Είκοσι χρόνια μετά την πρόωρη διαφυγή του στον κόσμο του ονείρου και της άσβεστης νιότης ο Χατζιδάκις παραμένει ένας μύθος της μεταπολεμικής Ελλάδας. Τα αφιερώματα στη ζωή του δεν θα λείψουν. Θα είναι όμως λειψά αν στηθούν μόνο στη μαρτυρία φίλων και θαυμαστών. Η ιστορική αποτίμηση προϋποθέτει τεκμήρια και απόσπαση από τον βιογραφούμενο. Τούτο παραμένει ακόμα ζητούμενο για τον Χατζιδάκι.
Κύρια συμβολή του στη μεταπολεμική περίοδο ήταν η μουσική συμφιλίωση του προσφυγικού με τον μητροπολιτικό Ελληνισμό, αλλά και το εκλεκτικό αγκάλιασμα ειδών από το περιθωριακό ρεμπέτικο έως την πρωτοπορία με κριτήριο την αυθεντικότητα. Η εντιμότητα, η ευγένεια και η γενναιοδωρία του ήταν παροιμιώδεις. Αντιθέτως, η ανεξαρτησία, το πείσμα και η εριστικότητά του τον έκαναν απρόβλεπτο και του κόστιζαν προσωπικά και επαγγελματικά. Περίφημη ήταν η ρήξη του με τη Μελίνα στη διάρκεια της χούντας. Οταν εκείνη βρέθηκε άπατρις στην Αμερική και ο εκτοπισμένος Θεοδωράκης χαροπάλευε, αυτός δήλωνε δημόσια ότι η Ελλάδα δεν ήταν χειρότερα από πριν και ανέχθηκε τη φωτογράφισή του με τον Μακαρέζο. Αν και ζηλωτής της αλήθειας, δεν τόλμησε ποτέ να ξεπεράσει τον αστισμό του. Αποδέχθηκε σιωπηλά την κοινωνική καταπίεση της ομοφυλοφιλίας του διοχετεύοντάς τη στη μελαγχολία μιας αισθητικής απομόνωσης που αναγνωρίζουμε ως χατζιδάκεια ευαισθησία.
Μία από τις προβληματικές πλευρές του συνθέτη, την αναβλητικότητα, τεκμηριώνουν δύο φάκελοι στο αρχείο του Σπύρου Π. Σκούρα (Stanford University) για τη μουσική επένδυση δύο παραγωγών της Twentieth Century-Fox (Fox). Το 1960 ο Σκούρας αποφάσισε να γυρίσει δύο ταινίες στην Ελλάδα με θέμα τη μάχη των Θερμοπυλών («Οι 300 της Σπάρτης») και τη νίκη του Σπύρου Λούη στην παρθενική Ολυμπιάδα του 1896 («Συνέβη στην Αθήνα»). Φλογερός πατριώτης, ποθούσε να ανορθώσει τη μεταπολεμική Ελλάδα με επενδύσεις και τουρισμό. Το 1957 την έβαλε στον παγκόσμιο χάρτη με την υπέροχη σινεμασκόπ φωτογράφιση της Ακρόπολης και των Μετεώρων στο «Παιδί και το δελφίνι». Τώρα όχι μόνο εισήγαγε δύο ακόμα χολιγουντιανές παραγωγές, αλλά απαίτησε κύριοι ρόλοι να δοθούν σε ελληνίδες ηθοποιούς (Αννα Συνοδινού και Ξένια Καλογεροπούλου) και μετέτρεψε τους αρχικούς τίτλους σε κινηματογραφικό παιάνα για την αρχαιότητα. Κανένα σποτ του ΕΟΤ δεν διαφήμισε τόσο αποτελεσματικά την Ακρόπολη όσο τα πρώτα δύο λεπτά αμφότερων των ταινιών.
