Οταν μετά τον τιτάνιο απελευθερωτικό αγώνα της δεκαετίας του 1820 η εθνική έξαρση άρχισε να αποτραβιέται από όλες τις εκφάνσεις της νέας ελληνικής ζωής, άφησε χώρο για να ακουστούν και πιο εσωτερικές και λιγότερο επικές φωνές. Αν και η Μεγάλη Ιδέα έμελλε να δεχθεί τη χαριστική βολή πολύ αργότερα, τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, με την ολόπικρη Μικρασιατική Καταστροφή, τα φωτεινά πνεύματα εξερευνούσαν την ταυτότητα του σύγχρονου Ελληνα, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στον χώρο της Ιστορίας, ο Κωστής Παλαμάς στη λογοτεχνία, ο Νικόλαος Πολίτης στη λαογραφία, ο Νικηφόρος Λύτρας (1832-1904) στη ζωγραφική. Ηταν φανερό ότι ένας νέος πολιτισμός αντηχούσε και στην Ελλάδα από τα πνευματικά κέντρα της Ευρώπης. Εκεί η νεωτερικότητα γεννήθηκε μέσα από την ταχεία εκβιομηχάνιση και την εντατική αστικοποίηση, αλλά εδώ αυτές οι παράμετροι ήταν ασθενείς, ενώ πρόβαλαν άλλοι ισχυρότεροι, όπως η νέα ιδεολογία του ελληνικού έθνους, την οποία θα είχε να αντιτάξει στη Βαυαροκρατία. Οι έλληνες διανοούμενοι αντέδρασαν σε αυτή την πρόκληση με τον ίδιο, σχεδόν, τρόπο που παλαιότερα αντέδρασαν οι Γερμανοί στην επιβολή του γαλλικού πνεύματος. Το ισχυρό όπλο της αντίδρασής τους ήταν οι λαϊκές παραδόσεις τους, οι οποίες κυρίως αποτυπώθηκαν στις συλλογές παραμυθιών των αδελφών Γκριμ. Οι έλληνες σπουδαίοι ζωγράφοι μυήθηκαν στη λαμπρή Ακαδημία του Μονάχου, αλλά αναζήτησαν την έμπνευση στην καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων. Αυτή ήταν μια πραγματική επανάσταση, αν αναλογιστούμε ότι η αμέσως προηγούμενη περίοδος της ελληνικής ζωγραφικής εξαντλούνταν σε μεγαλόπρεπες, περίτεχνες σίγουρα, προσωπογραφίες της ανερχόμενης αστικής τάξης. Εδώ όμως το πράγμα πήγαινε βαθύτερα στην ψυχή της Ελλάδας και το ταξίδι του Νικολάου Γύζη και του Νικηφόρου Λύτρα στην Ανατολή ήταν μια εξερευνητική αποστολή στις πηγές της έμπνευσής τους.
