησα για πρώτη φορά στο σπίτι του στο Μεξικό, την άνοιξη του 2006, προκειμένου να τον φωτογραφίσω. Οι μεξικανοί φίλοι μου που τον γνώριζαν, έτρεφαν για εκείνον μεγάλο σεβασμό και μου τον περιέγραφαν με τα θερμότερα λόγια. Κι εμένα μου φάνηκε ένας άνθρωπος ευγενής, καλοπροαίρετος, χαμηλών τόνων, πράος και μετριόφρων. Ο Μάρκες σε έκανε εξ αρχής να νιώθεις ασφαλής μαζί του. Οταν σου έδινε τον λόγο του φαινόταν ότι θα τον κρατούσε, όταν σου έδινε το χέρι για χειραψία ένιωθες τη θέρμη και την εγκαρδιότητά του, όταν σου χαμογέλαγε καταλάβαινες ότι το χαμόγελο ήταν γνήσιο και όταν σου αρνιόταν κάτι η άρνηση θα ήταν οριστική. Εκφραζόταν ελεύθερα, με αυτοπεποίθηση, χωρίς ενδοιασμούς, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις που αναγκαζόταν να επιστρατεύει το ανεξάντλητο χιούμορ του προκειμένου να αποφύγει κάποια όχι και τόσο ευχάριστη συζήτηση.
Το σπίτι του, που βρίσκεται σε ένα ακριβό και ασφαλές προάστιο του Μεξικού, είναι διώροφο, αρκετά μεγάλο, επιπλωμένο με γούστο, χωρίς καμιά υπερβολή και όλα εκεί είναι καθαρά και τακτοποιημένα.
Ο κήπος είναι επίσης αρκετά μεγάλος, για να του θυμίζει το σπίτι του παππού του όπου μεγάλωσε στην Κολομβία, πολύ φροντισμένος και καλαίσθητος.
Στο γραφείο του όλοι οι τοίχοι, όπως θα το περίμενε κανείς, ήταν καλυμμένοι με βιβλία. Υπήρχαν επίσης πολλοί πίνακες ζωγραφικής, κορνιζωμένες φωτογραφίες του συγγραφέα και των αγαπημένων του προσώπων. Πολλά αντικείμενα αρχαίας και σύγχρονης τέχνης υπήρχαν σε διάφορα δωμάτια. Δυο-τρεις βυζαντινές εικόνες και ένα μικρό, αρχαίο πέος, από πηλό, που είχε τοποθετηθεί μέσα σε γυάλινη βιτρίνα, φανέρωναν ότι ο συγγραφέας αποδεχόταν κάθε είδους τέχνη.
Από το τηλέφωνο μου είχε ζητήσει να μείνω μαζί του τουλάχιστον για δύο ώρες γιατί, εκτός από τη φωτογράφιση, ήθελε και να κουβεντιάσει μαζί μου επειδή ήξερε για εμένα και εκτιμούσε τη ζωγραφική μου. «Θα μπορούσαν μερικοί από τους πίνακές σου να ήταν ο διάκοσμος, το περιβάλλον, των ιστοριών μου» είπε. Η διαφορά νομίζω μεταξύ της ζωγραφικής μου και των βιβλίων του έγκειται στο ότι τα θέματα της δικής μου δουλειάς προέρχονται από τον κόσμο της φαντασίας ενώ εκείνος στα βιβλία του περιγράφει απλώς τον τόπο, τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους που σε μας φαίνονται μαγικές. Το μαγικό όμως είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής τους, κυρίως όπως το έχω ζήσει στις πόλεις και στα χωριά της Λατινικής Αμερικής. Απόδειξη πως όταν αργότερα είχαν αρχίσει να γίνονται έντονα τα σημάδια της άνοιας από την οποία υπέφερε, μια καλλιεργημένη κυρία από το επταμελές προσωπικό που απασχολούσε ο Μάρκες μου είχε εκμυστηρευτεί ότι πήγαινε σε ένα μέντιουμ και ζητούσε τη βοήθεια ενός πνεύματος, επονομαζόμενου RedEagle, προκειμένου να θεραπεύσει τον μεγάλο συγγραφέα.
