Οι ταξιτζήδες της Αθήνας δεν γνωρίζουν πού βρίσκεται το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, στην οδό Παπαρρηγοπούλου, παραπλεύρως της πλατείας Κλαυθμώνος. Όπως αποδείχτηκε, ο νεαρός αυτοκινητιστής που με μετέφερε εκεί δεν γνώριζε καν ποια από τις πλατείες επί της Σταδίου ήταν η πλατεία Κλαυθμώνος.

Αν παραβλέψουμε προς στιγμήν το ουσιαστικό ζήτημα της επαγγελματικής ανεπάρκειας, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η λέξη «Κλαυθμώνος» είναι από τις πιο κακόηχες και δυσκολομνημόνευτες ονομασίες που δόθηκαν στην εν λόγω πλατεία, που έχει στο παρελθόν αποκληθεί «Πλατεία 25ης Μαρτίου» και «Πλατεία Δημοκρατίας».

Το 1989, μαζί με τα αποκαλυπτήρια του γλυπτού που την κοσμεί, προτάθηκε η μετονομασία της σε «Πλατεία Εθνικής Συμφιλιώσεως». Το «Πλατεία Κλαυθμώνος» όμως, το όνομα με το οποίο τη βάφτισε 1878 ο χρονογράφος των Αθηνών Δημήτριος Καμπούρογλους, άντεξε στον χρόνο. Ίσως γιατί αποτυπώνει νόστιμα μια πραγματικότητα, έστω κι αν είναι άγνωστη στους περισσότερους: στην πλατεία αυτή, μπροστά από το Υπουργείο Οικονομικών, συγκεντρώνονταν και θρηνούσαν με «κλαυθμούς» για την απόλυσή τους οι δημόσιοι υπάλληλοι της εποχής, οι οποίοι –μιας και δεν ήταν μόνιμοι τότε– απολύονταν κάθε φορά που αποχωρούσε μια κυβέρνηση προς χάριν των ψηφοφόρων της νεοεκλεγείσας.

Ποιον ενδιαφέρει αυτή η γνώση του παρελθόντος; Πολλούς, όπως φάνηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου «Αθήνα. Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία» (Εστία, 2012) των ιστορικών και εκπαιδευτικών Θανάση Γιοχάλα και Τόνιας Καφετζάκη, το βράδυ της Τρίτης 18 Ιουνίου, στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, με ομιλητές τον δήμαρχο Αθηναίων Γιώργο Καμίνη, τον δημοσιογράφο και αναπληρωτή καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Νίκο Μπακουνάκη, τον δημοσιογράφο Δημήτρη Ρηγόπουλο και τους δύο συγγραφείς. Αθηναίοι κάθε ηλικίας κατέκλυσαν την αίθουσα «Αθω Τσούτσου» του Μουσείου και ξεχύνονταν στον δρόμο συμμετέχοντας στην εκδήλωση για την έκδοση που γεφυρώνει το παρόν της εμπειρίας με το παρελθόν της Ιστορίας.

Στη ραχοκοκαλιά της πόλης, στο αθηναϊκό κέντρο αναφέρθηκε ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης αναζητώντας την απαρχή της απαξίωσής του στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. «Η κακή εικόνα του κέντρου σήμερα ρίχνει το ηθικό όχι μόνο των κατοίκων του αλλά όλων των Αθηναίων και των επισκεπτών της πόλης, γιατί εδώ χτυπά η καρδιά της Αθήνας» τόνισε και ανακοίνωσε μέτρα που θα βελτιώσουν προσεχώς το υποβαθμισμένο κέντρο: τη δημιουργία μιας πλατφόρμας που θα συγκεντρώνει και θα οργανώνει όλες τις εθελοντικές πρωτοβουλίες για την πόλη και τη συνεργασία με φορείς, ενώσεις και μεγάλες επιχειρήσεις για τον καθαρισμό του κέντρου.

