Οι λέξεις κέφι και αισιοδοξία επανέρχονται σταθερά στον λόγο της Ιωάννας Παπαντωνίου καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας. Παρ’ όλο που η περιρρέουσα δύσκολη συγκυρία δεν έχει αφήσει ανέγγιχτο το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα το οποίο ίδρυσε η ίδια στη μνήμη του πατέρα της Βασίλειου Παπαντωνίου και εφέτος συμπληρώνει 40 χρόνια ζωής, η διάθεσή της διατηρεί το θετικό της πρόσημο. Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι η νέα έκθεση με τίτλο «Νύφες. Παράδοση και μόδα στην Ελλάδα», την οποία διοργανώνει το Ιδρυμα στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, περιορίστηκε τελικά στη χώρα μας ενώ αρχικά είχε σχεδιαστεί να επεκταθεί σε ολόκληρη τη Μεσόγειο ουδόλως την πτοεί. «Οι ιδέες μένουν» λέει συγκεκριμένα η βραβευμένη ενδυματολόγος και σκηνογράφος παραπέμποντας στο μέλλον…

«Η εν λόγω έκθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων για τα 40χρονα του Ιδρύματος»
λέει η Ιωάννα Παπαντωνίου. Και συνεχίζει: «Οχι ότι μας περίσσευαν χρήματα για εορτασμούς, αλλά πιστεύουμε ότι μέσα σ’ όλη αυτή την καταχνιά που ζούμε χρειάζεται λίγη καλή θέληση, μια κάποια αντίδραση… Απευθυνθήκαμε λοιπόν σε χορηγούς προκειμένου να διοργανώσουμε μια φιλόδοξη έκθεση που θα περιελάμβανε ολόκληρη τη Μεσόγειο, όπου υπάρχουν πολιτισμικές ομοιότητες είτε πρόκειται για ορθοδόξους είτε για μουσουλμάνους, αλλά δυστυχώς δεν είχαμε την ανταπόκριση που περιμέναμε. Ετσι αναγκαστήκαμε να περιοριστούμε στην Ελλάδα με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή στο μέλλον θα μπορέσουμε να πραγματώσουμε και το πιο διευρυμένο εγχείρημα».

Η διαδρομή του πιο επίσημου ρούχου


Οπως εξηγεί η κυρία Παπαντωνίου, η επικείμενη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη παρουσιάζει όλο το πλαίσιο του νυφικού ενδύματος ξεκινώντας από τον λαϊκό πολιτισμό που καλύπτει χρονικά τον 19ο αιώνα φθάνοντας ως τον 20ό. «Αυτός ο παραδοσιακός τύπος νυφικού περιλαμβάνει τη γιορτινή φορεσιά κάθε τόπου στην πιο μεγαλοπρεπή της εκδοχή με ορισμένα χαρακτηριστικά όπως το κεφαλόδεμα που ξεχωρίζει την παντρεμένη γυναίκα από τις υπόλοιπες» λέει η ίδια. «Με τα χρόνια όμως η ευρωπαϊκή μόδα εισβάλλει στην Ελλάδα. Αυτό γίνεται προς το τέλος του 19ου αιώνα, με την έλευση της βασίλισσας Ολγας, η οποία συμπίπτει και με τη Βιομηχανική Επανάσταση στη χώρα μας. Πλέον έχουμε τα φιγουρίνια, τις καλλιγραφίες, τη ραπτομηχανή, όλα αυτά που φέρνουν τη μόδα πιο κοντά. Η τάση αυτή ταυτίζεται χρονικά και με ένα μεταναστευτικό κύμα από την Ελλάδα προς τις ΗΠΑ, όπου κι από εκεί στέλνονταν νυφικά στο χωριό…».
Η κυρία Παπαντωνίου εξηγεί πως το πρώτο δείγμα σε αυτή την κατεύθυνση ήταν το τούλινο πέπλο, το οποίο αρχικά έμπαινε επάνω από την παραδοσιακή φορεσιά, για να επικρατήσει αργότερα ολόκληρο το νυφικό. «Καθώς φθάνουμε πλέον στον 20ό αιώνα» συνεχίζει «και ιδιαίτερα μέχρι τα μέσα του, καθιερώνεται πλέον το νυφικό, κυρίως το λευκό». Και αυτό γιατί κυρίως στην Ευρώπη, όπου δεν υπήρχαν οι τοπικές φορεσιές στον βαθμό που συναντώνταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, το νυφικό δεν ήταν εξαρχής απαραιτήτως λευκό. «Το ίδιο και στον ελλαδικό χώρο» λέει η κυρία Παπαντωνίου. «Νυφικό ήταν τα καινούργια ρούχα…».
Η ίδια συνεχίζει λέγοντας ότι το λευκό χρώμα επικράτησε με τη βασίλισσα Βικτωρία, η οποία επηρέαζε σε πολύ μεγάλο βαθμό τις αστικές κοινωνίες. «Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω καταλάβει κι εγώ ακριβώς το πώς η Βικτωρία, η οποία δεν ήταν μια ωραία γυναίκα, μπόρεσε να επηρεάσει τόσο πολύ την Ευρώπη. Εφτιαξε το νυφικό της με τις αγαπημένες της δαντέλες, ενώ η φωτογραφία της με τον πρίγκιπα Αλβέρτο, λόγω του ότι εκείνη την εποχή κυκλοφορούσαν ήδη εφημερίδες, έγινε αμέσως γνωστή παγκοσμίως και όλες οι γυναίκες τη μιμήθηκαν. Από τότε λοιπόν καθιερώθηκε το λευκό ή έστω το απαλόχρωμο νυφικό…».
Η κυρία Παπαντωνίου επισημαίνει πως από εκείνη την εποχή η μόδα στην Ελλάδα ερχόταν ταυτόχρονα με την υπόλοιπη Ευρώπη. Η επικοινωνία ήταν άμεση. Πολλές ήταν μάλιστα οι αστές Ελληνίδες που ντύνονταν στο εξωτερικό και κατά κύριο λόγο στο Παρίσι. Η ίδια θυμάται παλαιότερα, σε ένα ταξίδι της στο Ηράκλειο, τον εντυπωσιακό αριθμό φορεμάτων που εισάγονταν από τη γαλλική πρωτεύουσα στις αρχές του 20ού αιώνα. «Μιλάμε τώρα για το Ηράκλειο, όχι για την Αθήνα, η οποία είχε ήδη γίνει πρωτεύουσα από χρόνια» σχολιάζει συγκεκριμένα.
Γιούκος, πομπές και το διάσημο στέμμα


