«Έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών ο Ιρλανδός ηθοποιός Πίτερ Ο’ Τουλ, διάσημος από την ενσάρκωση του ρόλου του αντισυνταγματάρχη Τόμας Έντουαρντ Λόρενς στην ταινία Λόρενς της Αραβίας.
Το θάνατο του ηθοποιού ανακοίνωσε το απόγευμα της Κυριακής ο ατζέντης του, όπως μεταδίδει το BBC.
Το ΒΗΜΑ θυμάται την μοναδική συνάντησή του με τον Ιρλανδό ηθοποιό στη Νέα Υόρκη με αφορμή την «Τροία» (2004), μια από τις τελευταίες μεγάλες επιτυχίες του
«Στο θέατρο κυκλοφορεί ένα παλιό ρητό· τόσο παλιό όσο το ίδιο το θέατρο: Για να βρεις έναν πρωταγωνιστή ή μια πρωταγωνίστρια, δες αν έχει τα κότσια να φορέσει στέμμα. Στην καριέρα μου έχω παίξει αρκετούς βασιλιάδες – ευτυχώς όλοι τους υπήρξαν διαφορετικοί, ειδάλλως θα καταντούσε μονότονο. Εχω παίξει νέους και άγριους και διψασμένους για αίμα βασιλιάδες, όπως ο Ερρίκος B´ στον «Μπέκετ», έχω παίξει τον ίδιο ήρωα ως πιο ώριμο συνωμότη στο «Λιοντάρι του χειμώνα» και τώρα, στην «Τροία», έπαιξα τούτον εδώ τον γερόλυκο τον Πρίαμο, έναν έμπειρο πολεμιστή που έχει πια κατασταλάξει. Οι βασιλιάδες είναι οι καλύτεροι ρόλοι. Τόσο στη ζωή όσο και στο θέατρο. Ζητούν ό, τι θέλουν και το αποκτούν…».
Παρακολουθώντας σε απόσταση αναπνοής τον Πίτερ Ο’Τουλ να μιλά για θέατρο, κινηματογράφο και ζωή, δεν ένιωθες τόσο ότι έκανες την δουλειά σου, όσο ότι απολαμβάνεις ένα θείο δώρο. Αυτό είχα νιώσει από αυτή τη σύντομη συνάντηση μαζί του μέσα στην αίθουσα Tivoli West του ξενοδοχείου Essex της Νέας Υόρκης, όπου τον Μάιο του 2004 για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου, συνάντησα τον Πίτερ Ο’Τουλ. Βρισκόταν εκεί για την προώθηση της ταινίας του «Τροία» που λίγο αργότερα θα έκανε πρεμιέρα στις Κάννες και στη συνέχεια θα αποδεικνυόταν μια από τις τελευταίες πολύ μεγάλες επιτυχίες της καριέρας του στις αίθουσες.
Το πλούσιο λεξιλόγιο χρησιμοποιούνταν αργά και με προσοχή, ο τόνος στη φωνή υψωνόταν και χαμήλωνε αναλόγως με την έμφαση που έπρεπε να δοθεί στον λόγο και όλ’ αυτά χωρίς στόμφο ή επιτήδευση. Την ίδια ώρα το παρουσιαστικό του εξέπεμπε κάτι το ηγεμονικό. Με την εξαίρεση της ασημένιας κόμης που είχε αντικαταστήσει την ξανθιά της δεκαετίας του 1960, το ψηλόλιγνο, στητό και καλοδιατηρημένο σώμα του ηθοποιού δεν διέφερε και πολύ από εκείνο του «Λόρενς της Αραβίας», σαράντα ακριβώς χρόνια πίσω!
Σε ηλικία 17 ετών ο Π. Ο’ Τούλ που γεννήθηκε στην Ιρλανδία (2 Αυγούστου 1932, Κονεμάρα Κάουντι Γκάλει) αλλά μεγάλωσε στο Γιόρκσαϊρ της Αγγλίας, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία για να κάνει το ντεμπούτο του στο θέατρο. Σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών με συμμαθητές του τον Αλμπερτ Φίνεϊ, τον Αλαν Μπέιτς και τον Ρίτσαρντ Χάρις με τον οποίο έγινε κολλητός φίλος. Τριαντάρης έγινε διεθνής αστέρας του κινηματογράφου έχοντας υποδυθεί τον T. E. Λόρενς στο αριστουργηματικό έπος του Ντέιβιντ Λιν «Ο Λόρενς της Αραβίας» (1963). Η ταινία του χάρισε την πρώτη από τις οκτώ υποψηφιότητές του για Οσκαρ, ένα βραβείο που δεν κέρδισε ποτέ. Μάλιστα σε ότι αφορά το Οσκαρ, η αντίδραση του Ο’Τουλ προς την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, όταν τον επέλεξε για μια βράβευση με ειδικό τιμητικό Οσκαρ 2003, υπήρξε μάλλον ειρωνική (αν και στην πορεία ο Ο’ Τουλ τα «μπάλωσε»): «Εφόσον παραμένω στο «παιχνίδι» της σοουμπίζ και εφόσον υπάρχει πιθανότητα να τον κερδίσω κάποια στιγμή τον μπαγάσα τον Οσκαρ, μήπως η Ακαδημία θα μπορούσε να περιμένει ως τα 80 μου;» είχε πει τότε στη σκηνή της τελετής.
