«Οταν ακούω τη λέξη κρίση αισθάνομαι τη γελοιότητα του αντιπάλου» λέει ο Κυριάκος Κατζουράκης. «Προφανώς ο καπιταλισμός έχει κρίση ηλικίας και την ομολογεί ανοιχτά, αλλά γιατί την μοιράζεται με το λαουτζίκο και δε μοιράζεται τα κεφάλαιά του;». Για τον εικαστικό και σκηνοθέτη, του οποίου η τελευταία ταινία, «Μικρές εξεγέρσεις» με πρωταγωνίστρια την Κάτια Γέρου διανεμήθηκε πριν από λίγο καιρό στις αίθουσες, η κρίση είναι μια λέξη από το νέο οικονομικό λεξικό που σκοτεινιάζει τα απλά πράγματα. «Ακούς κρίση και τρομάζεις» λέει, «σε υπερβαίνει, αισθάνεσαι Δέος και Σοκ με το δικό σου θράσος, να ζητάς δηλαδή σύνταξη, μισθό, παιδεία, περίθαλψη. Ποιός θα σου τα δίνει αφού το αφεντικό είναι σε κρίση;»
Τέχνη και κρίση είναι επίσης ο τίτλος Στρογγυλής Τράπεζας στην οποία την Κυριακή που μας έρχεται (2 Ιουνίου), ο Κ. Κατζουράκης συμμετέχει. Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στους χώρους του Μουσείου Μπενάκη της Πειραιώς, το οποίο μέχρι τις 28 Ιουλίου φιλοξενεί αναδρομική έκθεση του Κατζουράκη με έργα ζωγραφικής φτιαγμένα μέσα σε μισό αιώνα: 1963 – 2013. Στην ίδια εκδήλωση θα παρουσιαστεί η έκδοση του βιβλίου του «Τάξη στο Χάος» (Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο). Στην εκδήλωση θα μιλήσουν επίσης οι δημοσιογράφοι Νίκος Ξυδάκης και Κώστας Αρβανίτης και η συγγραφέας και Καθηγήτρια Αισθητικής, Επικοινωνίας, Τεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Πέπη Ρηγοπούλου.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1944, ο Κυριάκος Κατζουράκης σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με τον Γ. Μόραλη και στην Αγγλία στο St. Martins School of Art. Σπούδασε επίσης σκηνογραφία στην ΑΣΚΤ με τον Β. Βασιλειάδη. Το 1968 απέσπασε το βραβείο «Παρθένη». Εζησε στην Αγγλία τα χρόνια 1972 – 1985, όπου με την βοήθεια του Ε. Παλότσι και του Arts Council, οργάνωσε έκθεση της δουλειάς του στη Serpentine Gallery (1976). Εργάζεται μόνιμα στην Ελλάδα από το 1986. Ηταν ιδρυτικό μέλος της ομάδας «5 νέοι Ελληνες Ρεαλιστές».
Στον κινηματογράφο, ο Κ. Κατζουράκης έχει εκτός άλλων κάνει την σκηνογραφία στο «Προξενιό της Αννας» του Παντελή Βούλγαρη αλλά και τα κοστούμια στις «Μέρες του ’36» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Εκτός από τις «Μικρές εξεγέρσεις» έχει επίσης σκηνοθετήσει τις ταινίες «Ο δρόμος προς την Δύση» και «Γλυκιά μνήμη». Οι τρεις ταινίες του προβάλλονται στο Μουσείο Μπενάκη (δείτε κριτική του Βήματος για τις «Μικρές εξεγέρσεις»)
—————————————-
Αποφάσισα να γυρίσω τις «Μικρές εξεγέρσεις» σαν ένα κλείσιμο τριλογίας που αναφέρεται στην αντοχή της γυναίκας. Στην πρώτη («Ο δρόμος προς τη δύση») η Ιρίνα δεν αντέχει κι αυτοκτονεί, στην δεύτερη η άλλη Ιρίνα αντέχει μεν και διαμορφώνει νέες καταστάσεις αλλά αποχωρεί προς κάποιο ανάλογο τέλος. Έτσι αποφάσισα να περιγράψω τη ζωή της Άννας που καταφέρνει, ζώντας κάπου στην επαρχία, να αντισταθεί να «εξεγερθεί» μέσα στην άχρωμη και άρρωστη ζωή της, τη σφραγισμένη τραυματικά από την παιδική της ηλικία. Η εξέγερσή της γίνεται το έναυσμα, στον μικρό τόπο που ζει, να ξεκινήσουν πολύτιμες μικρές αλλαγές. Ένα ανακουφιστικό τέλος της τριλογίας.