Παρ’ όλο που τελικά το εγχείρημα ολόκληρης της Μεσογείου δεν ευοδώθηκε τη δεδομένη στιγμή, η έκθεση του Μουσείου Μπενάκη επεκτείνεται, έστω και σε περιορισμένο βαθμό, στο ευρύτερο πλαίσιο του γάμου. Ανάμεσα στα εκθέματα περιλαμβάνονται ένας γιούκος με τη νύφη που προέρχεται από τα Μέγαρα, μια παραδοσιακή νυφική πομπή από το Κεφαλόβρυσο της Αργολίδας, ένα ζευγάρι από την Κύπρο με καρφιτσωμένα επάνω τους χαρτονομίσματα… «Επίσης παρουσιάζουμε και την πρώτη διάσημη απεικόνιση ελληνικού γάμου των αρχών του 19ου αιώνα από τον περιηγητή Ντιπρέ» λέει η κυρία Παπαντωνίου. «Απεικονίζεται μια νύφη με το διάσημο στέμμα που φυλασσόταν παλιά στη Μονή Πεντέλης, απ’ όπου οι νύφες έπαιρναν τα λεγόμενα σουργούτς, τις φούντες, και έφτιαχναν ένα αυτοσχέδιο κεφαλόδεμα με πέντε φούντες μεταλλικές και πέντε γαρίφαλα ή τριαντάφυλλα. Αυτό θα το παρουσιάσουμε με ένα αντίγραφο που είχε κάνει το Λύκειο Ελληνίδων για μια παράσταση στο Ηρώδειο και εν προκειμένω θα μας το δανείσει».
Σε ό,τι αφορά τα νυφικά που θα παρουσιαστούν, η κυρία Παπαντωνίου λέει πως είναι περί τα 70. «Οσα ήταν σε καλή κατάσταση και όσα μπορέσαμε να συντηρήσουμε, γιατί αυτή είναι μια ακριβή υπόθεση που αρχίζει από τα 1.000 και μπορεί να φθάσει και τις 10.000 ευρώ».

Υφανε στον αργαλειό τη… συγκίνηση


Η ίδια κάνει ιδιαίτερη αναφορά σε ένα νυφικό που τη συγκινεί ιδιαίτερα: είναι αυτό της συνεργάτιδος και προσωπικής της φίλης Ελίζας Φραγκιαδάκη και χρονολογείται στη δεκαετία του ’70. «Η συγκεκριμένη νύφη ύφαινε πάρα πολύ ωραία» λέει η κυρία Παπαντωνίου και συνεχίζει: «Θέλησε λοιπόν να υφάνει μόνη της το νυφικό της με βάση τη νυφική φορεσιά της Αττικής, την οποία επίσης παρουσιάζουμε στην έκθεση. Το συγκεκριμένο νυφικό με συγκινεί πάρα πολύ γιατί αποκαλύπτει μιαν άλλη ευαισθησία, μια προσωπική νότα. Δεν είναι το νυφικό που επέλεξε κάποιος ή ακόμη και η ίδια η νύφη από κάποιο φιγουρίνι ή κολεξιόν».

