Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη, _: χωρίς άποψη
«300: Η άνοδος της αυτοκρατορίας» («300: Rise of the Empire», ΗΠΑ, 2014) του Νόαμ Μούρο, με τους Σάλιβαν Στέιπλετον, Εύα Γκριν, Λίνα Χέντεϊ, Ροντρίγκο Σαντόρο
Ξεκινώντας με τον αποκεφαλισμό του Λεωνίδα από τον Ξέρξη (Ροντρίγκο Σαντόρο) έτσι ώστε τα αίματα να ανάψουν από το σημείο μηδέν, η επική αυτή περιπέτεια που όπως και οι «300» στηρίζεται σε εικονογραφημένη νουβέλα του Φρανκ Μίλερ, επιστρέφει στον πόλεμο των αρχαίων Ελλήνων με τους Πέρσες παρακολουθώντας αυτή τη φορά την πλευρά των Αθηναίων του Θεμιστοκλή με κορύφωση τη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Γεμάτο από στομφώδεις ιαχές κομμένες και ραμμένες για την ανάταση του πατριωτικού μας ιδεώδους («είμαστε δημοκρατία, όχι αναρχία», «η θυσία της Σπάρτης θα μας ενώσει», «να πεθάνουμε στα πόδια μας παρά να ζήσουμε στα γόνατα» και άλλα τέτοια φωνάζει ο Θεμιστοκλής) το σενάριο αυτής της ταινίας δεν είναι κάτι παραπάνω από μια επανάληψη εκείνου της προγενέστερής της, με μόνη ίσως διαφορά το στοιχείο του χιούμορ.
Εν προκειμένω το χιούμορ είναι σαφώς πιο έντονο αφού στο κάτω-κάτω ο πολυμήχανος Αθηναίος Θεμιστοκλής (Σάλιβαν Στέιπλετον) ήταν πολύ πιο ανοιχτόμυαλος, πονηρός και «τσαχπίνης» απ’ ό,τι ο άκαμπτος, αγέλαστος και διαρκώς μουτρωμένος Σπαρτιάτης Λεωνίδας.
Το highlight άλλωστε αυτής της ταινίας δεν βρίσκεται στο πεδίο της μάχης ή στα κύματα του Αιγαίου όπου οι τριήρεις κάνουν γραβιέρα τα περσικά πλοία αλλά στο… κρεβάτι της Αρτεμισίας (Εύα Γκριν) όπου ο Θεμιστοκλής της θυμίζει τι πραγματικά εστί Ελληνας! (παρεμπιπτόντως η Αρτεμισία αυτής της ταινίας νομίζεις ότι έχει βγει από ταινία με βαμπίρ).
Παρ’ όλα αυτά το μοτίβο του «300: Η άνοδος της αυτοκρατορίας» δεν παύει να είναι το ίδιο με των «300». Ενας χυδαίος εξωραϊσμός με πορνογραφικές διαθέσεις της πολεμικής βίας (έχεις την εντύπωση ότι οι δημιουργοί της εκσπερμάτωναν μετά από κάθε μάχη) με σκηνές μάχης που δεν τελειώνουν ποτέ. Κεφάλια και άκρα ξεκολλούν σαν παιχνίδια lego από τα σώματα, ένα κρανίο γίνεται κιμάς από την οπλή ενός αλόγου, ο Θεμιστοκλής τεμαχίζει σε σημείο εξευτελισμού έναν πέρση στρατηγό και πάει λέγοντας.