Οι υπόλοιπες υποψηφιότητες ήταν για τις ταινίες «Μπέκετ» (1964), «Το λιοντάρι του χειμώνα» (1968), «Αντίο κύριε Τσιπς» (1969), «Η άρχουσα τάξη» (1972), «Στάντμαν: Ενας ριψοκίνδυνος δραπέτης» (1980), «Η αγαπημένη μου χρονιά» (1982) και «Venus» (2006).
«Εχω φτάσει στο σημείο πια να διασκεδάζω με τη δουλειά μου περισσότερο από παλιά» μας είχε πει στη Νέα Υόρκη.» Ισως επειδή σήμερα με ενδιαφέρει λιγότερο – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θέλω να κοιτάζω πίσω.» Και η ματιά του δεν έπαψε ποτέ να έχει την άγρυπνη πονηριά και ετοιμότητα ενός μάλλον λαϊκού ανθρώπου, πολύ ανοιχτού στο χιούμορ και πιθανόν, εύκολου στον καβγά.
Στη δεκαετία του ’60 και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ο Ο’ Τουλ θα αποκτούσε μια πολύ άσχημη φήμη, την φήμη του «κακού παιδιού» λόγω των προβλημάτων του με το αλκοόλ. Υπήρξε άλλωστε κάποια εποχή που ο Ο’ Τούλ ήταν ο φόβος και ο τρόμος των λονδρέζικων παμπ, όπου μαζί με τους φίλους του, τον Ρ. Χάρις και τον Ολιβερ Ριντ, προκαλούσαν ατελείωτους καβγάδες έχοντας καταναλώσει τεράστιες ποσότητες αλκοόλ.
Οπως ο Χάρις έτσι και ο Ο’ Τουλ μιλούσε πάντα όπως ένιωθε. Αυτή η ευθύτητα ήταν χάρισμα αλλά υπήρξε κάθε άλλο παρά ευνοϊκή για την καριέρα του, η οποία για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τον έβαλε στα αζήτητα με κάποιες σκόρπιες μόνον αναλαμπές.
«Είναι απαραίτητο πού και πού να κάνεις μια βόλτα μέσα από την πεδιάδα έχοντας πρώτα σκαρφαλώσει στα βουνά» είχε πει ο Ο’ Τουλ για τα «χαμηλά» σημεία της ζωής του. «Το τρίκλισμα είναι εξίσου σημαντικό στη ζωή όσο και η παρέλαση». Το τρίκλισμα από το αλκοόλ πάντως παραλίγο να του κοστίσει τη ζωή. Λέγεται ότι αναγκάστηκε να κόψει το ποτό με το μαχαίρι ύστερα από μια βαριάς μορφής χειρουργική επέμβαση στο στομάχι (ο ίδιος δεν παραδέχθηκε ποτέ ότι αυτός ήταν ο λόγος που το έκοψε).
Σε ό,τι δε αφορά το θέατρο, ο Ο’ Τουλ τα τελευταία χρόνια το είχε διαγράψει πλήρως από το σύστημά του. «Δεν πηγαίνω πια στο θέατρο γιατί πολύ απλά βαριέμαι θανάσιμα» μας είχε πει. «Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τι συμβαίνει στη θεατρική σκηνή της Νέας Υόρκης, αλλά το θέατρο στο Λονδίνο είναι σκέτο νεκροταφείο. Εγώ είμαι μοντέρνος άνθρωπος. Από το να πηγαίνω σε κηδείες προτιμώ να σπαταλώ ατελείωτες ώρες σπίτι μου παίζοντας με το remote control του βίντεο».
Μοντέρνος άνθρωπος, λέξεις κλειδιά. Ενδιαφερόταν πραγματικά για την εξέλιξη των πραγμάτων. Παρ’ ότι εκπρόσωπος μιας παλαιότερης γενιάς ηθοποιών, δεν ανήκε στους «κλασικούς» νοσταλγούς της «παλιάς, καλής εποχής», όπως συνηθίζουν οι περισσότεροι να αποκαλούν τα χρόνια της επαγγελματικής νιότης τους. Ηταν της γνώμης ότι η σωστή χρήση της τεχνολογίας βοηθάει τους καλλιτέχνες να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους. Μια άλλη ρήση την οποία κατά δήλωσή του ανέφερε συχνά, ανήκει στον σπουδαίο σχολιαστή και αρθρογράφο σερ Χέρμπερτ Ριντ, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1930 είπε: «Οταν ο κινηματογράφος κατορθώσει να λύσει τα τεχνικά προβλήματά του, τότε θα επιστρέψει στα χέρια των ποιητών». «Ο κινηματογράφος σήμερα έχει λύσει τα τεχνικά προβλήματά του» συμπληρώνει ο Ο’Τουλ. «Αυτό που μένει να δούμε είναι αν όντως θα επιστρέψει στα χέρια των ποιητών».