Επιτυχίες στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση σε μια πορεία 25 χρόνων. Ο Μιχάλης Ρέππας μιλάει για την εφετινή σεζόν, για την αλλαγή σκηνικού, για τη σχέση του με το κοινό και την ανάγκη για αλλαγή νοοτροπίας των καλλιτεχνών.
Διατυπώνεται συχνά για τη δουλειά σας πως, παρά τις όποιες αντιρρήσεις, υπάρχει εντιμότητα ως προς την πρόθεση. Αυτός πιστεύετε ότι είναι και ο λόγος της επιτυχίας σας;
«Πρέπει να σας πω ότι αυτό είναι κάτι που ισχύει από παλιά. Με ρωτούν ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας. Δεν κάνουμε μόνο επιτυχίες, αλλά το ζήτημα είναι ότι όλα αυτά τα 25 χρόνια δεν προσπαθήσαμε ποτέ να πουλήσουμε φύκια για μεταξωτές κορδέλες και δεν προσπαθήσαμε ποτέ να πούμε κάτι άλλο από αυτό που βλέπουμε. Οσο επηρμένο και αν ακούγεται αυτό που λέω, πιστεύω ότι αυτή η τιμιότητα είναι κάτι που το κοινό αναγνωρίζει ακόμη κι αν δεν παραδέχεται τη δουλειά μας. Δυστυχώς δεν αρέσουμε σε όλους».
Μα δεν μπορείτε να αρέσετε σε όλους! Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι δεν έχετε ταυτότητα. Διαφωνείτε;
«Δεν είναι δυνατόν να γίνει αλλά αυτό είναι η βαθύτερη επιθυμία μου. Απλά το «εγώ» ενός ώριμου ανθρώπου κάνει διάφορους ισολογισμούς και είσαι αναγκασμένος να δεχθείς την πραγματικότητα. Εμένα πάντως μου φαίνεται υποκριτική η θέση «θέλω να αρέσω σε λίγους». Αυτός που θέλει να αρέσει θέλει να αρέσει σε όλους. Εγώ θέλω να αρέσω σε όλους. Καταλαβαίνω όμως ότι δεν γίνεται και αυτό που ενδιαφέρει τον Θανάση Παπαθανασίου και εμένα είναι να είμαστε τίμιοι με το κοινό μας».
Σας παρέσυρε ποτέ η επιτυχία; Εγινε έντονη επιθυμία;
«Το να παριστάνει κανείς ότι δεν είναι ευάλωτος είναι κουταμάρα. Είμαστε ευάλωτοι και πάρα πολλές φορές πέφτουμε στον πανικό και λέμε «πο πο, δεν μας αγαπάνε τόσο όσο τότε» ή ότι «μας γύρισαν την πλάτη». Σε σώζει και πάλι όμως η ίδια η δουλειά. Οταν έχεις το προσόν να μπορείς να βυθίζεσαι στο αντικείμενό σου, τότε ξεχνιέσαι και προσπαθείς να αφηγηθείς μια ιστορία».
Βλέποντας την ξέφρενη πορεία του θεάτρου Λαμπέτη με το «Αντρες έτοιμοι για όλα» δεν νιώθετε μεγάλη ικανοποίηση ότι πετύχατε κάτι;
«Ξέρω μέσα μου ότι κάποια στιγμή δεν θα λειτουργώ. Τα χρόνια, τα δεδομένα μου, η γλώσσα που μιλάω θα έχουν γεράσει κι εγώ μαζί με τη γενιά μου πολύ. Προτού πεθάνεις γερνάς. Ως επαγγελματίες ξέρουμε ο Θανάσης και εγώ ότι ο συντονισμός μας θα χαθεί. Ακόμη και σε μεγάλους καλλιτέχνες έχει συμβεί. Εζησαν και το μεγαλείο και το depasse. Μια επιτυχία τόσο δυναμική όπως του Λαμπέτη μου δείχνει ότι αυτή τη σεζόν τη σκαπούλαρα».
Αυτή την περίοδο νιώθετε την ανάγκη να αφηγηθείτε συγκεκριμένες ιστορίες;
«Από το 2008 ήδη νιώσαμε τις πρώτες σεισμικές δονήσεις. Το 2010 είχαμε αποφασίσει να ανεβάσουμε μια παράσταση αλλά την αλλάξαμε λόγω κρίσης. Νομίζω ότι δεν μπορείς να μείνεις ανεπηρέαστος. Δεν πιστεύω στους καλλιτέχνες που έχουν οράματα. Ο καλλιτέχνης δημιουργεί συλλογικά όνειρα, είναι ένα είδος μέντιουμ και συνεπώς προσανατολίζεται προς τα κυρίαρχα προβλήματα. Δεν μπορεί να μαστίζεται η κοινωνία από την κρίση και εμείς να γράφουμε έργα με θέμα τη μοναξιά και την ασυνεννοησία των δύο φύλων. Θα ήταν ανεπίκαιρο να κάναμε σήμερα το «Φούστα – μπλούζα». Ο ενεστώτας είναι το πιο δύσκολο τοπίο για να διαβάσεις. Είναι πιο εύκολο να γράφεις για το παρελθόν. Το παρόν είναι δύσκολο γιατί και εμείς ακόμη είμαστε σε κατάσταση που μας διαπερνά το ηλεκτρικό ρεύμα».