Ενέταξα στην ταινία το στοιχείο του κυρ Μανουήλ Πανσέληνου στην ταινία για δυο λόγους: Ο πρώτος είναι καθαρά σεναριακός. Ο ήρωας της ταινίας μπλέκεται στη ζωή της Άννας όταν παρατηρεί τη ομοιότητά της με ένα πορτραίτο του Πανσέληνου. Τέχνη και πραγματικότητα συναντώνται. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ήθελα να κάνω αναφορά σ’ αυτόν το μεγάλο ζωγράφο. Ο Πανσέληνος στα τέλη του 13ου αιώνα και στις αρχές του 14ου, έκανε ένα άλμα απίστευτο στην τέχνη, ανάλογο του Τζιόττο. Εγκαθίδρυσε μια νέα ρεαλιστική ματιά, αντλούσε υλικό από την πραγματικότητα, τη φύση, τον ουρανό και τα πάθη των ανθρώπων. Και το δίδαγμά του πιστεύω ακολούθησαν οι πρωτοκλασάτοι μαθητές και απόγονοί του, από τον Θεοφάνη μέχρι τον Ρουμπλιώφ. Παρ’ όλα αυτά η αξία του στην Ευρώπη παραμένει άγνωστη. Όπως λέει ο Μάνος στην ταινία: «… Όχι δεν είναι φεγγάρι… ο Πανσέληνος είναι ζωγράφος σύγχρονος του Τζιόττο…Ε βέβαια τον Τζιόττο όλοι τον γνωρίζουν, είχε την τύχη να είναι Ιταλός»… Ποιός Έλληνας δεν ταυτίζεται σήμερα μ’ αυτή τη φράση;
Όλα ξεκινούν από τη ζωγραφική. Ο άνθρωπος πρώτα ζωγράφισε και μετά μίλησε. Ο Κινηματογράφος, η φωτογραφία και οι εικαστικές τέχνες έχουν κοινή ρίζα, την οπτική αντίληψη του κόσμου. Ακόμα και η αντίληψη του χρόνου που αποτελεί τον πυρήνα του κινηματογράφου είναι κατά μίαν έννοια κοινή, αφού πάντα η ζωγραφική περιείχε την αφήγηση. Ακόμα και στη φωτογραφία ενυπάρχει δυνητικά το πριν και το μετά. Εν τέλει όμως η ουσία των πραγμάτων γεννά την ποίηση, τον ποιητικό λόγο. Και δεν έχει σημασία τι έγινε πρώτα και τι μετά. Ο ποιητικός λόγος υπάρχει πάντα στα καλά έργα όλων των τεχνών και κατά την ταπεινή μου γνώμη αυτό συνδέει τις τέχνες
Η ζωή στην επαρχία δεν είναι πια γοητευτική ή ειδυλλιακή. Είναι σκληρή, απομονωτική, περιθωριακή, γεμάτη δυσκολίες και όσοι ζούμε στην πρωτεύουσα τις αγνοούμε. Όλοι είμαστε τουρίστες όταν πάμε στην επαρχία, είτε για διακοπές, είτε για επίσκεψη σε αγαπητά πρόσωπα. Η Κρίση έχει άμεσο αντίκτυπο και οι ελάχιστες ελπίδες για αναζωογόνηση της περιφέρειας έχουν εξανεμιστεί. Η απρογραμμάτιστη εκμετάλλευση της επαρχίας την εξοντώνει. Μόνη ελπίδα οι κάτοικοι που μένουν εκεί από πεποίθηση κι όχι μόνον από συνήθεια ή ανάγκη. Που στήνουν αγροτικούς συνεταιρισμούς, διαμαρτύρονται όταν ο φυσικός πλούτος κινδυνεύει, στήνουν βιβλιοθήκες και ταινιοθήκες απ’ το υστέρημά τους, στηρίζουν τον τόπο τους έμπρακτα. Και όσο δεν θα υπάρχει ανθρωποκεντρική στοιχειώδης μέριμνα για όλα αυτά, οι πρωτοβουλίες των κατοίκων είναι η μόνη ελπίδα.
