Τρεις αυτούσιες ελληνικές ταινίες, μια συμπαραγωγή Ελλάδας/Νότιας Αφρικής, μια γερμανική γυρισμένη από ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτη και μια ελληνοαμερικανική συμπαραγωγή γυρισμένη στη Μάνη, προβάλλονται εφέτος στο 43ο Kινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου, το οποίο ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη.
Οι γνήσια ελληνικές παραγωγές είναι η «Κόρη» του Θάνου Αναστόπουλου (έχει ήδη προβληθεί στις ελληνικές αίθουσες, το περασμένο φθινόπωρο), η «Αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά» της Ελίνας Ψύκου (θα προβληθεί μελλοντικά) και το «Στο λύκο» των Χριστίνας Κουτσοσπύρου και Αραν Χιουζ, ένα μείγμα ντοκυμαντέρ και μυθοπλασίας που με αλληγορικό τρόπο αναφέρεται στην ευρωπαϊκή κρίση. Οι προγραμματιστές του Forum διέκριναν ότι η Ψύκου χρησιμοποιεί το γκροτέσκο ως στυλιστικό εργαλείο για να μιλήσει για την κατάπτωση και την αβεβαιότητα και ότι ο Αναστόπουλος έκανε μια άκρως επίκαιρη ταινία μέσα από την ιστορία ενός 14χρονου κοριτσιού που καταφεύγει σε ανορθόδοξους τρόπους για να βοηθήσει τον πατέρα του.
Στο Forum, όπου συνολικώς θα προβληθούν 41 ταινίες από όλον τον κόσμο (22 κάνουν παγκόσμια πρεμιέρα), θα παιχθούν η συμπαραγωγή Ελλάδας/Νότιας Αφρικής «Fynbos» του Χάρη Πατραμάνη και η γερμανική ταινία «Echolot» του Ελληνα Αθανάσιου Καρανικόλα, που ζει στη Γερμανία. Οσο για τη συμπαραγωγή που γυρίστηκε στη Μάνη είναι το «Before midnight» του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, η «συνέχεια» των ταινιών «Πριν το ξημέρωμα» και «Πριν το ηλιοβασίλεμα» του ιδίου σκηνοθέτη με πρωταγωνιστές (σε όλες) τους Ιθαν Χοκ και Ζυλί Ντελπί. Στην παραγωγή του «Before midnight», που προβάλλεται στο επίσημο πρόγραμμα της διοργάνωσης αλλά εκτός συναγωνισμού, συμμετέχει η εταιρεία παραγωγής Faliro House.
Η Ελλάδα στο πρώτο πλάνο