Οταν έφτασα στο σπίτι του, με περίμενε ντυμένος με ένα αρκετά εφαρμοστό πουκάμισο από μπλε τζιν, ίδιο τζιν παντελόνι και εντυπωσιακά μποτάκια από γαλάζιο δέρμα! Τουλάχιστον δεν ήταν ντυμένος α λα «χαβάνα», με κραυγαλέα πολύχρωμα ρούχα, όπως συνήθιζε στα νιάτα του.

Ενας μοναχικός φιλέλληνας

Σε εκείνη την επίσκεψη μου είχε πει μεταξύ πολλών άλλων: «Είμαι μοναχικός τύπος, εξάλλου φοβάμαι τους συγγραφείς γιατί είναι ανταγωνιστικοί και ζηλόφθονες, προτιμώ να κάνω παρέα και να συζητώ με ανθρώπους άλλων ειδικοτήτων και καλλιτέχνες όπως εσύ»! «Ο Ομηρος είναι ο φίλος μου», συνέχισε χαμογελώντας, «αλλά και εγώ είμαι πολύ φίλος των Ελλήνων». Πίστευε ότι ο Ομηρος είναι ο μεγαλύτερος συγγραφέας όλων των εποχών και είχε μάλιστα ταξιδέψει στην Ελλάδα τέσσερις φορές.
Είναι γεγονός ότι έχω αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες προσπαθώντας να φωτογραφίσω διάσημους ανθρώπους. Ολοι πάντως ήσαν άνετοι με τον φακό και ποζάριζαν με φυσικότητα. Η περίπτωση του Μάρκες όμως ήταν μοναδική. Ενας τόσο μεγάλος συγγραφέας, με τόσες διακρίσεις, με εκατομμύρια αναγνώστες των έργων του και έμοιαζε σαν να φωτογραφιζόταν για πρώτη φορά, γεγονός, νομίζω, που οφειλόταν στη σεμνότητα που του είχε προσθέσει ο χρόνος.
Οταν λοιπόν ξεκινήσαμε τη φωτογράφιση από κάποιο μέρος του κήπου εκείνος στάθηκε όρθιος, ευθυτενής και με τα χέρια σε θέση προσοχής, άκαμπτος, ακίνητος, αγέλαστος, σχεδόν σαν τρομαγμένος, και μας πήρε ώρα ώσπου να το ξεπεράσει και να χαλαρώσει.
Ο Μάρκες θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να χαμογελάει πάντα, αυτή ήταν η καλύτερή του εικόνα, η πιο πιστή, αυτός ήταν ο Μάρκες όταν τον γνώρισα. Ενας καλός, ευγενικός, εγκάρδιος, ντροπαλός και τρυφερός άνθρωπος. Και αυτή την εικόνα νομίζω ότι κατάφερα, εν τέλει, να απαθανατίσω.
Του Μάρκες και της Μερσέντες φαίνεται πως τους άρεσε ένας από τους πίνακές μου που τον είχαν δει σε κάποιο βιβλίο, γι’ αυτό όταν αργότερα του ζήτησα να βγούμε έξω από το σπίτι, στον δρόμο, για να τον φωτογραφίσω μου έθεσε πλαγίως και δήθεν αστειευόμενος την επιθυμία του: «Α, αυτό θα σου στοιχίσει πολύ, αλλά μπορώ να συμβιβαστώ με έναν πίνακά σου!».
Συμφωνήσαμε σφίγγοντας τα χέρια. Αλλωστε ήταν τιμή μου να έχει ένα έργο μου στο σπίτι του.
