Πού πραγματικά βρισκόταν το μυκηναϊκό ανάκτορο των Θηβών; Το ερώτημα είναι άμεσο, ο αρχαιολόγος όμως και ειδικός στη Γραμμική Β΄ γραφή δρ Βασίλης Αραβαντινός δεν πρόκειται να απαντήσει ευθέως στην ομιλία του, που θα δοθεί την Τρίτη στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών (Αναπήρων Πολέμου 9) στις 7 το βράδυ με θέμα «Τα μεγάλα αινίγματα της μυκηναϊκής ανακτορικής Θήβας».
Ο λόγος είναι απλός: Μόλις πριν από λίγους μήνες, το καλοκαίρι που πέρασε άρχισε ο ίδιος την ανασκαφή του κεντρικού ανακτορικού κτηρίου της μυκηναϊκής Θήβας _σε απαλλοτριωμένο οικόπεδο μέσα στη σύγχρονη πόλη_ η οποία, όπως πιστεύει δεν είναι μόνον αναγκαία αλλά είναι και ο μοναδικός τρόπος «προς την οριστική λύση ενός αινίγματος, που ήδη συμπλήρωσε έναν αιώνα». Και εξηγούμαστε:
Για πολλές δεκαετίες η κυρίαρχη άποψη είναι, ότι το ανάκτορο, η λεγόμενη «Καδμεία» (από το όνομα του μυθικού ιδρυτή των Θηβών, του Κάδμου) βρίσκεται εκεί ακριβώς όπου έχει αποκαλυφθεί το γνωστό κτιριακό συγκρότημα. Νεώτερα ευρήματα όμως, που γέννησαν και νέες θεωρίες ανατρέπουν την εικόνα, έτσι ώστε να έχει προκύψει πλέον «Ενα από τα σοβαρότερα προβλήματα της μυκηναϊκής αρχαιολογίας, που είναι το ζήτημα της ανασκαφής, της οριοθέτησης και χρονολόγησης του θηβαϊκού ανακτόρου», όπως λέει ο κ. Αραβαντινός με αρχαιολογική θητεία 30 ετών στην έρευνα και μελέτη της Θήβας.
Ο βασικότερος λόγος της σύγχυσης είναι, ότι η μυθολογική παράδοση του Κάδμου συνδέθηκε ασμένως με τα πρώτα ανασκαφικά ευρήματα του ανακτορικού συγκροτήματος (το 1921) κι αυτό δεν άλλαξε, παρά τα στοιχεία που άρχισαν να έρχονται στο φως από το 1963 -64 και μετά. Το καταπληκτικό μάλιστα είναι, ότι οι ανακαλύψεις, που συνεχίστηκαν από τότε και ως σήμερα, έγιναν σε απομακρυσμένα σημεία της Καδμείας, εκτός του περιγράμματος του θεωρούμενου ανακτόρου!
Με βάση τα στοιχεία που προκύπτουν από το Αρχείο ενός άλλου μυκηναϊκού ανακτόρου, αυτό της Πύλου, το προσωπικό διαφόρων βαθμίδων και ειδικοτήτων, που θα πρέπει να απασχολούνταν εκεί ξεπερνούσε τις 8000.Οπως επισημαίνει λοιπόν ο κ. Αραβαντινός η εξειδικευμένη εργασία , η διαμονή και ο επισιτισμός του αντίστοιχου σε αριθμούς προσωπικού των Θηβών θα απαιτούσε μια τεράστια υποδομή, που θα ξεπερνούσε κατά πολύ τις δυνατότητες ενός ή ολίγων κτηρίων, που έχουν αποκαλυφθεί.
«Το κεντρικό κτήριο του ανακτορικού συγκροτήματος,, που είχε αρχίσει να αποκαλύπτεται από το 1963-64 απέδωσε στην βορειοανατολική γωνία του το Θησαυροφυλάκιο και τρεις χώρους από όπου προέκυψαν μικρά σύνολα πινακίδων και σφραγισμάτων (το Δωμάτιο των Πίθων αλλά και εργαστήριο επεξεργασίας μαλλιού). Επίσης για πρώτη φορά υπολογίσθηκε το πλάτος του κεντρικού κτηρίου ως διπλάσιο του αντίστοιχου του ανακτόρου της Πύλου. Η αιφνίδια καταστροφή του επισυνέβη σε περίοδο ακμής και δεν επέτρεψε την απομάκρυνση των πολυτίμων αντικειμένων του. Το ύψος των επιχώσεων, που το καλύπτουν, ως το επίπεδο των παρακείμενων οδών, είναι 5-6 μ.», λέει ο αρχαιολόγος.
Δεύτερο αίνιγμα, το οποίο απαντήθηκε πάντως πριν από μερικά χρόνια, αφορούσε στην μυκηναϊκή οχύρωση της ανακτορικής Θήβας, καθώς χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες ώσπου να εντοπισθούν τμήματα θεμελίων σε αρκετά σημεία της περιμέτρου της ακρόπολης. Οπως λέει όμως ο κ. Αραβαντινός «Η διαπίστωση, ότι η ανωδομή των κυκλωπείων τειχών συμπληρωνόταν με ωμοπλίνθους, φθάνοντας σε μεγάλα ύψη, όπως ίσχυε στο σύνολο των ακροπόλεων του αιγαιακού χώρου και της χεττιτικής Μικράς Ασίας έλυσε οριστικά το ζήτημα».
Τελευταίο, αν και μεγάλο αίνιγμα είναι η απουσία θολωτών τάφων, που χαρακτηρίζουν την Μυκηναϊκή εποχή. Στην ομιλία του ο κ. Αραβαντινός θα αναφερθεί στον μοναδικό λαξευτό τάφο των Καστελλίων, που λειτούργησε στο μεγαλύτερο μέρος της ανακτορικής περιόδου και μάλιστα στη δεύτερη και τελευταία φάση του επεκτάθηκε, διαμορφώθηκε και τοιχογραφήθηκε σχεδόν στο σύνολό του. «Είναι ο μεγαλύτερος, γνωστός, θαλαμωτός τάφος και ο μόνος τοιχογραφημένος με έμψυχες παραστάσεις», λέει ο ίδιος, παρ΄ ότι επισημαίνει ότι «Η αξιολόγηση του μνημείου ως δυναστικού, και η αποσύνδεσή του από τις όποιες μυθολογικές αναφορές και αγκυλώσεις, θα επιτευχθεί με την οριστική του δημοσίευση, στο Πρόγραμμα δημοσίευσης των μυκηναϊκών νεκροπόλεων».