Αυτό που μας συμβαίνει τι είναι;
«Είναι πολλά. Είναι μια κρίση από αυτές που παράγει ο καπιταλισμός. Από το 1970 υπήρξε μια άνθηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος το οποίο έδωσε πολύ χρήμα χρεώνοντας το μέλλον και αυτή τη στιγμή η φούσκα έσκασε για όλους. Ολοι στην ίδια κατάσταση είμαστε. Είναι πολλαπλά τα προβλήματα της Ευρώπης. Φοβάμαι ότι τα συστήματα θα αναταχθούν έπειτα από κοινωνικά οδυνηρές καταστάσεις».
Το δικό σας σινάφι τι ευθύνες κουβαλά;
«Πολιτικά η ταινία «Το κλάμα βγήκε από τον Παράδεισο» τελειώνει με τη φράση «και όλοι μαζί να φάμε τα λεφτά του Δελαφράγκα». Αυτό είναι η Ελλάδα από τον πόλεμο και μετά. Αυτό κάναμε πολλά χρόνια: κοιτάζαμε να φάμε τα λεφτά του Δελαφράγκα χωρίς να καταλάβουμε ότι τα λεφτά αυτά ανήκουν σε έναν συγκεκριμένο παραγωγικό ιστό. Στην τηλεόραση η ευμάρεια έφερε εξωφρενικά υψηλές αμοιβές για κάποιες βεντέτες και αυτό ήταν. Δεν δημιούργησε κάποιες δομές που να μπορούν να παράγουν ακόμη και την περίοδο των ισχνών αγελάδων. Τα λεφτά έγιναν τζιπ και εξοχικά, έγιναν πολυτέλεια».
Το αύριο τι επιφυλάσσει;
«Πιστεύω ότι πρέπει να ξαναθυμηθούμε το κοινό. Και οι εμπορικοί και οι εναλλακτικοί. Οι μεν από τις παχυλές αμοιβές και οι δε από τις παχυλές επιχορηγήσεις μπερδευτήκαμε. Τα λεφτά της φούσκας μόνο βεντετιλίκι δημιούργησαν και στείρους ναρκισσισμούς».
«Το έγκλημα δεν περιορίζεται σε έναν Τσοχατζόπουλο»

Εσείς γιατί δεν κάνετε τηλεόραση; Ούτως ή άλλως την κάνατε με άλλους όρους και χαμηλό μπάτζετ.

«Οποτε γινόταν μεγάλο πάρτι εμείς λείπαμε. Δεν το λέω με παράπονο, το λέω γελώντας. Η τηλεόραση είναι εξαιρετικά κοπιαστικό πράγμα. Εγώ και ο Θανάσης αν το αποφασίσουμε για δύο χρόνια δεν θα κάνουμε τίποτε άλλο. Στα 53 μου είναι δύσκολο να το πάρω απόφαση. Πρέπει να σκεφτείς ένα πολύ δυνατό πρότζεκτ. Εχω μπει στον πειρασμό να μεταφέρουμε τους «Συμπέθερους από τα Τίρανα» στην τηλεόραση. Νομίζω ότι αυτή την ώρα είναι λίγο απαγορευτικό. Οχι ότι το κυνηγάμε, αλλά σε κάνα δυο συζητήσεις που κάναμε απ’ έξω απ’ έξω δεν είδαμε προθυμία».
Ας πούμε ότι υπήρχε. Δεν θα φοβόσαστε ότι μπορεί να μην πληρωθείτε;
«Οχι, θα προστάτευα τον εαυτό μου. Ξέρω πολλούς πια ανθρώπους που έχουν κοπιάσει μήνες, χρόνια και δεν πληρώνονται. Είναι ντροπή και αναφέρομαι σε όλα. Πώς μπορούν τα γραφεία παραγωγής να χρωστούν δεκάδες εκατομμύρια. Από τις πρώτες 50 χιλιάδες δεν αναρωτήθηκε κανείς; Στο πρώτο εκατομμύριο τι έγινε; Πού πήγαν αυτά τα λεφτά; Εχουμε έναν προβληματικό δημόσιο τομέα. Ο ιδιωτικός τομέας είναι υγιής; Πού είναι τα χρήματα; Κανονικά έπρεπε οι μισοί Ελληνες να είναι εισαγγελείς για να ελέγχουν τους άλλους μισούς. Είναι μεγάλο το έγκλημα που έχει γίνει και δεν περιορίζεται σε έναν Τσοχατζόπουλο. Λέμε συνέχεια οι πολιτικοί και οι πολιτικοί. Ποιοι πολιτικοί; Ολοι στα γραφεία παραγωγής και στις διαφημιστικές εταιρείες πολιτικοί ήταν; Απλός λαός είναι».
Μελλοντικά τι θα κάνετε;
«Ετοιμάζουμε μια ταινία. Καλό είναι να ακούς το ένστικτό σου. Δεν χρειάζεσαι να το σκεφτείς πολύ. Αυτή η ταινία δεν είναι κωμωδία. Η αλήθεια είναι ότι έχω πικραθεί. Το «Αυστηρώς κατάλληλο» δεν πήγε τόσο καλά, αδικήθηκε από όλους πάρα πολύ. Πληγώθηκα και δεν το ήθελα το σινεμά. Δεν υπάρχει ταινία όπου οι κριτικές να μην είναι λίβελοι. Δεν το αντέχει το νευρικό σου σύστημα αυτό πια! Δεν μπορεί να έχεις αυτή τη σχέση με το ελληνικό κοινό και να σε αντιμετωπίζουν έτσι οι κριτικοί από την πρώτη ως την τελευταία ταινία. Στο θέατρο έχουμε δει και κακές αλλά και εξαιρετικές κριτικές από ανθρώπους με κύρος. Στο σινεμά είναι απίστευτο το πόσο είναι μονοκούκι ο λίβελος».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