Οι μεγάλοι δάσκαλοι υπάρχουν όταν τους διαδέχονται σπουδαίοι μαθητές. Και ο Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932) είναι ο πλέον αυθεντικός συνεχιστής της τέχνης του Νικολάου Γύζη και του Νικηφόρου Λύτρα. Διαδέχθηκε τον Λύτρα στη διδασκαλία στη Σχολή Καλών Τεχνών, αργότερα ανέλαβε τη διεύθυνσή της, και ήταν ο πρώτος διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης (1900-1918). Η Ελλάδα τον τίμησε πολύ και το 1926 έγινε αριστίνδην ακαδημαϊκός.
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης μυήθηκε στην ακαδημαϊκή ζωγραφική στα χρόνια των σπουδών του στο Μόναχο (1877-1883) και της αφιερώθηκε για πάντα με το ασύγκριτο ταλέντο του αλλά και πολλές ανανεωτικές απιστίες. Ηταν εκείνος ο οποίος έφερε την ακαδημαϊκή παράδοση πέρα από τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα και την άπλωσε με τα έργα του στις πρώτες δεκαετίες του νέου αιώνα, συνεχίζοντας την καλλιέργεια του εδάφους για να απλώσουν τις ρίζες τους οι νεωτερικές τάσεις. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά των μεγάλων δημιουργών. Να πρωτοπορούν οι ίδιοι πέρα από τις συντηρητικές θέσεις τους. Και ο Ιακωβίδης προσπερνούσε τον εαυτό του όταν συμμετείχε το 1917 στην «Ομάδα Τέχνη» με τους ζωγράφους εραστές του νέου βλέμματος Κωνσταντίνο Μαλέα και Νικόλαο Λύτρα, και τον γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο.
Διανύουμε μια ανήσυχη εποχή αναζήτησης ταυτοτήτων τόσο της ευρωπαϊκής τέχνης όσο και της ελληνικής. Η ευρωπαϊκή τέχνη σκέφτεται και δημιουργεί μέσα στη δίνη της βιομηχανικής επανάστασης και επηρεάζει τους ευαίσθητους προς τα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά κέντρα έλληνες ζωγράφους, οι οποίοι αναζητούν επιπλέον την ιδιαίτερη ταυτότητά τους ως νεοέλληνες μέσα στην ευρωπαϊκή ταυτότητα. Η βιομηχανική επανάσταση ακροθιγώς ακουμπά την ελληνική κοινωνία και δεν αλλάζει ιδιαίτερα τη θεματογραφία των ζωγράφων. Το νέο ύφος όμως αλλάζει τη λειτουργία των συστατικών της ζωγραφικής και εν τέλει τη λειτουργία του έργου τέχνης. Οι καινοτόμοι πειραματισμοί εμφανίζονται στο πεδίο της μορφής και όχι της θεματογραφίας. Το φως και το χρώμα συνδέονται με νεωτεριστικές αναζητήσεις και αποκτούν πνευματοποιημένη, μυστικιστική, συμβολική διάσταση. Μάλιστα, ο καμβάς του έργου τέχνης εκλαμβάνεται ως η έσχατη γραμμή αντίστασης στην προελαύνουσα λαίλαπα του βιομηχανικού και αστικού πολιτισμού. Η ελληνική ηθογραφία τουλάχιστον έτσι βλέπει τα πράγματα.
Το έργο του Γεωργίου Ιακωβίδη «Παιδική συναυλία» είναι αντιπροσωπευτικό της ζωγραφικής του, η οποία ήταν κυρίως ηθογραφική, στα βήματα των παλαιότερων, του Νικολάου Γύζη, του Νικηφόρου Λύτρα και του Πολυχρόνη Λεμπέση. Ο ζωγράφος σχολιάζει την οικογενειακή εστία θέτοντας στο κέντρο της τα παιδιά. Οπως και για ολόκληρη την κοινωνία της εποχής, και το σύστημα αξιών του δημιουργού εφάπτεται της αθωότητας, της χαράς και του αυθορμητισμού των πιο μικρών μελών της οικογένειας, του ίδιου του μέλλοντός της. Αυτό υπαγορεύει την αισιοδοξία και τη θετική ενέργεια που αποπνέουν τα έργα του Γεωργίου Ιακωβίδη. Η αστική οικογενειακή εστία φαντάζει προστατευτικό κέλυφος της καθημερινής ζωής, η οποία δεν απειλείται από τις ραγδαίες εξελίξεις στην κοινωνία. Οι αξίες παραμένουν παραδοσιακές. Ακόμη και «Ο κακός εγγονός» (1884) αθωώνεται στη δυνατή αγκαλιά του παππού και ο σπαραγμός από την «Ψυχρολουσία» (1898) από τα χέρια της γιαγιάς εξαερώνεται από το ενδιαφέρον και τη φροντίδα της. Στην «Παιδική συναυλία» όλα τα παιδιά προσθέτουν το καθένα τη δική του νότα στην ευτυχία του μικρότερου και στην ευχαρίστηση της μητέρας για τους στενούς δεσμούς, την έγνοια και την αλληλεγγύη που κυριαρχεί μέσα στο σπιτικό της. Τα υπάρχοντα είναι φτωχικά και στην πραγματικότητα και στη ζωγραφική, και μόνο τα πρόσωπα είναι πλούσια. Και όλα είναι αληθινά, στιγμιότυπα της πραγματικής ζωής των ανθρώπων, χωρίς συμβολισμούς και αλληγορίες.
