Τον έχουν χαρακτηρίσει «σύγχρονο Αριστοφάνη του θεάτρου και Θεόφιλο της ζωγραφικής». Αν τολμούσες όμως να απευθύνεις αυτούς τους χαρακτηρισμούς στον Μέντη Μποσταντζόγλου, γνωστότερο ως Μποστ (1918-1995), το πιθανότερο είναι ότι θα σε αγριοκοίταζε. Τόσο ο Κώστας όσο και ο Γιάννης Μποσταντζόγλου, ο μεγαλύτερος και ο μικρότερος γιος του σκιτσογράφου, εικονογράφου, γελοιογράφου, χαρτογράφου και ζωγράφου, μας διαβεβαιώνουν ότι αυτή η πολύπλευρη προσωπικότητα είχε μια σχεδόν παράλογη σεμνότητα και ένα φανατικά χαμηλότονο προφίλ. «Ποτέ δεν τολμήσαμε να του πούμε πόσο τον θαυμάζαμε» λέει ο Κώστας Μποσταντζόγλου, γραφίστας και θεατρικός συγγραφέας, με αφορμή την έκθεση «Cherchez να φαμ! Ο Μποστ του Τύπου» που εγκαινιάζεται στις 4 Απριλίου στο Μουσείο Μπενάκη.
Η έκθεση επικεντρώνεται στη γελοιογραφική σάτιρα του Μποστ στον ημερήσιο και στον περιοδικό Τύπο κατά την περίοδο 1950-1980. Μια σάτιρα που τόσες δεκαετίες μετά φαντάζει απίστευτα επίκαιρη. «Οι θρυλικοί χαρακτήρες του πατέρα, η καθημαγμένη Μαμά Ελλάδα, η Ανεργίτσα και ο Πειναλέων, θα μπορούσαν να ήταν τα πιο in πρωταγωνιστικά πρόσωπα του σήμερα» σχολιάζει ο ηθοποιός Γιάννης Μποσταντζόγλου. «Το διαθλαστικό μάτι του πατέρα και αυτή η «στρεβλή» οπτική του ήταν που ξεγύμνωναν τον ψεύτικο πολιτικό λόγο». Εξ ου και το γεγονός ότι η έκθεση ανιχνεύει τη σύγχρονη σημασία της σάτιράς του, καθώς και την αισθητική της αρτιότητα, η οποία ξεπερνά το εφήμερο.
«Η μητέρα μου έβλεπε μόνο την πλάτη του»
Ο Χρύσανθος Μποσταντζόγλου, του Κλεόβουλου και της Ουρανίας, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1920 η οικογένειά του κατέφυγε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και το 1926 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Ο Μέντης, όπως ήταν το χαϊδευτικό του, έδειξε από μικρό παιδί ενδιαφέρον για τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. Το 1948 παντρεύτηκε τη Μαρία Παπαγιαννακοπούλου, με την οποία απέκτησε δύο γιους.

«Μετά τα Πατήσια και το Μαρούσι η οικογένειά μας εγκαταστάθηκε στην Ακρόπολη, κάτω από το Ηρώδειο, στο πατρικό της μητέρας μας»
θυμάται ο Κώστας Μποσταντζόγλου. Εκεί, στο γεμάτο μικροαντικείμενα (πορσελάνες, παράσημα, πίνακες, τάματα και πιάτα που μάζευε ο πατέρας τους) σαλόνι, σε ένα γραφείο σε μια γωνιά, ο Κώστας και ο Γιάννης Μποσταντζόγλου θυμούνται τον Μποστ να δουλεύει ασταμάτητα. «Το παράπονο της μητέρας μας ήταν ότι έβλεπε μόνο την πλάτη του» αναφέρουν και οι δύο.
Ο καλλιτέχνης διαρκώς έγραφε και σκιτσάριζε. «Ηταν εργασιομανής σε σημείο… κτηνωδίας. Δεν ήθελε να πετάμε σχεδόν τίποτα. Ο,τι του άρεσε το κράταγε, γεμίζαμε τα ντοσιέ και τις κούτες» λέει ο Κώστας Μποσταντζόγλου. Η αγάπη του Μποστ για τη ζωγραφική ήρθε αργότερα. «Τον πρωτοείδα να ζωγραφίζει όταν πλέον είχα φθάσει τα έντεκά μου χρόνια» θυμάται ο μεγάλος του γιος. «Ηταν ήρεμος, πράος, χωρίς εξάρσεις και εκνευρισμούς. Σήμερα όλοι είμαστε πιο… νευροπαθείς, όπως άλλωστε προστάζει η εποχή μας» συμπληρώνει ο Γιάννης.
Ο Μίκης και τρεις κλέφτες σε σαλούν