Με τα γυρίσματα σε ακολουθία από τον Σεπτέμβριο του 1960 ως τον Ιανουάριο του 1961, ο Σκούρας επισκέπτεται την Αθήνα στα τέλη Οκτωβρίου. Είναι η χρονιά που το «Ποτέ την Κυριακή» καθιερώνει μια σύγχρονη, αλλά στρεβλή, εικόνα της Ελλάδας. Η κατάκτηση ενός αφελούς αμερικανού αναμορφωτή από μια αχαλίνωτη γηγενή εταίρα σίγουρα δεν ενθουσίασε τον Σκούρα, ο οποίος πρέσβευε τον ηθικοπλαστικό κινηματογράφο. (Η δε μελίνεια Ελλάδα επιβίωνε χάρη στην αμερικανική φιλανθρωπία.) Ο Σκούρας ωστόσο αμέσως αναγνώρισε τη συνεισφορά της μουσικής στην επιτυχία του και έσπευσε να κλείσει προφορική συμφωνία με τον Χατζιδάκι για τις δύο παραγωγές, αφήνοντας στον ανιψιό του Σπύρο Δ. Σκούρα τις λεπτομέρειες. Επιπλέον, η θυγατρική δισκογραφική εταιρεία της Fox προσδοκούσε την εκμετάλλευση των μελλοντικών επιτυχιών του συνθέτη.
Τα προβλήματα άρχισαν σε δύο εβδομάδες, όταν ο Χατζιδάκις ζητεί αναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας. Αν γνώριζε ότι επρόκειτο για μεγάλου προϋπολογισμού παραγωγές, θα είχε ζητήσει 10.000 δολάρια αντί για 5.000 την ταινία (συγκριτικά, η Καλογεροπούλου έλαβε 5.000, ενώ η Συνοδινού 8.000 συν 1.000 για οδοντοκοσμητικές εργασίες). Στις 15 Δεκεμβρίου προτείνει επαυξημένη αμοιβή 7.500 για τους «300», αλλά ο Σκούρας είναι ανένδοτος. Το συμφωνημένο ποσό ήδη εγκρίθηκε από τη διοίκηση της Fox. Εξάλλου οι ταινίες θα ανοίξουν την πόρτα της Αμερικής στον Χατζιδάκι. (Είμαστε εβδομάδες πριν ανακοινωθούν οι υποψηφιότητες για τα Οσκαρ.)
Συμπληρωματικά γυρίσματα για το «Συνέβη» οδηγούν τη Fox σε αλλαγή προγραμματισμού. Τέλη Ιανουαρίου ο Σκούρας ζητεί από τον Χατζιδάκι να αρχίσει με τους «300», συνθέτοντας επίσης δυο-τρία εμπορικά τραγούδια. Οι παραγωγοί ελπίζουν να έχουν τη μουσική έτοιμη μέσα στον Μάρτιο, αλλά ο Χατζιδάκις υπόσχεται να αρχίσει τον Μάιο λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων. Στις 10 Μαΐου ωστόσο ζητεί παράταση για τις 20 Ιουνίου, απαιτεί δε μικροαλλαγές και προσθήκη φιλμ σε σημεία της ταινίας για καλύτερο μουσικό συγχρονισμό. Παρά τις ενστάσεις της Fox για επιβάρυνση 2.500 δολαρίων ο Σκούρας εγκρίνει το ποσό και δικαιολογεί την «καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία» του Μάνου. Στις 23 ο Σπύρος ανακοινώνει ότι η μουσική για τους «300» θα τελειώσει στις 3 Ιουνίου και για το «Συνέβη» στις 5-8 Ιουλίου.
Ο πρώτος συναγερμός σημαίνει στις 26 Ιουνίου. Τηλεγράφημα στα κεντρικά της Fox περιγράφει τη συνεργασία με τον Χατζιδάκι ως «φρικτή». Η ηχογράφηση για τους «300» καθυστερεί και οι τεχνικοί κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια. Εχει φήμη στρυφνού ατόμου και με προβλήματα στην ολοκλήρωση μεγάλων ταινιών. Προτείνεται να στρατολογήσουν έμπειρο χολιγουντιανό συνθέτη για να έχουν τη μουσική σε έναν μήνα. Ο Σκούρας τούς καθησυχάζει: «Τα ίδια έκανε και στο «Ποτέ την Κυριακή» αλλά δείτε τι μουσική έγραψε».