Βόλτες στην Καρταχένα

Την επόμενη χρονιά, το 2007, πάλι άνοιξη, στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Κολομβία, γιόρτασαν με μεγάλο ενθουσιασμό τα 80στά γενέθλιά του. Ο Μάρκες και η γυναίκα του μπήκαν από την Καρταχένα στο τρένο και έφτασαν ύστερα από πολύωρο και κουραστικό ταξίδι, συνοδεία μεγάλου αριθμού αστυνομικών, στη μικρή γενέθλια πόλη του, την Αρακατάκα, όπου τους περίμενε ένα πολυπληθές κοινό. Από τον σταθμό του τρένου οι Μάρκες αναγκάστηκαν να πάνε με τα πόδια στην πλατεία, όπου ο δήμαρχος τους ανέβασε πάνω σε πλαστικές καρέκλες ώστε να είναι ορατοί από τον κόσμο καθώς θα εκφωνούσε το πανηγυρικό λογύδριό του. Αυτά μου τα περιέγραψε ο ίδιος όταν λίγες ημέρες αργότερα τον συνάντησα στην Καρταχένα. Σκεπτόμουν μάλιστα να πήγαινα και κι εγώ στην Αρακατάκα για χάρη του αλλά όλοι με απέτρεψαν αφού λόγω της μεγάλης εγκληματικότητας που είχε η περιοχή ήταν αμφίβολο αν θα επέστρεφα ποτέ ζωντανός.
Αντιθέτως στην Καρταχένα, το κομμάτι της παλιάς, όμορφης πόλης είναι απολύτως ασφαλές. Οι στενοί δρόμοι έχουν παράξενα και ποιητικά ονόματα όπως «Οδός των άστρων», «Οδός της μοναξιάς», «Οδός των κυριών» κ.λπ. Ο δρόμος όπου βρίσκεται το μεγάλο και μάλλον μοντέρνο σπίτι του άθεου Γκάμπο, με θέα στον ωκεανό, ονομάζεται «Οδός των ιερέων»!
Εξ αιτίας των πανηγυρισμών για τα γενέθλιά του δεν καταφέραμε να βρεθούμε παρά μόνον την τελευταία ημέρα πριν φύγω. Ηρθε εκείνος στο ξενοδοχείο που έμενα, με ένα μεγάλο τζιπ με σκούρα τζάμια και συνοδευόμενος από έναν ένοπλο αστυνομικό.
Οταν πέρασε ευθυτενής και χαμογελαστός την πόρτα και έγινε αντιληπτός από τους ανθρώπους, εκείνοι έτρεξαν κατ’ επάνω μας και άρχισαν να βγάζουν φωτογραφίες. Πριν προλάβω να τον καλωσορίσω με τράβηξε από το χέρι και μου είπε: «Πάμε γρήγορα στο δωμάτιό σου» ενώ ο αστυνομικός, με προτεταμένο το μακρύκαννο όπλο, προσπαθούσε να κρατήσει σε απόσταση τους ένθερμους θαυμαστές του.
Μαζί μου είχα φέρει και του πρόσφερα τον πίνακα που επιθυμούσε. Τον ρώτησα αν θα ήθελε να τον πάρω μαζί μου και να του τον δώσω στο Μεξικό, όπου θα συνέχιζα το ταξίδι μου, αλλά μου απάντησε χωρίς να το πολυσκεφτεί «όχι, όχι, μου αρέσει να τον έχω εδώ, στο σπίτι της Καρταχένα».
Σε κάποια στιγμή, εντελώς αναπάντεχα, ίσως θέλοντας να μου ανταποδώσει το δώρο, με ρώτησε: «Θέλεις να με φωτογραφίσεις;».
Ηταν μια πολύ ζεστή ημέρα. Παρ’ ότι δεν ήθελα να τον κουράσω, δεν μπορούσα όμως να χάσω αυτή τη γενναιόδωρη προσφορά. Τον ρώτησα αν θα μπορούσα να τον φωτογραφίσω έξω, στη μεγάλη βεράντα του ξενοδοχείου με την υπέροχη θέα της πόλης. Ανησυχούσα μήπως η ζέστη ήταν και για εκείνον το ίδιο αφόρητη.
