Με τo ντοκυμαντέρ «Τα κορίτσια της βροχής» (2011) η σκηνοθέτις Αλίντα Δημητρίου που σε ηλικία 78 ετών πέθανε τα ξημερώματα της Τρίτης 30 Ιουλίου, ολοκλήρωσε την τριλογία για την αποσιωπημένη ως τότε συμμετοχή της Ελληνίδας στους πολεμικούς και πολιτικούς αγώνες στην Ελλάδα κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.

Η τριλογία είχε αρχίσει το 2008 με το ντοκυμαντέρ «Τα πουλιά στον βάλτο» που αφορούσε τις γυναίκες της αντίστασης στην Κατοχή, συνεχίστηκε το 2009 με το «Η ζωή στους βράχους» (Δημοκρατικός Στρατός και εξορία) και έκλεισε με τα «Κορίτσια της βροχής», το κύκνειο άσμα της Δημητρίου, ένα ντοκυμαντέρ το οποίο αναφέρεται αποκλειστικά στις γυναίκες που ταλαιπωρήθηκαν και κακοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της επταετίας. Στην ταινία καταθέτουν τη μαρτυρία τους 50 γυναίκες.
Ευσυνείδητος και χαμηλότονος εργάτης στον χώρο του ντοκυμαντέρ, η Αλίντα Δημητρίου από το 1977 ως το 1994 έχει γυρίσει περισσότερα από 50 για την τηλεόραση και το υπουργείο Πολιτισμού. Ανάμεσά τους «Το θέατρο στο βουνό», «Ανθρώπινα δικαιώματα» (10 ημίωρα) και «Γυναίκες» (6 ημίωρα). Από το 1994 ως το 2003 ασχολήθηκε με το βιομηχανικό ντοκυμαντέρ κάνοντας 15 ταινίες για τη ΔΕΗ.
«Ελπίζω στους απλούς ανθρώπους, στους ανθρώπους και στις οµάδες «χωρίς φωνή», αυτούς που προσπαθώ να φωτίσω µε τις ταινίες µου» είχε πει η Δημητρίου σε συνέντευξή της στο Βήμα της Κυριακής (15 Ιανουαρίου 2012). Και γι’ αυτό στηριζόταν στη βιωµατική µνήµη, κλάδο της νεότερης ιστορίας που ονοµάστηκε προφορική ιστορία. «Στηρίζοµαι στον ψυχισµό του ανθρώπου, σε αυτό που συχνά αποκαλούµε συναίσθηµα σε αντιπαράθεση µε τη λογική. Λογική απαιτείται στις καθηµερινές πράξεις µας, όταν όµως σε στήνουν στον τοίχο, ο ψυχισµός είναι που σε κρατά όρθιο.»
Αν κάτι την ενδιέφερε όταν ασχολήθηκε με την τριλογία της Ελληνίδας αντιστασιακής και πιο συγκεκριμένα με τα «Κορίτσια της βροχής» ήταν να µην απογοητεύσει καµία από τις γυναίκες που της εµπιστεύτηκαν τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους. «Ηταν όλες παιδιά, κοριτσάκια, είκοσι χρόνων. Και όταν είσαι είκοσι χρόνων δεν φοβάσαι, τα παίζεις όλα για όλα· αυτές τα έδωσαν όλα και δεν ζήτησαν ποτέ τίποτα, µα τίποτα. Οταν ρώτησα µία γυναίκα µε τι ανταµείφθηκε για τους αγώνες της, µου απάντησε ότι η πολιτεία της έδωσε την ευχή της.»
Η Αλίντα Δημητρίου δεν ονειρευόταν. ∆εν προλάβαινε. ∆εν έβλεπε όνειρα ή δεν τα θυµόταν. Κι όταν ήταν ξύπνια, έπλαθε ιστορίες που σύντοµα ξεχνούσε. «Πιστεύω ότι πιο πολύ ανάγκη έχουµε από αγάπη παρά από όνειρα» είχε πει «Προσπαθώ να γεµίσουν και οι πιο απλές πράξεις µου µε νόηµα και αξία. Για να πάω παρακάτω.»
Οι ταινίες της είχαν να κάνουν με το παρελθόν αλλά από το παρελθόν η Δημητρίου θυμόταν «εκείνες τις σπάνιες στιγµές που µοιάζουν να κτίζουν µε χρώµατα το µέλλον.» Θυµόταν από αρχή- αρχή τη µαγεία του έρωτα που διαπερνά τα χρόνια που διάβαινε. Αγωνιζόταν ώστε οι καθηµερινές µικρές πράξεις της να έχουν συνέπεια µε τα πιστεύω της, «να έχω ήθος και σεβασµό στις ανθρώπινες αξίες µε οποιοδήποτε κόστος.»
Αντιστεκόταν σε «κάθε συναίνεση που υποβιβάζει το άτοµο σε άβουλο ον και προσβάλλει την αξιοπρέπεια και τη νοηµοσύνη καθενός µας», αντιστεκόταν «στην υπερπληροφόρηση που µειώνει την κρίση µας», αντιστεκόταν «στη µιζέρια και στην εξαθλίωση που µας επιβάλλεται.» Αντιστεκόταν «στις νικηφόρες κραυγές των οποιωνδήποτε νικητών» γιατί «μέχρι σήµερα µονάχα οι νικητές µπορούν και εκφράζουν λόγο.»
Η Δημητρίου απεχθανόταν εκείνους που «ενδύονται τον µανδύα της σοβαροφάνειας, κυκλοφορούν σαν στέκες µπιλιάρδου και αρνούνται να οµολογήσουν τα λάθη που έκαναν.» Απεχθανόταν επίσης την έλλειψη γενναιοδωρίας και λεβεντιάς, την έλλειψη γέλιου και παιχνιδιού στις διαπροσωπικές σχέσεις που κρύβει τον φόβο της έκθεσης απεχθανόταν τους ανθρώπους που «για όλα είναι γνώστες γιατί ντρέπονται να πουν «δεν ξέρω«.»