Είναι γεγονός ότι εδώ και αρκετά χρόνια το Φεστιβάλ Βερολίνου έχει στραμμένη τη ματιά του προς τη χώρα μας. Σε διάφορα προγράμματά του έχουν προβληθεί ταινίες του Κωνσταντίνου Γιάνναρη («Man at sea»), του Χρήστου Καρακέπελη («Ο γιος του Κάιν»), του Μπάμπη Μακρίδη («L»), του Δήμου Αβδελιώδη («Η εαρινή σύναξις των αγροφυλάκων»), του Φίλιππου Τσίτου («My sweet home»), του Πάνου Χ. Κούτρα («Στρέλλα») και άλλων. Πέρυσι τα «Μετέωρα» του Σπύρου Σταθουλόπουλου διεκδίκησαν τη Χρυσή Αρκτο και το περασμένο φθινόπωρο ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Μπερλινάλε Ντίτελ Κόσλικ συμμετείχε σε ένα διήμερο ομιλιών για την εξωστρέφεια του ελληνικού κινηματογράφου, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Είναι προφανές ότι η Μπερλινάλε στηρίζει την εξωστρέφεια.
Τι σημαίνει όμως προβολή σε ένα διεθνές φεστιβάλ; Εξακολουθεί να παραμένει μια σημαντική υπόθεση και γιατί; «Κατ’ αρχάς είναι μια ηθική δικαίωση για όλους όσοι δεν έχουν αμειφθεί κανονικά» λέει η Ελίνα Ψύκου μιλώντας γενικότερα για την κατάσταση που επικρατεί εδώ και χρόνια στην art house ελληνική κινηματογραφία. «Οταν ένας σημαντικός φορέας όπως ένα διεθνές φεστιβάλ βλέπει κάτι στη δουλειά σου που κάποιος άλλος δεν είδε, δεν μπορείς παρά να ευχαριστηθείς». Ωστόσο για την ίδια το κυριότερο όφελος για την ταινία είναι η επικοινωνία, «γιατί πολλές φορές ξεχνάμε ότι οι ταινίες γίνονται για τον κόσμο».
Ειδικότερα το Βερολίνο –το οποίο, όπως το Τορόντο, ελκύει «πραγματικό» κοινό και όχι μόνο επαγγελματίες –παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως φεστιβάλ λόγω της σχέσης που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Γερμανία. Η προβολή ελληνικών ταινιών σε γερμανικό κοινό είναι ταυτόχρονα μια δοκιμή για τα στερεότυπα και τις αντιλήψεις που υπάρχουν ανάμεσα στους δύο λαούς. «Την ώρα που γίνεται η προβολή αρχίζει ένας διάλογος για το τι είναι η Ελλάδα, για το τι είναι οι έλληνες κινηματογραφιστές, για το ποια κοινωνία της χώρας τους δείχνουν κ.ο.κ.» λέει ο Θάνος Αναστόπουλος. «Γίνεται ένα ανακάτεμα που σε ξεκουνά από τη στερεοτυπική εικόνα που έχεις εσύ σχηματίσει γι’ αυτούς και εκείνοι για σένα».
Πρακτικά μιλώντας, η προβολή σε ένα διεθνές φεστιβάλ είναι επίσης «ένα διαβατήριο που μπορεί να σε βοηθήσει να κάνεις πιο εύκολα την επόμενη ταινία σου» συμπληρώνει ο σκηνοθέτης, ο οποίος έχει ήδη την εμπειρία του Βερολίνου –με τη δεύτερη ταινία του, «Διόρθωση». Στο ευρωπαϊκό σύστημα άλλωστε ευκολότερα κάνεις τη δεύτερη ταινία σου αν διακριθείς ως πρωτοεμφανιζόμενος και πιο δύσκολα αν έχεις ήδη δώσει δύο-τρία δείγματα δουλειάς, όπως ο ίδιος. «Τότε σου λένε «τράβα το κουπί μόνος σου. Ο επόμενος»».
Η δικαίωση του φεστιβάλ είναι ακόμη πιο γλυκιά όταν η ταινία έχει γίνει «ιδιωτικά» και χωρίς την ώθηση από οποιονδήποτε φορέα χρηματοδότησης ή μιας διαφημιστικής εκστρατείας, όπως συνέβη με το φιλμ «Στο Λύκο» της Χριστίνας Κουτσοσπύρου. Επί δύο χρόνια ήταν ένα έργο το οποίο μοιραζόταν μόνο με τον εαυτό της, τον συν-σκηνοθέτη της, τους χωριανούς που παρίστανται στην ταινία, την οικογένειά της και κάποιους επιλεγμένους φίλους.
Ειλικρίνεια κατά «λογοκρισίας»


Κάποιοι αναρωτιούνται πώς γίνεται, σε μια περίοδο όπου η Ελλάδα ταλαιπωρείται από την οικονομική ύφεση, να γυρίζονται ελληνικές ταινίες, και μάλιστα πολλές –πάντοτε βέβαια με αυτόν τον «τζάμπα» τρόπο. «Ισως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι ταινίες αυτές να είναι και πιο ειλικρινείς» λέει ο Αναστόπουλος. «Υφολογικά έχουν διαφορές, αλλά το μέσα τους μοιάζει, γιατί σε αυτές βλέπεις, είτε κατευθείαν είτε πλαγίως, αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία».
Η Ελίνα Ψύκου δεν πιστεύει ότι η κρίση μπορεί να σε κάνει πιο δημιουργικό, πιστεύει όμως ότι ανέκαθεν σε περιόδους κοινωνικής αναστάτωσης βρίσκονταν ευφάνταστοι τρόποι για να μιλήσεις, «είτε αυτό λέγεται μορφή αντίστασης είτε πείσμα είτε απελπισία –είναι σχεδόν ψυχοσωματικό αυτό που θέλεις να βγει από μέσα σου».

«Η κατάσταση στην Ελλάδα έχει παρόμοιο αποτέλεσμα με το είδος της λογοκρισίας που βίωσαν οι Ρώσοι στη σοβιετική εποχή»
υποστηρίζει από την πλευρά της η Χριστίνα Κουτσοσπύρου. «Ή ακόμη αυτό που συμβαίνει με το Ιράν, την Τουρκία ή την Ταϊλάνδη στην τωρινή εποχή. Η λογοκρισία στην Ελλάδα είναι οικονομική παρά πολιτική και το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή όλα παρουσιάζονται δύσκολα λόγω της έλλειψης οικονομικής βοήθειας, αλλά και της ψυχολογικής αδυναμίας που επέρχεται από αυτή την κατάσταση, δείχνει να αποφέρει δημιουργική ευημερία στον τομέα της τέχνης. Δεν είναι παράλογο. Καθετί απαγορευμένο και δύσκολο έδινε πάντα κίνητρο για δημιουργία».
Είναι αλήθεια πάντως ότι το διάστημα 2008-2012 ο ελληνικός κινηματογράφος τέχνης… μεσουρανεί. Ταινίες που ξέφυγαν από τα ελληνικά σύνορα παίχθηκαν στο εξωτερικό, διακρίθηκαν, βραβεύθηκαν. Αρχίζοντας από τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου, που έφθασε ως τα Οσκαρ, θα βρούμε ταινίες όπως η «Ακαδημία Πλάτωνος» και ο «Αδικος κόσμος» του Τσίτου, η «Στρέλλα» του Κούτρα, το «Attenberg» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, η «Χώρα προέλευσης» του Σύλλα Τζουμέρκα και οι μικρού μήκους ταινίες «Casus Belli» και «Τίτλοι τέλους» του Γιώργου Ζώη.
Ο παράγοντας «συμπάθεια»