Η τέχνη όμως δεν είναι η εικόνα της πραγματικότητας, αλλά η ποιητική διάστασή της. Ο ρεαλισμός είναι η αλήθεια του έργου του Γεωργίου Ιακωβίδη και το χρώμα και το φως η μαγεία της τέχνης του. Ετσι εξύψωσε την προσωπογραφία στα υψηλότερα επίπεδα της εξωτερικής τελειότητας. Τα χρώματα περιγράφουν αριστοτεχνικά τη σύνθεση και το φως φωτίζει την ατμόσφαιρά της. Εδώ είναι που ο Γεώργιος Ιακωβίδης προσπερνά τις ακαδημαϊκές, συντηρητικές, κατευθύνσεις του ίδιου και της ζωγραφικής του. Και είναι συναρπαστικό, σχεδόν μαγικό, να θέτεις εσύ ο ίδιος, όπως εξάλλου και οι δάσκαλοί σου, πρώτος τον λίθο της αμφισβήτησης στο μεγαλόπρεπο οικοδόμημα που με πάθος ανήγειρες.
Οι μικρές στιγμές της ευτυχίας, οι μεγάλες ώρες της τέχνης
«Τα πρώτα βήματα» είναι μια εικόνα ζωντανή και άμεση. Ο ρεαλισμός υπερισχύει της ιδέας και σε αυτό συμβάλλουν οι επιρροές των γερμανικών ιμπρεσιονιστικών τάσεων, οι οποίες διασκεδάζουν την προσήλωση του Γεωργίου Ιακωβίδη στον ακαδημαϊσμό. Στο έργο, το οποίο φιλοτεχνήθηκε το 1892, εξελίσσεται μια μικρή, καθημερινή ιστορία, σε ένα λαϊκό, μάλλον αστικό –αν κρίνουμε από τη γλάστρα με το γεράνι στο περβάζι –βαβαρικό σπιτικό. Η γιαγιά στηρίζει και καθοδηγεί τα πρώτα βήματα του μικρού παιδιού προς τη μεγαλύτερη αδελφή του που ανοίγει με ένταση ως τα ακροδάχτυλά της την αγκαλιά της για να το καλοδεχθεί. Ενα συνηθισμένο στιγμιότυπο γίνεται αριστούργημα, καθώς ολόκληρη η συναισθηματική φόρτιση του έργου είναι ζωγραφισμένη με φως που εισβάλλει από το μεγάλο παράθυρο. Οι κεντρικές ιδέες της σύνθεσης κυριολεκτικά φωτίζονται ιδιαίτερα, το πρόσωπο της γιαγιάς με αποτυπωμένη τη λατρεία και την ικανοποίηση ταυτόχρονα, ολόκληρο το μικρό παιδί που είναι το επίκεντρο, η θερμή υποδοχή της αδελφής. Το φως δίνει τέλεια υφή στα πράγματα και δένει τα χρώματα, και τα χρώματα κτίζουν τα σχήματα. Εν τέλει συντίθεται ένας ύμνος στις μικρές στιγμές της καθημερινής ευτυχίας, αυτή που είναι πιο συχνή και πιο απολαυστική.
«Τα πρώτα βήματα» είναι μια εικόνα ζωντανή και άμεση. Ο ρεαλισμός υπερισχύει της ιδέας και σε αυτό συμβάλλουν οι επιρροές των γερμανικών ιμπρεσιονιστικών τάσεων, οι οποίες διασκεδάζουν την προσήλωση του Γεωργίου Ιακωβίδη στον ακαδημαϊσμό. Στο έργο, το οποίο φιλοτεχνήθηκε το 1892, εξελίσσεται μια μικρή, καθημερινή ιστορία, σε ένα λαϊκό, μάλλον αστικό –αν κρίνουμε από τη γλάστρα με το γεράνι στο περβάζι –βαβαρικό σπιτικό. Η γιαγιά στηρίζει και καθοδηγεί τα πρώτα βήματα του μικρού παιδιού προς τη μεγαλύτερη αδελφή του που ανοίγει με ένταση ως τα ακροδάχτυλά της την αγκαλιά της για να το καλοδεχθεί. Ενα συνηθισμένο στιγμιότυπο γίνεται αριστούργημα, καθώς ολόκληρη η συναισθηματική φόρτιση του έργου είναι ζωγραφισμένη με φως που εισβάλλει από το μεγάλο παράθυρο. Οι κεντρικές ιδέες της σύνθεσης κυριολεκτικά φωτίζονται ιδιαίτερα, το πρόσωπο της γιαγιάς με αποτυπωμένη τη λατρεία και την ικανοποίηση ταυτόχρονα, ολόκληρο το μικρό παιδί που είναι το επίκεντρο, η θερμή υποδοχή της αδελφής. Το φως δίνει τέλεια υφή στα πράγματα και δένει τα χρώματα, και τα χρώματα κτίζουν τα σχήματα. Εν τέλει συντίθεται ένας ύμνος στις μικρές στιγμές της καθημερινής ευτυχίας, αυτή που είναι πιο συχνή και πιο απολαυστική.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