Βαθμολογία: 1
ΑίθουσεςΟΛΑ ΤΑ VILLAGE – STER IΛION – ΟDEON KOSMOPOLIS ΜΑΡΟΥΣΙ – ΟDEON STARCITY –ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – AΘΗΝΑΙΟΝ – ΑΕΛΛΩ – ΝΑΝΑ – ΑΙΓΛΗ ΧΑΛΑΝΔΡΙ – ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ Ν.ΗΡΑΚΛΕΙΟ – ΦΟΙΒΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ – ΟDEON ΟΠΕΡΑ – ΣΠΟΡΤΙΝΓΚ Ν.ΣΜΥΡΝΗ – ΣΙΝΕΑΚ ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ VILLAGE COSMOS – VILLAGE ΛΙΜΑΝΙ – ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ – STER ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
«Ξενοδοχείο Grand Budapest» («The Grand Budapest Hotel», Αγγλία / Γερμανία, 2014) του Γουές Αντερσον, με τους Ρέιφ Φάινς, Τίλντα Σουίντον, Εντριαν Μπρόντι, Γουίλεμ Νταφόε
Η ταινία που σήκωσε την αυλαία στο τελευταίο φεστιβάλ Βερολίνου από το οποίο έφυγε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής είναι η τελευταία δημιουργία του πάντα ευφάνταστου και στυλάτου αμερικανού σκηνοθέτη Γουές Αντερσον. Δημιουργός της εξαιρετικής «Οικογένειας Τένενμπαουμ» αλλά και εξίσου ενδιαφέροντος, προπέρσινου «Ερωτα του φεγγαριού», ο Αντερσον αυτή τη φορά μας μεταφέρει σε ένα διάσημο ξενοδοχείο πολυτελείας κάποιας χώρας της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, όπου με δραματουργικό χρόνο τα χρόνια του Μεσοπολέμου καταγράφει τα κατορθώματα του θυρωρού του, Γκούσταβ Χ.
Οι σχέσεις του Γκούσταβ με τους υπόλοιπους εργαζομένους (με έμφαση στον ινδό βοηθό του ονόματι Zero –Τόνι Πεβολόρι), με την εκλεκτή πελατεία, την αφρόκρεμα της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας αλλά και διάφορους άλλους τύπους που εμφανίζονται ξαφνικά στη ζωή του, δίνουν υλικό για μια συρραφή από αστείες, «επεισοδιακές» καταστάσεις, πάντα βέβαια πίσω από ένα αραχνοΰφαντο πέπλο μελαγχολίας.
Κυρίως όμως μιλάμε για μια κωμωδία η οποία συχνά παραπέμπει σε ένα σινεμά αλλοτινών εποχών –κάτι που ο Αντερσον συνηθίζει. Είναι ολοφάνερες οι επιρροές του από την αμερικανική κωμωδία screwball ενώ περιλαμβάνει επίσης μια ευχάριστη δόση αστυνομικού μυστηρίου σε σχέση με την κλοπή ενός πίνακα αλλά και τη διαθήκη μιας πάμπλουτης κυρίας που είχε περάσει από το κρεβάτι του Γκούσταβ και που υποδύεται μια αγνώριστη Τίλντα Σουίντον.
Ομως η αποκάλυψη της ταινίας δεν είναι παρά ο ίδιος ο διάσημος πρωταγωνιστής της ο ουαλός ηθοποιός Ρέιφ Φάινς σε μια από τις πολύ σπάνιες κωμικές στιγμές του. Αεικίνητος και ομιλητικός όσο ποτέ άλλοτε, ο Φάινς είναι τόσο μαγνητικός στον ρόλο του Γκούσταβ που όποτε εμφανίζεται στην οθόνη (δηλαδή συνέχεια) να μην μπορείς να στρέψεις αλλού τη ματιά σου. Οπως συμβαίνει με τις περισσότερες ταινίες του Αντερσον, έτσι και εδώ θα βρούμε δεκάδες πρόσωπα σε μικρούς ρόλους. Εκτός από την Σουίντον, ο Χάρβεϊ Καϊτέλ, ο Γουίλεμ Νταφόε, ο Τζουντ Λο, ο Τομ Γουίλκινσον, ο Εντριαν Μπρόντι, ο Οουεν Γουίλσον και ο Μπιλ Μάρεϊ που έχει παίξει σε όλες τις μεγάλου μήκους ταινίες του σκηνοθέτη.