Η δική μου μικρή εξέγερση έγινε όταν δολοφονήθηκε ο Σωτήρης Πέτρουλας. Έκτοτε όλα άρχισαν να αποκτούν άλλη διάσταση μέσα μου. Κάτι που γνώριζα μόνο σαν μέρος της ιστορίας του τόπου μου, έγινε εκεί μπροστά στα μάτια μας. Η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, ο άδικος χαμός του, απλά θυμίζουν ότι ποτέ δεν σταμάτησε η συνεχόμενη καταστολή κάθε διαμαρτυρίας προς την εξουσία.
Ανησυχώ γιατί ο πολίτης σήμερα είναι άναυδος, άφωνος, αμήχανος, υποταγμένος, χωρίς άμυνες απέναντι σε μια σκληρή κατασταλτική εξουσία, αποφασισμένη να ολοκληρώσει το έγκλημα της καταστροφής του πολιτισμού, της κοινωνικής ζωής, του κράτους πρόνοιας, της παιδείας, της αλληλεγγύης, της αγάπης, της κανονικότητας στη ζωή μας. Ανησυχώ γιατί ακόμα και σήμερα που ζούμε την αποστροφή της ποιότητας, τον θρίαμβο του κακού, του ρατσισμού, του νεοφασισμού, όλοι περιμένουν κάποιον Μεσσία να βρει άκρη και να οδηγήσει τη σκέψη μας προς κατευθύνσεις που θα αλλάξουν τα πράγματα. Κι όλοι μας ξέρουμε ότι αν δεν το κάνουμε εμείς, κανένας Μεσσίας δε θα βρεθεί. Ο καλλιτέχνης είναι εξίσου καταδικασμένος στην αδράνεια με τους υπόλοιπους και έχει το ίδιο χρέος με όλους τους πολίτες να αλλάξει τη ροή του κακού.
Μιλώντας μέχρι σήμερα με τους επισκέπτες της έκθεσής μου στο Μουσείο Μπενάκη επιβεβαίωσα την ανάγκη της επικοινωνίας. Τα έργα που περιλαμβάνονται στην έκθεση καλύπτουν 50 χρόνια και επειδή ασχολούμαι θεματικά με την ιστορία, καθρεφτίζουν εκτός από την προσωπική μου διαδρομή και 50 χρόνια ιστορίας. Αισθάνομαι ότι αυτό ενδιαφέρει όσους τα βλέπουν κι όχι μόνο τα έργα της περιόδου της χούντας που έχουν φανερή πολιτική άποψη. Το προσωπικό μου όφελος είναι ότι κι εγώ βλέπω πρώτη φορά την αλυσίδα των εικόνων που επανέρχεται ξανά και ξανά, κάθε φορά με διαφορετικές προσεγγίσεις. Αυτή η έκθεση είναι πολύτιμο εργαλείο για τη συνέχεια που προγραμματίζω. Η σχέση μου με την σημασία της ανεξιθρησκίας στη Τέμπλο είναι εμφανής σήμερα 25 χρόνια μετά, καθώς και η εμμονή με τα πάθη της γυναίκας στις εικόνες του βιασμού και της σταύρωσης, εικόνες που επανέρχονται σαν δυσεπίλυτα προβλήματα στις ταινίες μου. Πολλά από αυτά τα θέματα και τον τρόπο που τα χειρίζομαι ένοιωσα στη διάρκεια των συζητήσεων ότι αφορούν τους θεατές και τους επισκέπτες.