«Ζούμε στην ουσία σε μια νέα πόλη. Η νεοκλασική Αθήνα του 19ου αιώνα και εκείνη των αρχών του 20ού κατεδαφίστηκε στις δεκαετίες του 1950 και του 1960» επισήμανε ο Νίκος Μπακουνάκης, παρουσιάζοντας το βιβλίο, που ως οδηγός εφάμιλλος ειδικών ξένων εκδόσεων «συμβάλλει τόσο στην αθηναϊκή βιβλιογραφία όσο και στη βελτίωση του πώς ζούμε στην Αθήνα» και τόνισε πόσο η ζωή στην Αθήνα ως θέμα γονιμοποίησε πραγματικές και φανταστικές αφηγήσεις ήδη από τον 19ο αιώνα, την ίδια εποχή που ακμάζουν στην Ευρώπη οι μεγάλες λογοτεχνικές αφηγήσεις για πόλεις με τον Ντίκενς, τον Ζολά και άλλους.

Στο προφίλ του σύγχρονου Αθηναίου, ο οποίος πλέον κατοικεί στην Αθήνα από επιλογή και όχι από ανάγκη, και στη σχέση του με την πόλη αναφέρθηκε ο Δημήτρης Ρηγόπουλος. Παρατήρησε μια σταδιακή δημοκρατική ωρίμανση, η οποία συντελέστηκε και μέσα «από τις βαθιές και υπόγειες διεργασίες της κρίσης που μας κάνουν καλύτερους πολίτες». «Σταδιακά αναπτύχθηκε ένα αίτημα αστικής αυτογνωσίας», τόνισε, και συνειδητοποιούμε «ότι ο πλούτος της Αθήνας δεν βρίσκεται μόνο στο εξιδανικευμένο νεοκλασικό παρελθόν μιας Αθήνας που χάσαμε αλλά και στο παρόν μιας Αθήνας που εξελίσσεται μαζί μας, για το οποίο όλοι έχουμε μερίδιο ευθύνης και μπορούμε να κάνουμε πολλά».

Οι συγγραφείς του τόμου αναφέρθηκαν στις διαφορετικές προσλήψεις της Αθήνας και τις διαφορετικές ματιές πάνω στην πόλη που αποκαλύπτουν οι ιστορικές και οι λογοτεχνικές αφηγήσεις που αποδελτίωσαν και παρουσίασαν σε ένα πεντάλεπτο βίντεο την ιστορία δυο τοπόσημων της Αθήνας που προσπερνάμε αδιάφορα, του ισλαμικού ιεροσπουδαστηρίου- Μεντρεσέ των Αθηνών και του μνημείου των Αέρηδων, στην Πλάκα. «Το βιβλίο μας κάνει οικείους τους Αθηναίους του παρελθόντος και μας δίνει τσιμπιές να κοιτάξουμε γύρω μας» ανάφερε η Αθηνά Κακούρη στην ομιλία της που διάβασε η εκδότρια της Εστίας Εύα Καραϊτίδη.

Παλιοί Αθηναίοι, πιστοί κάτοικοι του κέντρου, ιστορικοί, πανεπιστημιακοί, εκπαιδευτικοί, ο ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός και μέλη των Atenistas, φίλοι και μαθητές των δύο συγγραφέων που παρευρέθηκαν στην παρουσίαση του βιβλίου συνέχισαν μετά τη λήξη της εκδήλωσης τις συζητήσεις στον δρόμο, για το πώς «έχουμε όλοι ευθύνη για τους “εξαρτημένους” που έχουν πληθύνει στα περίχωρα της Ομονοίας», όπως ανέφερε μιλώντας ο δήμαρχος Αθηναίων, για το πώς παραδείγματα από το εξωτερικό και άλλους δήμους της Ελλάδας μπορούν να αποτελέσουν οδηγό για τη βελτίωση της εικόνας της πόλης και για τον περιορισμό της εγκληματικότητας, για το πώς η ιστορική γνώση για όσα υπήρξαν στην Αθήνα και δεν βλέπουμε σήμερα εμπλουτίζει την ταυτότητά μας ως κατοίκων αυτής της πόλης, ως Αθηναίων: Ξέρουμε καλύτερα πού πηγαίνουμε, όταν γνωρίζουμε ποιοι είμαστε.

Ακούγοντας τις συζητήσεις θυμήθηκα τα λόγια του νεαρού ταξιτζή: «Ευχαριστώ, τώρα το έμαθα κι αυτό», είπε αποβιβάζοντάς με μπροστά στη είσοδο του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών νωρίτερα το ίδιο βράδυ. Η αίσθηση ότι ήταν ειλικρινά ευχαριστημένος που έμαθε την ύπαρξη ακόμη ενός σημείου αναφοράς στον αστικό χάρτη τελικά δεν ήταν εσφαλμένη.