Η πιθανότητα να αντιμετωπίζουν οι ξένοι την Ελλάδα με συμπάθεια υπάρχει μεν, αυτό όμως δεν μειώνει την αξία των ταινιών. «Αυτό το σινεμά για το οποίο μιλάμε σήμερα έχει ξεκινήσει από το 2004» επισημαίνει πολύ σωστά ο Αναστόπουλος αναφέροντας τα ονόματα των Γιάννη Οικονομίδη, Κούτρα, Λάνθιμου και Τσίτου. «Απλώς τώρα έχει δημιουργηθεί μια εμπιστοσύνη για την ταινία που έρχεται από την Ελλάδα. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρούμε ότι οι ξένοι μάς κάνουν χάρη. Οι ελληνικές ταινίες κάνουν πια αυτό το «κλικ» που δεν έκαναν παλαιότερα».
Η Ψύκου επισημαίνει κάτι εξίσου ενδιαφέρον: «Εφόσον η Ελλάδα απασχολεί παγκοσμίως τα media για οικονομικούς λόγους, είναι λογικό να ενδιαφέρονται και για το σινεμά μας. Αν δεν υπήρχαν οι άνθρωποι που φτιάχνουν αυτές τις ταινίες, το ενδιαφέρον αυτό θα έπεφτε στο κενό». Για τη σκηνοθέτρια ενδεχομένως κάποιες ταινίες που στέλνονταν παλαιότερα στα φεστιβάλ του εξωτερικού να μην έβρισκαν ανάλογη ανταπόκριση. Η προδιάθεση έχει ασφαλώς αλλάξει, αλλά «αυτή η προδιάθεση οφείλεται στη δουλειά των δημιουργών».
Για τη Χριστίνα Κουτσοσπύρου η έντονη διεθνής προσοχή οφείλεται ακριβώς στην αυξημένη πολιτιστική παραγωγή της Ελλάδας. «Δεν θα έλεγα ότι είναι θέμα συμπάθειας. Ενας αγώνας ήταν πάντα. Αν κρίνουμε ότι είναι ένα σύμπλεγμα ενοχής ή κάτι τέτοιο, θα υποβαθμίσουμε την ποιότητα της εργασίας, οπότε θα προτιμούσα να μην το σκέφτομαι με αυτόν τον τρόπο».
Με γνώμονα την πατρίδα


Στο Talent Campus της εφετινής Μπερλινάλε ο Αναστόπουλος και η Ψύκου θα μιλήσουν στους φοιτητές για το πώς μπορεί να γίνει σινεμά στις χώρες που δεν έχουν χρήματα. «Η απάντηση είναι «χάρη στην πίστη και στην αλληλεγγύη των συνεργατών μας»» λέει ο Αναστόπουλος. «Και των γονιών μας» συμπληρώνει η Ψύκου, υπενθυμίζοντας ότι το συμβολικό όνομα της μητέρας του Αναστόπουλου, που τη λένε Ελλάδα, αναγράφεται και στους τίτλους της «Κόρης».
Παρά τις δυσκολίες, η ιδέα της δουλειάς στο εξωτερικό δεν είναι κάτι που έχει απασχολήσει τους δύο σκηνοθέτες (παρ’ ότι ο Αναστόπουλος μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Ιταλία). «Για να κάνω μια ταινία έχω ανάγκη να έχω ζήσει στην κοινωνία όπου πρόκειται να την κάνω» λέει. «Και καλώς ή κακώς το βίωμά μου είναι ελληνικό».
Η Κουτσοσπύρου ζει τα τελευταία 14 χρόνια στην Αγγλία, τη χώρα όπου ωρίμασε δημιουργικά. «Αναγνωρίζω όμως πόσο δύσκολο είναι να εργάζεται κάποιος σε έναν άκρως ανταγωνιστικό αλλά και ξενικό χώρο» λέει. «Η Ελλάδα που έζησα και γνώρισα ξανά τα τελευταία δύο χρόνια δουλεύοντας στην ταινία μας μού απέδειξε ότι έχει μια μητρική δύναμη και θαλπωρή. Οπότε η στροφή προς το εξωτερικό μπορεί να βοηθήσει αλλά πάντα με μέτρο και γνώμονα την πατρίδα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