Οταν όμως η Fox παραλαμβάνει την επενδυμένη ταινία στα μέσα Ιουλίου, ο Σκούρας απογοητεύεται. Ζητεί από τον Χατζιδάκι ένα τραγούδι που «θα σφυρίζει ο κόσμος βγαίνοντας από το σινεμά». Προετοιμαζόμενος για το Φεστιβάλ Αθηνών, εκείνος τον αγνοεί. Νέο κυνηγητό αρχίζει στην Αθήνα και «μετά από πολλές απόπειρες» ο Σπύρος τον βάζει να ξαναδεί τους «300» στις 12 Αυγούστου. Στις 17 τηλεγραφεί: «Μετά από ατέλειωτες συζητήσεις ο Χατζιδάκις επιβεβαιώνει ότι θα επενδύσει το «Συνέβη» οπωσδήποτε στις 26-28 Σεπτεμβρίου». Στις 30 Αυγούστου ο Χατζιδάκις γράφει στον Σκούρα ότι «κάθε αλλαγή [στους «300»] θα βλάψει αντί να ωφελήσει» και αποδίδει τις καθυστερήσεις του στο «αίσθημα της ευθύνης από τη μια, και της τελειότητας που επεδίωκα, από την άλλη».
9 Σεπτεμβρίου: Ο Χατζιδάκις ανακοινώνει αναβολή της ηχογράφησης του «Συνέβη» ως τις 15 Οκτωβρίου. Οταν, έπειτα από αναζήτηση ημερών, ο παραγωγός της Fox στην Αθήνα τον συναντά, μαθαίνει ότι δεν υπάρχει ούτε μία σελίδα παρτιτούρας. «Η μουσική είναι όλη εδώ» δηλώνει αφοπλιστικά ο συνθέτης δείχνοντας τον κρόταφό του. Πανικόβλητος, ο παραγωγός τηλεγραφεί στη Fox. Ο Σκούρας πάλι καλύπτει τον Μάνο, αλλά στις 18 Οκτωβρίου εκμυστηρεύεται στον Σπύρο ότι οι συνεχείς αναβολές τον εκθέτουν προσωπικά στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας. Είναι η εποχή που τα ατέλειωτα γυρίσματα της «Κλεοπάτρας» πριονίζουν την καρέκλα του.
Ο Χατζιδάκις μπαίνει τελικά στο στούντιο στις 27 Οκτωβρίου, αλλά δημιουργεί νέα προβλήματα. Αυτοσχεδιάζει στο πιάνο ατέλειωτες ώρες, μετά διδάσκει προφορικά τα μέρη σε καθένα μουσικό και μόνο τότε ξεκινούν οι πρόβες. Το κόστος υπερβαίνει τις 2.000 δολάρια. Επιπλέον «επιμένει να καλέσει μια τραγουδίστρια… από τη Βιέννη που θα μας κοστίσει σχεδόν άλλα χίλια δολάρια. Απειλεί να αποχωρήσει αμέσως αν δεν δεχθούμε». Η Fox ενδίδει και πάλι.
Στις 13 Νοεμβρίου το δράμα μεταφέρεται στο Λονδίνο για το τελικό μοντάζ αμφότερων των ταινιών. Ο Χατζιδάκις ισχυρίζεται ότι έχει άδεια από τον Σκούρα να επιφέρει αλλαγές για την ανάδειξη της μουσικής του. Οι στίχοι των νέων τραγουδιών που καταθέτει για τους «300» απορρίπτονται ως ερασιτεχνικοί. Στις 21 ο Σκούρας τον καλεί στο Παρίσι για τις τελικές αποφάσεις. Επιτελικός της Fox αναρωτιέται «πόσο κόστισαν οι αναβολές του Χατζιδάκι και στις δύο παραγωγές».