Ετοιμάζω μια νέα ταινία με προσωρινό τίτλο «Το άστρο του Κεφαλαίου» (ο τίτλος είναι από ένα ποίημα του Πούλιου). Μου αρέσουν οι προσωρινοί τίτλοι, οι «Μικρές εξεγέρσεις» είχαν πρώτα τον τίτλο «Πανσέληνος», μετά «Τρελλό φεγγάρι». Η «Γλυκιά μνήμη» είχε τον τίτλο «40 ώρες στη Σατίλα». Καμιά φορά το κάνω και στη ζωγραφική, είναι σαν να ορίζω κάποιο πεδίο με όρια εντός των οποίων θα κινηθώ. Έχω αρχίσει να γράφω το σενάριο το 2010, σχεδόν από τότε που τέλειωσαν οι μικρές εξεγέρσεις. Με απασχολεί η κατάσταση που ζούμε τα τελευταία χρόνια που μοιάζει να μην έχει τέλος. Αυτή η κατάσταση είναι το θέμα μου.
Αισθάνεσαι ενοχή απέναντι σε μια τόσο σοβαρή λέξη «Κρίση» και αποσύρεις τις δυνάμεις σου, αποσύρεις τον εαυτό σου ολόκληρο και τον βυθίζεις βαθιά στην τηλεοπτική πολυθρόνα, έτοιμο να ακούσει τις νέες λέξεις και μωρολογίες που κατακλύζουν τον τόπο σου. Αισθάνομαι ότι η κρίση της ηλικίας του καπιταλισμού ξεκίνησε την εποχή της ουτοπικής Εσπεράντο που προηγήθηκε του ευρω – οράματος και σήμερα τα έχει στυλώσει και δεν κάνει ούτε πίσω ούτε μπρος.
Ονόμασα «Τάξη στο Χάος» το βιβλίο μου σαν διατύπωση ανεκπλήρωτης επιθυμίας. Ένα βρέφος ορίζει τον κόσμο μέσα από το βλέμμα της μάνας, μπαίνει δηλαδή μέσα του μια μορφή Τάξης ταυτόχρονα με το Χάος της ζωής, αυτό. Μερικές φορές ο ενήλικας τρομάζει όταν διασαλεύεται η Τάξη που έχει εσωτερικεύσει και χάνεται η κανονικότητα της ζωής δηλαδή. Τρομάζει γιατί αρχίζει να διακρίνει τα ψευδή σύνορα μέσα στα οποία συνήθισε να κατοικεί. Η τέχνη έχει κι άλλα ζητήματα στα οποία αναφέρομαι ποικιλοτρόπως στο βιβλίο, όπως η συγκατοίκηση με το Χάος, η εξοικείωση με τις σκοτεινές πλευρές του ανθρώπου. Πολλές φορές διατυπώνει και άλλες ερμηνείες της ηθικής/αισθητικής. Αυτά με απασχολούν συνεχώς στη ζωγραφική, στο θέατρο και στο σινεμά που κάνω κι αυτά προσπάθησα να αναπτύξω στο βιβλίο μου.
(Την επιμέλεια του βιβλίου είχε η ποιήτρια Μαρία Λαϊνά, και τα δύο εισαγωγικά κείμενα είναι της Πέπης Ρηγοπούλου, (Πώς να μιλήσεις για τη σύγχρονη ελληνικότητα σε μια χώρα που «Πωλείται»;) και του Μάνου Στεφανίδη, (Ένας ζωγράφος ερμηνεύει τον εαυτό του ερμηνεύοντας τον κόσμο)
ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ
Πωλητήριο Πειραιώς 138
Πέμπτη, Κυριακή: 10.00-18.00, Παρασκευή, Σάββατο: 10.00-22.00, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη: Kλειστά
Τηλ.0030 210 3453111-Fax: 0030 2103453743