«Ενα βράδυ, ήμουν φοιτητής στην Μπογκοτά, έπιασα να διαβάζω τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα που μου είχε δανείσει ένας φίλος. Μόλις διάβασα την πρώτη πρόταση: «Oταν ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωί από ανήσυχα όνειρα, βρήκε τον εαυτό του στο κρεβάτι μεταμορφωμένο σε πελώριο ζωύφιο» σχεδόν έπεσα από το κρεβάτι από την έκπληξη. Δεν ήξερα ότι επιτρεπόταν να γράφεις λογοτεχνία έτσι. Αν το ήξερα, θα έγραφα καιρό πριν. Αρχισα λοιπόν αμέσως να γράφω διηγήματα. Ηταν εντελώς εγκεφαλικά γιατί βασιζόμουν στις λογοτεχνικές εμπειρίες από τα αναγνώσματά μου, δεν είχα βρει ακόμη τη σύνδεση ανάμεσα στη λογοτεχνία και στη ζωή» έλεγε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες σε συνέντευξή του στο «Paris Review» τον χειμώνα του 1981. Αργότερα βρήκε τη σύνδεση. Αντλησε υλικό από την παιδική του ηλικία, έχτισε χαρακτήρες βασισμένους στο πρόσωπο του παππού του και διηγήθηκε ιστορίες με τον τρόπο της γιαγιάς του.
«Ελεγε ιστορίες που ακούγονταν υπερφυσικές και φανταστικές, αλλά τις έλεγε με απόλυτη φυσικότητα. Οταν ανακάλυψα ότι αυτό ήταν το ύφος που έψαχνα, κάθησα και δούλεψα εντατικά ενάμιση χρόνο». Το αποτέλεσμα ήταν το Εκατό χρόνια μοναξιά (1967), το μυθιστόρημα που καθιέρωσε τον Γκαρσία Μάρκες και τον ιδιότυπο «μαγικό ρεαλισμό» του, όπου φαντασία και πραγματικότητα παντρεύονταν σε ένα παραμύθι σουρεαλιστικό που αναπαριστούσε γεγονότα από την ιστορία, την κουλτούρα, την πολιτική πραγματικότητα, τη βία και την εκμετάλλευση στη Λατινική Αμερική των δεκαετιών 1950-1960 το οποίο διαβάστηκε στην Ευρώπη καθιερώνοντας τη λογοτεχνία μιας ολόκληρης ηπείρου. Μετά τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, τον Γκάμπο, όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά φίλοι και αναγνώστες, η λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής μπήκε στην κεντρική λογοτεχνική σκηνή και ταυτίστηκε με το όνομά του.
Ο κολομβιανός νομπελίστας πέθανε τη Μεγάλη Πέμπτη στο σπίτι του στην Πόλη του Μεξικού, σε ηλικία 87 ετών. Τον επικείμενο θάνατό του περιμέναμε από καιρό καθώς τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ήταν αυξημένα. Ο καρκίνος στους λεμφαδένες που τον είχε ταλαιπωρήσει το 1999 ήταν, σύμφωνα με φήμες, η αιτία που τον οδήγησε στο νοσοκομείο στις αρχές Απριλίου. Πριν από ενάμιση χρόνο ο αδελφός του Χάιμε είχε ισχυριστεί ότι ο Γκάμπο έπασχε από άνοια.
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες γεννήθηκε το 1927 στην Αρακατάκα, ένα παραλιακό χωριό της Κολομβίας. Μεγάλωσε κοντά στους παππούδες του από τη μεριά της μητέρας του, μακριά από τους γονείς του. Πρωτοείδε τη μητέρα του σε ηλικία δέκα ετών, ένα σοκ το οποίο δεν μπόρεσε να ξεπεράσει. Τον πατέρα του τον αντιπαθούσε. Λάτρευε όμως τον συνταγματάρχη παππού του. «Ημουν οκτώ ετών όταν πέθανε. Από τότε τίποτε σημαντικό δεν μου συνέβη» υποστήριζε ο Μάρκες.
Το 1947 άρχισε σπουδές Νομικής και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά. Τον ίδιο χρόνο η εφημερίδα «Ελ Εσπεκταδόρ» δημοσίευσε το πρώτο διήγημά του με τίτλο «Η τρίτη παραίτηση». Το 1948 μετακόμισε στην Καρταχένα των Δυτικών Ινδιών και άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ελ Ουνιβερσάλ». Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Αμερική και στην Ευρώπη. Την πρώτη του νουβέλα Τα νεκρά φύλλα (1955) ακολούθησαν η νουβέλα Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει (1961) και το μυθιστόρημα Κακιά ώρα (1962).