40χρονη πορεία προσφοράς


Η Ιωάννα Παπαντωνίου υποστηρίζει ότι η νυφική ενδυμασία επηρεάστηκε σαφώς από τις ενδυματολογικές συνήθειες κάθε εποχής. «Κατ’ αρχάς το νυφικό –και κυρίως στην περίπτωση των εστεμμένων –ήταν πάρα πολύ σεμνό γιατί ο γάμος γινόταν στην εκκλησία. Οταν αργότερα γίνεται πολιτικός και από τη στιγμή που μπαίνουν στη μέση οι οίκοι μόδας που ενοικιάζουν νυφικά, η διαδικασία αλλάζει εντελώς. Το νυφικό που ενοικιάζεται οφείλει να μπορεί να προσαρμόζεται σε κάθε διαφορετικό σώμα: το πιο προσαρμόσιμο είναι αυτό με το φουρό, το στράπλες, γιατί το μανίκι είναι πάντα μια δύσκολη ιστορία… Σιγά-σιγά το νυφικό γίνεται μίνι και πολύ γυμνό… Από εκεί λοιπόν που ακολουθούσαν τη μόδα και ήταν κάπως πιο κλειστά, ξαφνικά γυρίζουν στο ρομαντικό ύφος. Οταν σκεφτόμαστε τη διευρυμένη έκθεση, θέλαμε να φέρουμε ένα νυφικό του Υβ Σεν Λοράν όπου το μόνο που φαίνεται είναι το πρόσωπο της νύφης, ένα είδος μουσουλμανικού ρούχου που σκεπάζει ολόκληρη τη γυναίκα. Αυτό το νυφικό λοιπόν θέλαμε να το τοποθετήσουμε δίπλα από ένα μίνι για να δείξουμε το κοντράστ».
Η Ιωάννα Παπαντωνίου ίδρυσε το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα Βασίλειος Παπαντωνίου το 1974. Το εφετινό βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για τις συλλεκτικές, ερευνητικές και εκδοτικές του δραστηριότητες αποτελεί μία ακόμη αναγνώριση της πολυσχιδούς προσφοράς του στη διάρκεια της 40χρονης πορείας του. Δεν είναι ασφαλώς η μοναδική: το 1981 τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Μουσείου της Χρονιάς, γεγονός που η ιδρύτριά του υπενθυμίζει με υπερηφάνεια.

«Η επέτειος των 40 χρόνων από την ίδρυσή μας όμως συμπίπτει με μια πολύ κρίσιμη για εμάς περίοδο, καθώς πλέον τίθεται θέμα επιβίωσης»
λέει η Ιωάννα Παπαντωνίου. Οι πόροι του Ιδρύματος προέρχονται από την περιουσία του πατέρα της, κινητή και ακίνητη, την οποία δώρισε εξ ολοκλήρου, πλην ενός διαμερίσματος. «Μεταξύ αυτών και το 25% των μετοχών της ΑΕ Κύκνος» εξηγεί εν συνεχεία η ίδια. «Δυστυχώς όμως τα τελευταία χρόνια η εταιρεία δεν αποδίδει μέρισμα στους μετόχους, καθώς αντιμετώπισα μεγάλα προβλήματα με την ανοικοδόμηση του παλιού χώρου του εργοστασίου που ήταν μέσα στο Ναύπλιο και έτσι δυστυχώς δεν έχουμε πόρους από εκεί. Το υπουργείο Πολιτισμού μάς έχει ξεχάσει την τελευταία δεκαετία παρά τις μεγάλες προσπάθειες που κατέβαλα… Αγωνιζόμαστε να επιβιώσουμε. Κατορθώσαμε να πουλήσουμε ένα διαμέρισμα και έχουμε άλλα δύο προς πώληση αλλά μέχρι στιγμής δεν τα έχουμε καταφέρει. Πού θα βγάλει αυτή η κατάσταση δεν ξέρω, αλλά δεν χάνουμε το κέφι μας…».