«Οχι», μου απάντησε, «να βγούμε έξω, μου αρέσει η ζέστη».
Ηταν και πάλι αμήχανος, όπως την πρώτη φορά στο Μεξικό, και περίμενε από εμένα να τον καθοδηγώ και να σκηνοθετώ τις πόζες.
Του έδωσα μια καρέκλα για να καθίσει και ένα λευκό τραπέζι στο οποίο ακούμπησε τα δάχτυλά του και άρχισε να τα χτυπάει παριστάνοντας τον πιανίστα ενώ ταυτόχρονα μουρμούριζε παιχνιδιάρικα μια μελωδία. Ενα ποτήρι παγωμένο νερό που έβαλα στο τραπέζι πρόσθεσε λίγη δροσιά στην εικόνα αλλά δεν βοήθησε τόσο ώστε να κάνω περισσότερες από 2-3 καλές λήψεις.
Ηταν πια μεσημέρι όταν με αποχαιρέτησε με έναν ζεστό εναγκαλισμό ανανεώνοντας το ραντεβού μας που θα γινόταν στο Μεξικό την επόμενη χρονιά.

«Δεν φοβάμαι εσένα, Δημήτρη, αλλά τη μηχανή σου»
Εναν χρόνο μετά, πάλι άνοιξη, το 2008, τον επισκέφτηκα τη συνηθισμένη ώρα, στις 12.
Μία μέρα πριν, μπαίνοντας στο ξενοδοχείο μου βλέπω ξαφνικά τον Γκάμπο και τη γυναίκα του μαζί με τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου με τον οποίο ήταν φίλοι. Η Μερσέντες με αναγνώρισε και με χαιρέτησε με χαρά και θέρμη ενώ ο Μάρκες σηκώθηκε και δίνοντάς μου το χέρι με ευγένεια, με κοιτούσε με απορία προσπαθώντας να καταλάβει ποιος ήμουν. Η άνοια δυστυχώς έδειχνε τα πρώτα της σημάδια.
Η Μερσέντες, προσπαθώντας να τον βοηθήσει, του είπε: «Ο Δημήτρης είναι, ο φίλος μας, ο ζωγράφος» και ταυτόχρονα ο ξενοδόχος: «Ο φίλος σου ο φωτογράφος είναι» και νομίζω πως οι δύο διαφορετικές ιδιότητες με τις οποίες με επανασύστησαν τον μπέρδεψαν ακόμη περισσότερο.
Την επομένη, όταν μπήκα στο σπίτι του με τον βοηθό μου που κρατούσε τις τσάντες με τα φωτογραφικά μου, είπε με το χαρακτηριστικό και ανεξάντλητο ακόμη τότε χιούμορ του: «Τι είναι αυτά; Ellaboratorio;».
Είχα φέρει μαζί μου και του χάρισα ένα γλυπτό ψαράκι από ασήμι για να του θυμίζει αυτά που έφτιαχνε ο παππούς του από χρυσό στην Αρακατάκα. Του έδωσα και μια μεταξοτυπία, δικό μου έργο, την οποία είχα υπογράψει «Με αγάπη» για τη γυναίκα του. Καθώς την κοίταζε μου είπε αστειευόμενος: «Αυτή η αγάπη που λες εδώ είναι καλλιτεχνική ή το πας παραπέρα, για να πάρω το όπλο μου;».
Σε αυτή τη συνάντηση μου είπε πως κοντεύει να τελειώσει ένα καινούργιο μυθιστόρημα και η γραμματέας του τον βοηθάει να συνδέει τα κεφάλαια επειδή η μνήμη του είναι «κάπως εξασθενημένη». Δεν ξέρω αν αυτό το μυθιστόρημα ολοκληρώθηκε ποτέ, πάντως δεν το είδαμε ακόμη δημοσιευμένο.