Πέρασε τα πρώτα 40 χρόνια της ζωής του προσπαθώντας να τα βγάλει πέρα ως κειμενογράφος, κριτικός κινηματογράφου και δημοσιογράφος. Οταν οι συνάδελφοί του στην εφημερίδα σχολούσαν, εκείνος έμενε και έγραφε τη λογοτεχνία του, συντροφιά με τον θόρυβο από τις λινοτυπικές μηχανές. «Μου άρεσε. Ακουγόταν σαν βροχή. Οταν σταματούσαν δεν μπορούσα να συνεχίσω το γράψιμο». Η θητεία στη δημοσιογραφία επηρέασε τη γραφή του, που χαρακτηρίζεται από θαυμαστή ακρίβεια και αφηγηματικό στυλ που δανείζεται στοιχεία από το ρεπορτάζ. Μετά το Εκατό χρόνια μοναξιά, που έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 50 εκατ. αντίτυπα, δεν χρειαζόταν πλέον να εργάζεται. Αφοσιώθηκε στη συγγραφή. Ακολούθησαν Το φθινόπωρο του Πατριάρχη (1975), το Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου (1981), το Ερωτας στα χρόνια της χολέρας (1985), τα Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα (1992) και το Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων (1994).
Το 1982 βραβεύθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του στα οποία το φανταστικό και το ρεαλιστικό παντρεύονται σε έναν πλούσιο, περίπλοκο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου». Είναι η πιο εμβληματική φυσιογνωμία της σπουδαίας λατινοαμερικανικής πεζογραφικής «γενιάς της έκρηξης», ένας συγγραφέας τον οποίο, σύμφωνα με τον ομότεχνό του Κάρλος Φουέντες, δεν ξεπερνά άλλος στην ισπανική γλώσσα παρά μονάχα ο Θερβάντες. Απολάμβανε την παγκόσμια φήμη του αλλά θεωρούσε ότι η φήμη και η δημοσιότητα δεν είναι εποικοδομητικές για έναν συγγραφέα. «Στην περίπτωσή μου το μόνο πλεονέκτημα της φήμης μου είναι ότι μπορώ να τη χρησιμοποιήσω πολιτικά» έλεγε και εννοούσε τον ρόλο του δημόσιου διανοουμένου. Ο Μάρκες συνδεόταν με δεσμούς φιλίας με τον Φιντέλ Κάστρο και πίστευε ότι η Επανάσταση στην Κούβα ευαισθητοποίησε τους Ευρωπαίους και πυροδότησε το ενδιαφέρον τους για τη λογοτεχνία που γραφόταν στη Λατινική Αμερική, αλλά υποστήριζε ότι το μόνο επαναστατικό καθήκον του συγγραφέα είναι να γράφει όσο καλύτερα μπορεί.
Το 1999 διαγνώστηκε με καρκίνο στους λεμφαδένες. Στη διάρκεια της θεραπείας του πήρε την απόφαση να συντάξει την αυτοβιογραφία του. Τα επόμενα τρία χρόνια, όπως είπε σε συνεντεύξεις του, χάθηκε από προσώπου γης, σταμάτησε τα ταξίδια και τις δημόσιες εμφανίσεις, περιόρισε τις συναντήσεις με τους φίλους του και έγραφε πυρετωδώς. Το 2002 κυκλοφόρησαν τα απομνημονεύματά του των ετών 1927-1950 με τίτλο Ζω για να τη διηγούμαι. Στον τόμο αφηγείται τη ζωή των παιδικών και νεανικών του χρόνων ως τη στιγμή που έκανε πρόταση γάμου στη σύζυγό του Μερτσέντες, η οποία τον στήριξε με αφοσίωση σε όλη τη διάρκεια της κοινής τους ζωής.
Η συγγραφική σιωπή του μετά τις Θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου (2004) είχε τροφοδοτήσει πολλά δημοσιεύματα τα οποία έκαναν λόγο για επιδείνωση της ασθένειάς του και άλλα προβλήματα υγείας –ορισμένα μάλιστα μιλούσαν ακόμη και για θάνατο του Μάρκες. Αυτή τη φορά η είδηση δεν ήταν ψευδής. Λίγες εβδομάδες μετά τα γενέθλιά του, στις 6 Μαρτίου, ο κόσμος αποχαιρετά τον πατριάρχη της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας. Οχι οριστικά. Προς το παρόν. «Αναπαύσου εν ειρήνη, Γκάμπο, θα συναντηθούμε στο Μακόντο» έγραφε ένα από τα δεκάδες χιλιάδες μηνύματα στο Facebook, στο μυστικό χωριό που εκείνος επινόησε.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