Ο Νικόλαος Γύζης στο έργο του «Ο ζωγράφος στην Ανατολή» (1875) ζωγραφίζει τον συμπατριώτη του από την Τήνο, τον φίλο και συνταξιδιώτη –όχι μόνο σε αυτό το ταξίδι αλλά και σε όλη την περιπλάνηση του νέου ελληνικού βλέμματος -, να σκιτσάρει με ελαφριά υλικά ένα κορίτσι μέσα σε ένα τυπικά λαϊκό σπίτι με πλήθος ανθρώπων γύρω του. Αυτός ο πίνακας δεν είναι απλώς μια ηθογραφική σκηνή, αλλά η αναπαράσταση όλου του πνεύματος της ηθογραφίας. Ο Νικηφόρος Λύτρας, διαφορετικός οπωσδήποτε από το περιβάλλον του, μεταμορφώνει με ποιητική και λυρική γλώσσα τον κόσμο γύρω του. Δεν είναι ο κόσμος του. Ο κόσμος του είναι η Βασιλική Ακαδημία των Εικαστικών Τεχνών του Μονάχου όπου σπούδασε (1860-1865) και το Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας όπου δίδαξε από το 1866 ως τον θάνατό του το 1904. Ωστόσο το βλέμμα του διεισδύει στα στιγμιότυπα της ζωής που κυλά ήρεμα και βρίσκει εικόνες που τον αφορούν και τον εκφράζουν. «Η επιστροφή από το πανηγύρι της Πεντέλης» (1870) είναι επιστροφή και ενός ακαδημαϊκού ζωγράφου –μαθητή του Καρλ φον Πιλότι –με ευρωπαϊκή αμφίεση. Κι όμως, αυτές οι φαινομενικά ασύμβατες πορείες θα συμπέσουν και από το 1870 ως τις αρχές του 20ού αιώνα η ηθογραφία θα είναι το κύριο εκφραστικό μέσο των ελλήνων καλλιτεχνών, η γέφυρα που ενώνει τις δύο όχθες, τον κλασικισμό και τον ρομαντισμό από τη μία και τον ιμπρεσιονισμό και τον ρεαλισμό από την άλλη. Ο καθηγητής Μιλτιάδης Παπανικολάου παρατηρεί: «Η ελληνική κοινωνία και ο άνθρωπος είναι οι πρωταγωνιστές των νέων εικόνων και η καθημερινή ζωή για πρώτη φορά βρίσκεται στο επίκεντρο του καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος των ζωγράφων». Και πρώτα απ’ όλους βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του δασκάλου Νικηφόρου Λύτρα, ο οποίος χαρακτηρίστηκε «γενάρχης» της ελληνικής ζωγραφικής.
Αν και οι κοινότητες που περιγράφει ο Νικηφόρος Λύτρας είναι ομοιογενείς ως προς τα ήθη τους, τα πρόσωπα που τις συνθέτουν είναι διαφορετικά. Η κοινή ζωή, δηλαδή, δεν ομογενοποιεί τις προσωπικότητες και ο ζωγράφος τις ψυχολογεί μία-μία και βρίσκει κάτι το ξεχωριστό που το αποδίδει αριστοτεχνικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ομάδα των παιδιών που λέει τα «Κάλαντα» (1872) είναι «πανελλήνια». Φορούν στολές της νησιωτικής, της στεριανής, αλλά και της αστικής Ελλάδας, υπάρχει η νότα της αρχαίας Ελλάδας με το γλυπτό στην άκρη, αλλά και η «πινελιά» του ίδιου του ζωγράφου, με τα δύο παιδιά να τα λένε από χειρόγραφο, τη στιγμή που τα κάλαντα είναι έκφανση του προφορικού ελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Στο «Ψαριανό μοιρολόι» (1888) πάλι, ένα από τα αριστουργήματα του Νικηφόρου Λύτρα, οι περίλυπες μορφές που θρηνούν γύρω από το φέσι του χαμένου στη θάλασσα ναυτικού είναι παρόμοιες, ίσως για να δοθεί έμφαση στον πόνο της ξεχωριστής μορφής του πατέρα που έχασε τον γιο του. Η έπαρση της ζωγραφικής, εδώ, υποχωρεί για χάρη της ατμόσφαιρας και της ψυχολογίας του έργου, αλλά διδάσκει τους επερχόμενους ζωγράφους τι σημαίνει συγκλονιστική ρεαλιστική σύνθεση.
