Στην καναδή πεζογράφοΑλις Μονρόαπονέμεται το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 2013 όπως ανακοίνωσε το μεσημέρι της Πέμπτης 10 Οκτωβρίου στη Στοκχόλμη ο μόνιμος γραμματέας της Σουηδικής ΑκαδημίαςΠέτερ Ένγκλουντ.
Η αιτιολογία της απόφασης ήταν σύντομη. Το βραβείο τής απονέμεται «για τη δεξιοτεχνία της στη μικρή φόρμα του σύγχρονου διηγήματος».
«Σάστισα μόλις άκουσα τι είχα κερδίσει» είπε η Αλις Μονρό σε μια επίσης σύντομη συνέντευξή της στο καναδικό ειδησεογραφικό δίκτυο CBC, δηλώνοντας ταυτοχρόνως «ενθουσιασμένη» με τα ευχάριστα νέα που της μετέφερε τηλεφωνικώς μια από τις κόρες της.
«Πιθανότατα δεν θα συνεχίσω να γράφω» είχε πει η εφετινή νομπελίστρια στο περιθώριο μιας ακόμη βράβευσής της στο Τορόντο το περασμένο καλοκαίρι. Κάτι λιγότερο από έξι μήνες μετά η 82χρονη δημοφιλής διηγηματογράφος τιμήθηκε από τη Σουηδική Ακαδημία με την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση.
«Μιλά για οικουμενικά αισθήματα καθημερινών ανθρώπων» είπε ο Πέτερ Ένγκλουντ στους δημοσιογράφους. «Eίναι μια συγγραφέας η οποία αποτυπώνει θαυμάσια την ανθρώπινη ύπαρξη» υπογράμμισε.
«Πιστεύετε ότι θα σταματήσει να γράφει, όπως ανακοίνωσε εφέτος;» τον ρώτησαν. «Το Βραβείο Νομπέλ είναι μεγάλη χαρά και τιμή αλλά αν αυτό θα την παρακινήσει να συνεχίσει το γράψιμο είναι δική της απόφαση», απάντησε ο γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας.
Διηγηματογράφος πολυβραβευμένη η οποία καλλιεργεί συστηματικά και με συνέπεια τη μικρή φόρμα η Μονρό, σε συνέντευξή της στον βρετανικό «Guardian», πριν από μια δεκαετία και πλέον, ρωτήθηκε γιατί δεν έχει γράψει ποτέ μυθιστόρημα.
«Δεν μπορώ να το κάνω ακόμη» απάντησε «και, πιστέψτε με, προσπαθώ διαρκώς. Κάθε φορά που ολοκληρώνω μια συλλογή διηγημάτων σκέφτομαι ότι τώρα είναι η ώρα να καταπιαστώ με τη μεγάλη αφήγηση» συνέχισε.
«Μερικές φορές βλέπω τα μυθιστορήματα που γράφουν άλλοι και διαπιστώνω ότι πολλά είναι σύντομα. Αν μπορώ να απλώσω ένα διήγημα σε 60 σελίδες, σίγουρα δεν θα είναι πολύ δύσκολο να γράψω και ένα σύντομο μυθιστόρημα. Αλλά δεν μου βγαίνει…»
Η Αλις Μονρό γεννήθηκε το 1931 και μεγάλωσε στο Οντάριο του Καναδά. Το 2009 τιμήθηκε με το βραβείο «Man Booker International» για το σύνολο του έργου της ενώ έχει διακριθεί, μεταξύ άλλων, τρεις φορές και με το «Governor General’s Literary Award», την υψηλότερη λογοτεχνική διάκριση της πατρίδας της.
Στα διηγήματά της διερευνά τις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, τις άφατες όψεις της καθημερινότητας στις μικρές πόλεις και τα παιχνίδια της μνήμης. Το 2012 εξέδωσε την 14η συλλογή διηγημάτων της υπό τον τίτλο «Dear Life» και δήλωσε επισήμως ότι θα είναι και η τελευταία.
Στην ελληνική γλώσσα κυκλοφορούν δυο βιβλία της: «Μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει» (2003) και «Πάρα πολλή ευτυχία» (2010) από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο» (σε μετάφραση της Σοφίας Σκουλικάρη).
Διήγημά της με τον τίτλο «Η αρκούδα» περιλαμβάνεται και στον συλλογικό τόμο «Της αγάπης μου ο σπουργίτης πέταξε» (Libro, 2009) με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Από τον Τσέχοφ στη Μονρό».
Είναι η 13η γυναίκα που τιμάται με το Βραβείο Νομπέλ από την ίδρυση του θεσμού – πράγμα που την παραξένεψε ιδιαιτέρως – αλλά η πρώτη Καναδή που φέρνει το Νομπέλ στη χώρα της.
Η Σουηδική Ακαδημία αναφέρει σε σχετικό σημείωμά της:
«Η Μονρό έχει αναγνωρισθεί για την καλοκουρδισμένη αφήγησή της που χαρακτηρίζεται από σαφήνεια και ψυχολογικό ρεαλισμό. Ορισμένοι κριτικοί την θεωρούν έναν καναδό Τσέχοφ.
Οι ιστορίες της τοποθετούνται συχνά στο περιβάλλον μικρών πόλεων όπου αγώνας για μια κοινωνικά αποδεκτή ύπαρξη συχνά έχει ως αποτέλεσμα την ένταση στις ανθρώπινες σχέσεις αλλά και ηθικά διλήμματα, προβλήματα που πηγάζουν από τα χάσματα των γενεών και τις συγκρουόμενες φιλοδοξίες ζωής.
Τα κείμενά της συχνά αναπαριστούν καθημερινά αλλά καθοριστικά γεγονότα, τρόπον τινά αποκαλύψεις, που ρίχνουν φως σε όσα συμβαίνουν γύρω και θέτουν αιφνιδίως υπαρξιακά ζητήματα».