Ενδυμα, ένας ολόκληρος κόσμος
Σε ό,τι αφορά τις συλλογές του Ιδρύματος, αυτές αποτελούνται από ιδιωτικές δωρεές και αγορές, ενώ ο πυρήνας προέρχεται από την προσωπική συλλογή της Ιωάννας Παπαντωνίου. «Υπήρξα παιδί του Λυκείου Ελληνίδων» εξηγεί η ίδια και συνεχίζει: «Εμαθα ν’ αγαπώ τα τοπικά ενδύματα επάνω στην επιτόπια έρευνα την οποία χρηματοδοτούσαμε οι ίδιοι γιατί εργαζόμαστε εθελοντικά. Σιγά-σιγά μού γεννήθηκε η ιδέα ενός μουσείου στο Ναύπλιο παράλληλα μ’ ένα ερευνητικό κέντρο. Οι πρώτες μας καταγραφές είναι μοναδικές στον χώρο. Φέραμε το πρώτο βίντεο μαυρόασπρο με μπομπίνες πριν από την ΕΡΤ κι έχουμε ένα υλικό εξαιρετικά πολύτιμο, το οποίο ευτυχώς προσφάτως καταφέραμε και πήραμε ένα ΕΣΠΑ για την ψηφιοποίησή του γιατί αλλιώς κινδύνευε να χαθεί…».

Η Ιωάννα Παπαντωνίου κάνει ιδιαίτερη μνεία στις εκδόσεις του Ιδρύματος. Αναφέρεται στο πρώτο περιοδικό, τα «Εθνογραφικά», το οποίο θεωρείται πρωτοποριακό στον χώρο των επιστημονικών εκδόσεων, και κατόπιν στα «Ενδυματολογικά» που ξεκίνησαν όταν η Μελίνα Μερκούρη ανέθεσε στο Ιδρυμα το Αρχείο Παραδοσιακής Ενδυμασίας, το οποίο, αναφέρει η ίδια, προσφάτως επεκτάθηκε υπό τον τίτλο Ελληνική Εταιρεία Ενδυμασιολογίας, κατά το πρότυπο των βρετανικών Costume Societies. «Από ‘κεί ξεκίνησε και η σκέψη ενός Μουσείου Πολιτισμού του Ενδύματος, γιατί δεν μπορούμε να σταματήσουμε τα πράγματα στο λαογραφικό και στο τοπικό, δεν σταμάτησε η Ελλάδα με το χωριό, συνεχίζεται».
Η ίδια εκφράζει την ελπίδα, κάποια στιγμή στο μέλλον, η διαπίστωση αυτή να γίνει ευρύτερη συναίσθηση. «Το ένδυμα δεν είναι μια ιστορία με την οποία ασχολούνται αποκλειστικά οι κυρίες, είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Μουσεία δεν είναι μόνο τα αρχαιολογικά, ούτε αυτά τα φρικτά λαογραφικά που βρίσκονται διάσπαρτα σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, κακόγουστα τα περισσότερα…Το Λαογραφικό Μουσείο ακολουθεί τους ίδιους κανόνες με όλα τα μουσεία του κόσμου. Υπάρχουν προδιαγραφές που έχουν να κάνουν με την εγκυρότητα, την αισθητική, τη συντήρηση, την αφύγρανση, τον κλιματισμό…».
Πέραν της ενασχόλησής της με το Ιδρυμα, η Ιωάννα Παπαντωνίου έχει διαγράψει σημαντική διαδρομή στο θέατρο, όπου εργάστηκε ως σκηνογράφος-ενδυματολόγος, ύστερα από σχετικές σπουδές στο Λονδίνο. Εκανε το ντεμπούτο της με τον Αλέξη Σολομό στον «Κοριό» του Μαγιακόφσκι και έκτοτε, όπως λέει η ίδια, δεν χρειάστηκε ποτέ να ψάξει για δουλειά. Συνεργάστηκε με τον Κάρολο Κουν, τον θίασο Μινωτή – Παξινού , τον Κώστα Μπάκα αλλά και τον Κώστα Τσιάνο. Υστερα από όλη αυτή την «τριβή» με το ένδυμα, κατά πόσο θεωρεί ότι επηρεάζει πραγματικά την προσωπικότητα του ανθρώπου; «Πάρα πολύ» απαντά. «Είναι κάτι που αντικατοπτρίζει τον εσωτερικό κόσμο ενός ανθρώπου και κανείς μπορεί να καταλάβει πολλά πράγματα από τον τρόπο που είναι ντυμένος κάποιος. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, βλέπω πως τα νέα παιδιά κάνουν πολύ ενδιαφέροντες συνδυασμούς που αποκαλύπτουν ένα ιδιαίτερο στυλ, το οποίο, αν μπορούν να υποστηρίξουν, έχει πολύ ενδιαφέρον…».

πότε & πού:
Η έκθεση «Νύφες. Παράδοση και μόδα στην Ελλάδα» εγκαινιάζεται στις 22/1 στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Διάρκεια: 23/1-6/4. Επιμέλεια: Ιωάννα Παπαντωνίου. Διοργάνωση: Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα και Μουσείο Μπενάκη. Χορηγός επικοινωνίας: gamos.gr

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