Ο Μέντης Μποσταντζόγλου συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες, περιοδικά και εκδοτικούς οίκους, έκανε εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και εξέδωσε λευκώματα με δουλειές του. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, σε συνεργασία με τον οποίο ο Μποστ έγραψε και τα κείμενα για την παράσταση «Ομορφη πόλη», που ανέβηκε με επιτυχία το καλοκαίρι του 1962 στο θέατρο «Παρκ». Είχε προηγηθεί το πρώτο θεατρικό έργο του με τίτλο «Δον Κιχώτης» (1961).
Σταθμός ωστόσο στην πορεία του ως θεατρικού συγγραφέα υπήρξε η «Φαύστα» ή «Η απολεσθείς κόρη» (1964). Εγραψε επίσης πεζά κείμενα και ευθυμογραφήματα. Παράλληλα ασχολήθηκε επί χρόνια με το πολιτικό χρονογράφημα, ενώ για την αγωνιστική δράση του στον χώρο της Αριστεράς γνώρισε διώξεις ήδη από την περίοδο της γερμανικής Κατοχής αλλά και στη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας.

«Την 21η Απριλίου 1967 μας ειδοποίησε ο Ρένος Αποστολίδης ότι κατεβαίνουν τα τανκς»
θυμάται ο Κώστας Μποσταντζόγλου. «Ο πατέρας πήρε τον Μίκη και τον ειδοποίησε. «Κλείσε και θα σε ξαναπάρω» του είπε ο Μίκης. Μετά από λίγο ο πατέρας πήρε ξανά και του απάντησε η γυναίκα του Μίκη Μυρτώ. «Ο Μίκης έφυγε» του είπε. Ετσι κι εκείνος αποφάσισε να φύγει για να μη συλληφθεί. Κρύφτηκε σ’ ένα σπίτι για έξι μήνες και αποφάσισε να παραδοθεί όταν είχαν καταλαγιάσει κάπως τα πράγματα. Εμεινε στο κρατητήριο περίπου έναν μήνα και μετά επέστρεψε σπίτι, όπου παρέμεινε «φιμωμένος» για μεγάλο διάστημα. Το πρώτο κείμενο που έγραψε ήταν για το «Αντί», το οποίο κατασχέθηκε. Και η πρώτη μήνυση που δέχτηκε όταν ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον «Ταχυδρόμο» το 1973 ήταν στη γελοιογραφία του με τους Παττακό, Μακαρέζο και Παπαδόπουλο ως… κλέφτες σε σαλούν. Ως το 1974 και τη Μεταπολίτευση ακολούθησαν άλλες 42 μηνύσεις» λέει ο Κώστας Μποσταντζόγλου. Και ο αδελφός του καταλήγει: «Υπήρξε ένας ευφυής άνθρωπος, μια σπάνια περίπτωση που άφησε το αποτύπωμά της. Οποιος θέλει και μπορεί, εντρυφά και κατανοεί».

Παράλληλες εκδηλώσεις
Σημαντικό σκέλος της έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη αποτελεί το τιμητικό αφιέρωμα στον Μποστ από σύγχρονους γελοιογράφους: το παρόν συνδιαλέγεται με το παρελθόν ωθώντας μας να λογαριάσουμε πώς προχωράμε. Επιμελήτρια είναι η θεατρολόγος Μαρίνα Κοτζαμάνη, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Η έκθεση για τον Μποστ είχε σχεδιαστεί και προταθεί από την ιστορικό τέχνης Μαρία Κοτζαμάνη, η οποία χάθηκε πρόσφατα, και υλοποιείται με την επιμέλεια της κόρης της στη μνήμη της μητέρας της. Η έκθεση πλαισιώνεται από παράλληλες εκδηλώσεις, όπως είναι η ημερίδα «Ξαναθυμόμαστε τον Μποστ» στο αμφιθέατρο του Μουσείου την Κυριακή 14 Απριλίου (12.00), το εκπαιδευτικό πρόγραμμα για παιδιά από δέκα ετών την Κυριακή 12 Μαΐου (11.00-14.00) στον χώρο της έκθεσης και η δραματοποίηση επιλεγμένων γελοιογραφιών του Μποστ από φοιτητές του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου το Σάββατο 20 Απριλίου (19.00) στον χώρο του εστιατορίου του Μουσείου.

πότε & πού:
«Cherchez να φαμ! Ο Μποστ του Τύπου». Μουσείο Μπενάκη (Κτίριο της οδού Πειραιώς). Από 5/4 ως 19/5 www.benaki.gr

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