Οταν σήκωσα τη μηχανή μου για να τον φωτογραφίσω άλλαξε αμέσως διάθεση, μαγκώθηκε, κοκάλωσε, σαν να κάθησε ξαφνικά σε ηλεκτρική καρέκλα.
«Πάλι τα ίδια;» του είπα γελώντας «γιατί με κοιτάζεις με τρόμο;».
«Δεν φοβάμαι εσένα, Δημήτρη, αλλά τη μηχανή σου» μου απάντησε και αυτή την ίδια περίπου απάντηση μου είχε δώσει και την πρώτη ημέρα της γνωριμίας μας.
Οταν στη διάρκεια της φωτογράφισης κάθισε πίσω από το μεγάλο γραφείο του, πήρα μερικές κόλλες χαρτί και τις έβαλα μπροστά του παρακαλώντας τον να κάνει πως γράφει κάτι, έτσι ώστε να φωτογραφίσω τα χέρια του εν ώρα εργασίας. Τότε εκείνος φαίνεται πως θυμήθηκε τα νιάτα του, όταν στην Κολομβία έκανε καρικατούρες και τις πουλούσε, και με τον μαρκαδόρο του σχεδίασε ένα κεφάλι σε προφίλ με μεγάλη στραβή μύτη και μουστάκι και μου το έδωσε. «Δικό σου, εις ανάμνησιν» μου είπε, «είναι η αυτοπροσωπογραφία μου!».
Εκείνη την ημέρα έκανα αρκετές φωτογραφίες του και φεύγοντας το μεσημέρι ανανεώσαμε ξανά το ραντεβού μας το οποίο, όμως, δυστυχώς η αρρώστια του δεν επέτρεψε ποτέ να πραγματοποιηθεί.
Ανεμοσκορπίσματα

Ξαναπήγα στο Μεξικό το 2010, δύο χρόνια αργότερα, πάλι άνοιξη. Σε αυτό το ταξίδι μίλησα μερικές φορές με τη γραμματέα του, η οποία μου είπε πόσο οι Μάρκες με αγαπούν και πως είμαι πάντα ευπρόσδεκτος στο σπίτι τους αλλά με διάφορες δικαιολογίες δεν μου τον έδινε στο τηλέφωνο και δεν κατάφερα να τον συναντήσω. Τότε κατάλαβα πως η υγεία του δεν θα ήταν καλή και προσπαθούσαν να το κρύψουν.
Διάφοροι κοινοί μας φίλοι μού επιβεβαίωσαν αργότερα τις υποψίες λέγοντάς μου πως ήταν πια τόσο άρρωστος που δεν αναγνώριζε ούτε τα παιδιά του. Μου είπαν πως είχε πολλές φοβίες, έτρεμε το σκοτάδι και ήθελε πάντα κοντά του τη γραμματέα του ή τη Μερσέντες, για την οποία ανησυχούσε πολύ όταν έλειπε και την αναζητούσε απελπισμένος.
Από τους ίδιους φίλους έμαθα πως τα τελευταία χρόνια οι Μάρκες είχαν μεγάλη θλίψη γιατί κατοικούσαν στο Μεξικό μόνοι τους, χωρίς συγγενείς, με μεγάλη ανασφάλεια αφού τα δύο παιδιά τους ζούσαν το ένα στο Παρίσι και το άλλο στο Λος Αντζελες.
Δυστυχώς η δόξα και το χρήμα, χωρίς τα παιδιά δίπλα σου και με πεθαμένους τους περισσότερους από τους φίλους σου, όχι μόνον δεν φέρνουν τη νιότη πίσω, αλλά σε βυθίζουν στον φόβο και την ανελέητη μοναξιά. Αυτό είναι το άδικο τίμημα των γηρατειών και της διασημότητας. Και είναι ιδιαίτερα άδικο για έναν τόσο μεγάλο συγγραφέα που στα τελευταία χρόνια της ζωής του, αντί να ζει με γαλήνη, καταλήγει να ζει στον τρόμο και να μην ξέρει ποιος είναι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