Οι χαρές και οι χάρεςτης καθημερινής ζωής
«Το φίλημα» (πριν από το 1878) είναι ένα στιγμιότυπο που όμως έχει μια μεγάλη ιστορία πριν και μετά. Στη λογοτεχνία υπάρχει ήδη στα παλαιότερα λαϊκά έπη όπως ο «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορνάρου. Η Αρετούσα συνομιλεί για πρώτη φορά με τον Ερωτόκριτο μέσα από το μικρό παραθυράκι μιας αποθήκης του παλατιού. Ο Νικηφόρος Λύτρας όλο και πιο παραστατικά ζωγραφίζει το καθημερινό έπος των ανθρώπων που του αποκαλύφθηκε στην Ανατολή. Στο χαγιάτι ενός λαϊκού σπιτιού, η λυγερή κόρη στηρίζεται στα ακροδάχτυλα για να πάρει το κλεφτό φιλί του αγαπημένου της. Οι δυο τους, και κυρίως η κοπέλα, βρίσκονται στο κέντρο της σύνθεσης και τα λίγα επιμέρους στοιχεία τονίζουν την ιστορία της σκηνής. Οι ατάκτως βγαλμένες παντόφλες δείχνουν τη σπουδή και την αδημονία της κόρης να τεντωθεί όσο περισσότερο μπορεί για να φτάσει τα χείλη του αγαπημένου της. Η κίνηση αυτή τονίζει την ομορφιά και τη λυγεράδα του κορμιού της κόρης, και το λευκό χρώμα του φουστανιού της, όπως και ο λευκός κρίνος, υποδηλώνουν τον αυθορμητισμό και την αθωότητά της ακόμη. Η σειρά των κρεμασμένων σκόρδων δίνει το στίγμα της λαϊκότητας του σπιτιού και τα στεγνά ρούχα στο πανέρι προδίδουν την αφορμή που χρησιμοποίησε η κόρη για να βγει και να κατέβει στην αυλή. Αυτό όμως που κυριαρχεί στη σύνθεση είναι αδιόρατο. Είναι η ευτυχία κρυμμένη στα απλά πράγματα της ζωής, αυτά που κόρη περιμένει στο μεταγενέστερο έργο «Η αναμονή» (π. 1895-1900), στο οποίο η κοπέλα, ακόμη πιο λευκοφορεμένη, κοιτάζει από το παράθυρο για να δει την ευτυχία της να έρχεται από τον δρόμο…
«Το φίλημα» (πριν από το 1878) είναι ένα στιγμιότυπο που όμως έχει μια μεγάλη ιστορία πριν και μετά. Στη λογοτεχνία υπάρχει ήδη στα παλαιότερα λαϊκά έπη όπως ο «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορνάρου. Η Αρετούσα συνομιλεί για πρώτη φορά με τον Ερωτόκριτο μέσα από το μικρό παραθυράκι μιας αποθήκης του παλατιού. Ο Νικηφόρος Λύτρας όλο και πιο παραστατικά ζωγραφίζει το καθημερινό έπος των ανθρώπων που του αποκαλύφθηκε στην Ανατολή. Στο χαγιάτι ενός λαϊκού σπιτιού, η λυγερή κόρη στηρίζεται στα ακροδάχτυλα για να πάρει το κλεφτό φιλί του αγαπημένου της. Οι δυο τους, και κυρίως η κοπέλα, βρίσκονται στο κέντρο της σύνθεσης και τα λίγα επιμέρους στοιχεία τονίζουν την ιστορία της σκηνής. Οι ατάκτως βγαλμένες παντόφλες δείχνουν τη σπουδή και την αδημονία της κόρης να τεντωθεί όσο περισσότερο μπορεί για να φτάσει τα χείλη του αγαπημένου της. Η κίνηση αυτή τονίζει την ομορφιά και τη λυγεράδα του κορμιού της κόρης, και το λευκό χρώμα του φουστανιού της, όπως και ο λευκός κρίνος, υποδηλώνουν τον αυθορμητισμό και την αθωότητά της ακόμη. Η σειρά των κρεμασμένων σκόρδων δίνει το στίγμα της λαϊκότητας του σπιτιού και τα στεγνά ρούχα στο πανέρι προδίδουν την αφορμή που χρησιμοποίησε η κόρη για να βγει και να κατέβει στην αυλή. Αυτό όμως που κυριαρχεί στη σύνθεση είναι αδιόρατο. Είναι η ευτυχία κρυμμένη στα απλά πράγματα της ζωής, αυτά που κόρη περιμένει στο μεταγενέστερο έργο «Η αναμονή» (π. 1895-1900), στο οποίο η κοπέλα, ακόμη πιο λευκοφορεμένη, κοιτάζει από το παράθυρο για να δει την ευτυχία της να έρχεται από τον δρόμο…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