Ο ηρακλειώτης αρχαιολόγος, φιλόλογος, εκδότης κειμένων και πανεπιστημιακός δάσκαλος Στυλιανός Αλεξίου πέθανε το απόγευμα της Τρίτης 12 Νοεμβρίου στο Ηράκλειο της Κρήτης έπειτα από σύντομη μάχη με τον καρκίνο. Ήταν 92 ετών.
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1921 σε λόγια οικογένεια. Ήταν γιος του σονετογράφου Λευτέρη Αλεξίου, εγγονός του λογίου και εκδότη Στυλιανού Αλεξίου και ανιψιός της Έλλης Αλεξίου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη.
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1939-1946), στο Παρίσι (1951-1952) και στη Χαϊδελβέργη (1961-1962). Διετέλεσε επιμελητής αρχαιοτήτων στη Ρόδο (1947-1950), στο Ηράκλειο (1950-1960) και στα Χανιά (1960-1962), διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου (1962-1977), γενικός έφορος αρχαιοτήτων (1973-1977) και μέλος (1973-1977) του Αρχαιολογικού Συμβουλίου του Υπουργείου Πολιτισμού.
Από τους πρωτεργάτες στην ίδρυση του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης στο Ηράκλειο στις αρχές της δεκαετίας του 1960, διετέλεσε και πρώτος επιμελητής του. Ήταν ο τελευταίος επιζών της ιστορικής ηγεσίας της Εταιρίας Κρητικών Ιστορικών Μελετών. Από το 1982 ήταν αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Σπουδαίος πανεπιστημιακός δάσκαλος με πλήθος μαθητών, δίδαξε από το 1977 ως το 1988 στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης. Αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας των πανεπιστημίων της Πάντοβας, της Αθήνας και της Κύπρου και, μετά τη συνταξιοδότησή του, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Ως αρχαιολόγος, ασχολήθηκε ερευνητικά και επισταμένα με τη μινωική περίοδο. Πραγματοποίησε ανασκαφές στον Κατσαμπά, στη Λεβήνα, στην Αγία Πελαγία Κρήτης και αλλού και ήταν εκείνος που ανακάλυψε τους υστερομινωικούς τάφους του Λιμένους Κνωσού και τους πρωτομινωικούς θολωτούς τάφους της Λεβήνος. Ίδρυσε τα Μουσεία Χανίων, Αγίου Νικολάου, μία νέα πτέρυγα στο Μουσείο Ηρακλείου, καθώς και την αίθουσα της Συλλογής Γιαμαλάκη.
Ως φιλόλογος συνέδεσε το όνομά του με την έκδοση και τη συστηματική μελέτη του ακριτικού έπους, των έργων της Κρητικής Αναγέννησης και του σολωμικού corpus.
Επιλογή από το έργο του: Κρητική ανθολογία (15ος-17ος αι.) (1954), Από το ποιητικό έργο του Ν. Καζαντζάκη (1977), Ακριτικά. Το πρόβλημα της εγκυρότητας του κειμένου Ε΄. Χρονολόγηση – Αποκατάσταση χωρίων – Ερμηνευτικά (1979), Γλωσσικά μελετήματα (1981), Η κρητική λογοτεχνία και η εποχή της (1985), Σολωμικά (1994), Σολωμιστές και Σολωμός (1997), Δημώδη βυζαντινά (1997), Κρητικά φιλολογικά (1999), Μινωικά και ελληνικά (2002).
Οι κριτικές εκδόσεις κειμένων της δημώδους βυζαντινής λογοτεχνίας και της Κρητικής Αναγέννησης που πραγματοποίησε αποτέλεσαν τη στέρεη βάση για την άνθηση της έρευνας και τη μεθοδική μελέτη εν πολλοίς άγνωστων περιοχών της νεοελληνικής λογοτεχνίας: Η βοσκοπούλα. Κρητικό ειδύλλιο του 1600 (1963), Μπεργαδής, Απόκοπος (1965), Β. Κορνάρος, Ερωτόκριτος (1980), Βασίλειος Διγενής Ακρίτης (κατά το χειρόγραφο του Εσκοριάλ) και το άσμα του Αρμούρη (1985). Σε συνεργασία με τη σύζυγό του φιλόλογο Μάρθα Αποσκίτη, επιμελήθηκε την έκδοση των κειμένων: Γ. Χορτάτση Ερωφίλη (1988) και Ζήνων (1991), Η «Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ» (Τα «Ιντερμέδια» της «Ερωφίλης») (1992), Μ. Τζάνε Μπουνιαλή Κρητικός πόλεμος (1645-1669) (1995). Εξαιρετική ήταν η προσφορά του στην έκδοση των Ποιημάτων και πεζών (1994) του Διονύσιου Σολωμού. Το 1993 τιμήθηκε με το Κρατικό Ειδικό Βραβείο λογοτεχνίας.
Τελευταίο κείμενό του ήταν η επανέκδοση, σε αυτοτελή μορφή, του Κρητικού του Σολωμού, με πλούσιες γλωσσικές και ερμηνευτικές σημειώσεις που διαφωτίζουν ασαφή και δυσερμήνευτα χωρία του κειμένου. Για την έκδοση, η οποία τυπώθηκε αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Κίχλη, «εργαζόταν ως την τελευταία στιγμή, διορθώνοντας τυπογραφικά δοκίμια, με το απαράμιλλο ήθος του επιστήμονα που τον χαρακτήριζε», ανέφερε στο «Βήμα» η εκδότρια Γιώτα Κριτσέλη.