Αρχές Δεκεμβρίου αρχίζει το μοντάζ του «Συνέβη». Ο Σκούρας εύχεται στον Μάνο το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, «γιατί η ζωή μου εξαρτάται από τις δύο αυτές παραγωγές». Στο μεταξύ, δεκατέσσερις μήνες μετά τη συμφωνία τους, ο Χατζιδάκις δεν έχει ακόμα υπογράψει το συμβόλαιό του αναγκάζοντας τη Fox να δεσμεύσει μέρος της αμοιβής του. Ο Σπύρος θα πει αργότερα ότι του βγήκε η πίστη για να τον πείσει να βάλει την υπογραφή του.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1962, ενώ οι «300» προβάλλονται δοκιμαστικά, ο Σκούρας απογοητεύεται με τα νέα τραγούδια του Χατζιδάκι και ξαναζητεί μια εμπορική επιτυχία όπως «Τα παιδιά του Πειραιά». Αν ο Μάνος τα καταφέρει, γράφει στον ανιψιό του, ο ίδιος θα μπορέσει να του κλείσει το Ράδιο Σίτι στη Νέα Υόρκη για συναυλίες: «Θα έχει μια εξαιρετική ευκαιρία για να καθιερωθεί ανάμεσα στους μεγάλους διεθνείς σύγχρονους συνθέτες». Ο Χατζιδάκις υπόσχεται ένα τραγούδι σε ορχηστρική μορφή σε μία εβδομάδα. Ως τις 17 Απριλίου, έναν μήνα πριν χάσει την προεδρία της Fox, ο Σκούρας δεν έχει λάβει τίποτε.
Εδώ τελειώνει η καταγραφή των πηγών για μια ιστορική ευκαιρία της ελληνικής μουσικής. Χάρη στη γενναιοδωρία του Σκούρα ο Χατζιδάκις είχε το 1961 ανοιχτές τις πόρτες για μια σταδιοδρομία στο Χόλιγουντ. Η αδυναμία ή η απροθυμία του να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του αμερικανικού κινηματογράφου δεν του συγχωρέθηκαν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Μπορεί να επισκέφθηκε τη Νέα Υόρκη αργότερα για τη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» και να έμεινε συνολικά για έξι χρόνια λόγω φορολογικών εκκρεμοτήτων στην Ελλάδα, αλλά ποτέ δεν άγγιξε το όνειρο του Σκούρα να δει έναν έλληνα συνθέτη να κατακτά την Αμερική όπως είχαν ήδη επιτύχει η Κάλλας και ο Μητρόπουλος.
Ταμπουρωμένος σε μια μποέμικη ανεξαρτησία και παραδομένος σε έναν αισθησιασμό που προέβαλλε ως καλλιτεχνική ακεραιότητα, ο Χατζιδάκις δεν θέλησε ποτέ να είναι μέρος μιας κοινωνίας που δεν θα τον αναγνώριζε ως εξαίρεση. Η αυτοεξορία του από έναν κόσμο χυδαιότητας, φτήνιας και κακογουστιάς, αλλά και η αποκήρυξη της εμπορικής του επιτυχίας θα στοίχειωναν την υστεροφημία του. Οταν πέθανε το 1994, ο ξένος Τύπος τον θυμόταν ως τον συνθέτη του «Ποτέ την Κυριακή». Το δε «Χαμόγελο της Τζοκόντας» επιβιώνει σήμερα διεθνώς ως ευκολοχώνευτη μουσική. Τα εικοσάχρονα από τον θάνατό του επιτρέπουν όχι μόνο να αναγνωρίσουμε την τεράστια προσφορά του στη μεταπολεμική μας κουλτούρα αλλά και να διδαχθούμε από τις αδυναμίες και τα λάθη του.
Ο κ. Ηλίας Χρυσοχοΐδης είναι ιστορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Stanford.
Ilias Chrissochoidis, https://www.stanford.edu/~ichriss
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