Βαθμολογία: 3
Αίθουσες: ODEON ΕΜΠΑΣΣΥ – ΔΑΝΑΟΣ – ΚΗΦΙΣΙΑ – CINE ΧΟΛΑΡΓΟΣ –ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ –ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ Ν. ΗΡΑΚΛΈΙΟ – ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ – ΒΑΡΚΙΖΑ – ODEON ΓΛΥΦΑΔΑ – ODEON KOSMOPOLIS ΜΑΡΟΥΣΙ – ODEON STAR CITY – STER ΙΛΙΟΝ – VILLAGE MAL
ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ
>>Η ιστορία μιας σύγχρονης Μήδειας βρίσκεται στον πυρήνα της ταινίας «Πέρα από τη λογική» («A perdre la raison», Βέλγιο, 2012) του βέλγου σκηνοθέτη Γιοακίμ Λαφός η οποία είναι εμπνευσμένη από μια αληθινή ιστορία που συγκλόνισε την κοινωνία του Βελγίου πριν από επτά περίπου χρόνια.
Ο Λαφός επικεντρώνεται στην «υπόγεια» καταπίεση που δέχεται η γυναίκα και η οποία προέρχεται από τις αποπνικτικές πατριαρχικές συνθήκες ενός δυσλειτουργικού γάμου. Εκείνες είναι που εντείνουν τη δυσθυμία της ούτως ή άλλως καταθλιπτικής αυτής γυναίκας, φέρνοντάς τη στο σημείο να σκοτώσει τα τέσσερα ανήλικα παιδιά της. Ο σκηνοθέτης κλιμακώνει με υπομονή την ταινία και την ίδια ώρα πλάθει ήρωες που κινούν το ενδιαφέρον, κάτι που ισχύει και με τις διαπροσωπικές σχέσεις τους.
Τι ακριβώς συμβαίνει ανάμεσα στον θετό πατέρα (Νιλς Αρεστρουπ) του μαροκινού συζύγου (Ταχάρ Ραχίμ) και γιατί ασκεί πάνω του τόση σιωπηλή πίεση; Η ταινία δεν δίνει σε όλα τις απαντήσεις αλλά ενδεχομένως αυτό να μην έχει και τόση σημασία. Εκπληκτική στον ρόλο της φόνισσας η Εμιλί Ντικέν, η βελγίδα ηθοποιός που πρωτογνωρίσαμε στην «Ροχζετά» των αδελφών Νταρντέν.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΝΙΡΒΑΝΑ –ΝΑΝΑ –ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ
>>Χωρίς πλοκή, χωρίς σενάριο, χωρίς ήρωες, χωρίς ξεκάθαρο δραματουργικό χρόνο και εδώ που τα λέμε χωρίς τίποτε που να βγάζει στ’ αλήθεια νόημα, το «Φως μετά το σκοτάδι» («Post Tenebras Lux», Μεξικό, 2012), τελευταία ταινία του μεξικανού auteur Κάρλος Ρεϊγάδας μπορεί να εκληφθεί μόνον ως ενοχλητική σκηνοθετική εκκεντρικότητα για την οποία ενδεχομένως μπορεί να μιλήσει μόνον ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Η φύση, ο άνθρωπος, η καταστροφή και ο Σατανάς ως κατακόκκινο καρτούν μπερδεύονται σε ένα ακατανόητο σύνολο εικόνων και ήχων απέναντι στο οποίο προσωπικά σηκώνω τα χέρια ψηλά. ‘Η εγώ είμαι βλάκας και δεν κατάλαβα ή ο Ρεϊγάδας δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα. Είναι να απορείς πάντως για τη λογική με την οποία αυτή η ταινία απέσπασε το βραβείο σκηνοθεσίας πρόπερσι στις Κάνες και ακόμη περισσότερο που αυτός ο υπερτιμημένος ποιητής της ασχήμιας, υπεύθυνος για το «Χαπόν», το «Δυστυχισμένοι στον Παράδεισο» και το «Silent light» εξακολουθεί να γυρίζει ταινίες.
Βαθμολογία: 1
Αίθουσες:ΑΣΤΥ