Πότε ολοκληρώνεται μία ανασκαφή; Η απάντηση θα μπορούσε να είναι ποτέ, όπως το ίδιο συμβαίνει και σε ένα ζωγραφικό πίνακα, για παράδειγμα. Στο Παλαμάρι της Σκύρου όμως, όπου αποκαλύφθηκε και ανασκάφηκε από τον 1981 ένας σπουδαίος οικισμός της 3ης και 2ης π.Χ. χιλιετίας οι αρχαιολόγοι Λιάνα Παρλαμά και Μαρία Θεοχάρη έκριναν, ότι έφθασε η στιγμή να μπει στην έρευνα ένα τέλος. Γιατί;
«Μία ανασκαφή σαν αυτή θα μπορούσε να συνεχισθεί για πολλά χρόνια ακόμη, με την προϋπόθεση όμως, ότι υπάρχει χώρος για την ασφαλή αποθήκευση των ευρημάτων και ότι η μελέτη του υλικού θα είναι εφικτή», αναφέρει η κυρία Παρλαμά. Στην προκειμένη περίπτωση όμως το μικρό Αρχαιολογικό Μουσείο της Σκύρου δεν διαθέτει χώρους αποθήκευσης, πολλώ δε μάλλον ανάδειξης των ευρημάτων. Με δεδομένη την αρχή λοιπόν, ότι κάθε ανασκαφή είναι μία καταστροφή», η απόφαση αυτή προνοεί για το μέλλον του αρχαιολογικού χώρου και των ευρημάτων του ενώ οι δύο αρχαιολόγοι γνωρίζουν πως είναι η ώρα της διεξοδικούς μελέτης του υλικού τους.
Γιατί ο προϊστορικός οικισμός στο Παλαμάρι, που βρίσκεται στο βόρειο άκρο της Σκύρου αποτελεί εξαιρετική περίπτωση στον ελλαδικό χώρο μιας πυκνοδομημένης έκτασης 17 στρεμμάτων _υπολογίζεται ότι αρχικά ήταν διπλάσιος αλλά βυθίστηκε στη θάλασσα _ που περιβάλλεται από μία εντυπωσιακή, λιθόκτιστη οχύρωση: Ενα ισχυρό τείχος δηλαδή, του οποίου το καλύτερα σωζόμενο τμήμα έχει μήκος περί τα 200 μέτρα ενώ στα βορειοδυτικά σώζεται σε ύψος 2,5 μέτρων και σε ένα σημείο κατεβαίνει σε βάθος 4 μ. σε τάφρο λαξευμένη μέσα σε ρήγμα.
Το τείχος διέθετε προτειχίσματα και στη μία του πλευρά ενισχύεται από αμυντική τάφρο. Το απόλυτα χαρακτηριστικό του στοιχείο όμως είναι οι ισχυροί προμαχώνες σε σχήμα πετάλου, οι οποίοι, όπως επισημαίνει η κυρία Παρλαμά είναι το σημαντικότερο σε πληρότητα μορφής, έκταση και κατάσταση διατήρησης, δείγμα αυτού του τύπου των οχυρώσεων στο Αιγαίο!
Να σημειωθεί άλλωστε, ότι πρόκειται για μία εξελιγμένη μορφή της οχυρωματικής τεχνικής, που είχε αναπτυχθεί στην Συροπαλαιστίνη
ήδη από την 4η π.Χ. χιλιετία για να γνωρίσει στην συνέχεια από την 3η π.Χ. χιλιετία ευρεία διάδοση σε όλες τις περιοχές της Μεσογείου. Σήμερα μάλιστα θεωρείται, ότι συνδέεται με θέσεις, οι οποίες ήλεγχαν τους θαλάσσιους δρόμους του εμπορίου των μετάλλων, πράγμα το οποίο αναδεικνύει τον ιδιαίτερο ρόλο που έπαιζε το Παλαμάρι αυτή τη μακρινή εποχή.
Οσο για το ίδιο τον οικισμό, το χαρακτηριστικό του είναι, ότι διέθετε οργανωμένη πολεοδομία, κεντρικούς αγωγούς στους δρόμους και προσεγμένες οικίες με τις αυλές τους. Εστίες, φούρνοι διαμορφωμένα δάπεδα και λιθόκτιστα πεζούλια βρίσκονταν τόσο μέσα στα σπίτια όσο και στον αύλειο χώρο τους. Από τα ευρήματα του οικισμού εξάλλου ξεχωρίζουν τα πολυάριθμα αγγεία, τα λίθινα και οστέινα εργαλεία, τα λίθινα και μεταλλικά σκεύη ενώ βρέθηκαν και υπολείμματα επεξεργασίας οψιανού και τοπικού πυριτόλιθου.
Σύμφωνα με τη μελέτη πάντως το τέλος αυτού του εντυπωσιακού οικισμού πρέπει να ήρθε από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Γιατί ουδέν στοιχείο προκύπτει μετά από αυτήν. Στην παραλία του οικισμού εξάλλου υπάρχουν ακόμα ίχνη και ερείπια του λιμανιού, το οποίο είχε εμπορικές επαφές με τις Κυκλάδες, την ανατολική ηπειρωτική Ελλάδα, την Εύβοια και το Βορειοανατολικό Αιγαίο.
Σήμερα πολλά ευρήματα του Παλαμαρίου μπορεί να δει ο επισκέπτης στο Μουσείο Σκύρου. Πιο ενδιαφέρουσα όμως είναι η επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο, τα ερείπια του οποίου έχουν συντηρηθεί και αναστηλωθεί _χάρη στην ένταξη του έργου στο Γ΄ ΚΠΣ με 3 εκατ. ευρώ_ ενώ ήπιες και διακριτικές επεμβάσεις υποδέχονται και ενημερώνουν το κοινό.
Συγκεκριμένα έχει ανεγερθεί ισόγειο κτήριο εξυπηρέτησης των επισκεπτών 140 τ.μ. με ενημερωτική έκθεση ενώ στο υπόγειό του διατηρείται μεγάλη αποθήκη και λειτουργεί εργαστήριο για τη συντήρηση των ευρημάτων.