Εν μέσω χειροκροτημάτων που δεν έλεγαν να σταματήσουν, ο Μίκης Θεοδωράκης εισήλθε λίγο πριν τις επτά το βράδυ της Τρίτης στην κατάμεστη αίθουσα της Ακαδημίας Αθηνών. Και παρουσία πλήθους πνευματικών και πολιτικών προσωπικοτήτων, ο 88χρονος δημιουργός μίλησε επί μία ολόκληρη ώρα σε ένα κοινό που τον απωθέωσε με άλλο τόσο παρατεταμένο χειροκρότημα και κατά την έξοδό του από το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας.
Η δημόσια συνδερία που ήταν αφιερωμένη στην υποδοχή του ως επίτιμου μέλους του σώματος υπήρξε αναμφίβολα μία από τις πραγματικά ιστορικές στιγμές της Ακαδημίας Αθηνών. Η υποδοχή του έγινε από τον πρόεδρο Σπύρο Ευαγγελάτο, ο οποίος αναφέρθηκε με ιδιαίτερα θερμά λόγια στον Μίκη Θεοδωράκη. Μάλιστα, θυμήθηκε ένα περιστατικό που είχε ζήσει ο ίδιος ως παιδί, όταν ο πατέρας του Αντίοχος, κορυφαίος συνθέτης της γενιάς του, επέστρεψε ένα απόγευμα στο σπίτι και αναφέρθηκε στη διαδικασία χορήγησης υποτροφιών για τη μουσική εκείνης της χρονιάς, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, λέγοντας στην οικογένειά του ότι το επίπεδο των υποψηφίων ήταν πολύ υψηλό, αλλά, την ίδια στιγμή, δεν θα υπήρχε μεγάλη δυσκολία καθώς υπήρχε ανάμεσά τους κι ένας Κρητικός που ξεχώριζε απ’ όλους για την αξία του: ένας Θεοδωράκης…
Στη συνέχεια, ο γενικός γραμματέας του σώματος Βασίλειος Πετράκος παρουσίασε τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη, το έργο του και την πολλαπλή σημασία του τόσο για την ίδια τη μουσική όσο και για την Ελλάδα και την ελευθερία, ενώ, αναφερόμενος στα θερμά αισθήματα με τα οποία η Ακαδημία Αθηνών τον καλωσόρισε στις τάξεις της, ο ίδιος σημείωσε ότι αυτό συνέβη με μεγάλη καθυστέρηση.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ανταπέδωσε την τιμή με έναν ιστορικό, μαρκοσκελή και αναλυτικό λόγο του για τη σημερινή κατάσταση του κόσμου και της Ελλάδας μέσα σε αυτόν, με τίτλο “Η μόνη λύση”, αναφερόμενος στην ανάγκη να γίνει, όπως είπε, η Ελλάδα μία ουδέτερη χώρα κατά το πρότυπο της Ελβετίας, το οποίο, άλλωστε οφείλεται σε έναν Ελληνα: τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Οπως ανέπτυξε ο κορυφαίος δημιουργός, η ειδική σημασία της Ελλάδας για τον παγκόσμιο και ιδίως για τον δυτικό πολιτισμό, ο ρόλος της στις τέχνες, στα γράμματα, στη φιλοσοφία και την επιστήμη, αλλά και τον αθλητισμό, καθώς και το μοναδικό φυσικό κάλλος της και η γεωγραφική της θέση, τής επιτρέπουν να κάνει αυτό το όραμα πραγματικότητα αν εργαστεί συστηματικά προς αυτή την κατεύθυνση. Κάλεσε μάλιστα την ίδια την Ακαδημία Αθηνών, αν συμφωνεί με την πρότασή του, να την επεξεργαστεί αναλυτικά και να την υποβάλλει η ίδια στη διεθνή κοινότητα, με την πεποίθηση ότι ένα τέτοιο όραμα μπορεί, μέσα από τα ομόλογα ιδρύματα του εξωτερικού, να βρει διεθνή απήχηση τόσο στον διεθνή πνευματικό κόσμο, όσο, κυρίως, στη διεθνή κοινή γνώμη. Και να προωθηθεί τελικά με αυτή την υποστήριξη στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών για να μετατραπεί σε απόφαση της διεθνούς κοινότητας.
Η ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη διέγραψε την τροχιά του συνόλου της ιστορικής και πνευματικής ελληνικής παράδοσης και της ιδιαιτερότητας αυτού του τόπου και του λαού του, την οποία σε μεγάλο βαθμό ο ίδιος ερμήνευσε ως αποτέλεσμα δύο στοιχείων: του φυσικού περιβάλλοντος και, κυρίως, της ελευθερίας με την οποία έμαθαν από τα αρχαία χρόνια να ζουν οι Ελληνες, κάτι που θεωρεί ότι οδήγησε σε όλη αυτή την ακμή.
Ταυτόχρονα όμως, ανέφερε ότι κατά τους δύο τελευταίους αιώνες το ελληνικό κράτος, αν και απέκτησε την ανεξαρτησία του, δεν πέτυχε να αποκτήσει την πραγματική του ελευθερία και εξήγησε με βάση αυτό το γεγονός τη συνεχή, όπως είπε, ξένη παρέμβαση στην Ελλάδα επί όλα αυτά τα χρόνια. Ακριβώς όμως στο γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται ψηλά στο ενδιαφέρον πολλών και μεγάλων δυνάμεων θεωρεί ότι μπορεί να βασιστεί και το όραμα μίας ελληνικής ουδετερότητας, πέρα από τις ισχυρές δυνατότητες που της δίνουν ο φυσικός της χώρος, η πνευματική κληρονομιά της, οι αρχαιολογικοί της χώροι και η συνακόλουθη αξία της για τη διεθνή πνευματική κοινότητα.
Ακόμα, ο Μίκης Θεοδωράκης αναφέρθηκε αναλυτικά στη γενικότερη κατάσταση του κόσμου αναλύοντας τους σύγχρονους ανταγωνισμούς και δίνοντας πολύ μεγάλη σημασία στον αρνητικό ρόλο της πολεμικής βιομηχανίας των ισχυρών κρατών για την πορεία των διεθνών πραγμάτων, τα οποία σκιαφράφησε ως ζοφερά, χαρακτηρίζοντας την μεταπολεμική εποχή ως ένα είδος άλλου μεσαίωνα για την διεθνή παραγωγή πολιτισμού, σκέψης και τέχνης, σε μία εποχή που οι τεχνολογικές δυνατότητες είναι πρωτοφανείς και θα έπρεπε να ευνούν προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.
Την Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου στις 9 μ.μ. θα πραγματοποιηθεί συναυλία στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, με μουσική και τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη από το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Η Νένα Βενετσάνου, ο Λάκης Χαλκιάς και η 10μελής Ορχήστρα Μικης Θεοδωράκης θα ερμηνεύσουν αγαπημένα κινηματογραφικά και θεατρικά θέματα του συνθέτη και θα «ταξιδέψουν» το κοινό σε μοναδικές στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου και του θεάτρου.
Διαβάστε εδώ ολόκληρη την ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη