«Την πρώτη οργανωμένη, ενιαία, συστηματική και διαρκώς ενημερωμένη ψηφιακή καταγραφή και τεκμηρίωση των δημοσίων ακινήτων που διαχειρίζεται η Γενική Γραμματεία Πολιτισμού αλλά και κυρίως των μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων θα πραγματοποιήσει το Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο χαρτογραφώντας το καθεστώς προστασίας που διέπει το σύνολο της επικράτειας».

Αυτό ανέφερε η γενική γραμματέας Πολιτισμού κυρία Λίνα Μενδώνη κατά την ημερίδα με θέμα «Αναβαθμίζοντας λειτουργίες και υπηρεσίες: Δράσεις για τη δημιουργία και διαχείριση ψηφιακού πολιτιστικού αποθέματος» που διοργανώθηκε στο Βυζαντινό Μουσείο από την Ειδική Υπηρεσία Πολιτισμού και την Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων του ΥΠΑΙΘΠΑ.

Το έργο αυτό άλλωστε θα αποτυπώσει σε ένα ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα διαχείρισης γεωγραφικής πληροφορίας χωρικά και περιγραφικά δεδομένα για πάνω από 7.500 δημόσια ακίνητα, 5.100 χερσαίους και ενάλιους αρχαιολογικούς χώρους και θέσεις συμπεριλαμβανομένων των ζωνών προστασίας τους και 20.000 αρχαίων και νεώτερων προστατευόμενων μνημείων, όπως πρόσθεσε η γενική γραμματέας.

Στον χαιρετισμό του εξάλλου, ο αν. υπουργός ΥΠΑΙΘΠΑ κ. Κώστας Τζαβάρας ανέφερε, ότι «το Υπουργείο έχει αξιοποιήσει με ζήλο και σε πολύ μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες που προσφέρει το πρόγραμμα της ψηφιακής σύγκλισης» επισημαίνοντας παράλληλα πως «στα προγράμματα που σχεδιάζονται και υλοποιούνται στο εσωτερικό της Ε. Ε. με αντικείμενο τον Πολιτισμό, κυρίαρχη θέση θα έχει η σχέση του πολιτισμού με την επικοινωνία και την οικονομία».
Πλην του Αρχαιολογικού Κτηματολογίου ωστόσο η γενική γραμματέας ανέφερε τρία ακόμη έργα, τα οποία λειτουργούν συμπληρωματικά εντός του σχεδιασμού διαμόρφωσης ενός ενιαίου πλαισίου ψηφιακών εφαρμογών για την ολοκληρωμένη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Πρόκειται κατ΄ αρχάς για την ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου συστήματος για την ψηφιακή καταγραφή, τεκμηρίωση, διαχείριση και προβολή του συνόλου των μνημείων της χώρας στο Διαδίκτυο, «ένα έργο το οποίο συνεργάζεται και συμπληρώνει το Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο», όπως επισήμανε η ίδια. Στο πλαίσιο του θα εισαχθούν στο σύστημα περίπου 500.000 κινητά μνημεία (π. χ. αγγεία, κοσμήματα, γλυπτά, νομίσματα κ. λπ.), πολλά μάλιστα από αυτά, άγνωστα ως σήμερα, θα καταγράφουν και θα φωτογραφηθούν για πρώτη φορά ενώ θα συνοδεύονται από πληροφορίες ταυτότητας και εύληπτες, συνοπτικές περιγραφές.


«Τα παραπάνω υπηρετούν το ευρύτερο πρόγραμμα του Εθνικού Αρχείου Μνημείων, ένα φιλόδοξο και μακροπρόθεσμο στόχο της δημιουργίας και λειτουργίας ενός ψηφιακού αρχείου που θα καλύπτει το σύνολο του πολιτιστικού αποθέματος έτσι ώστε θα είμαστε σε θέση ανά πάσα στιγμή να γνωρίζουμε, τι έχουμε, σε ποιο σημείο της επικράτειας, σε τι κατάσταση διατήρησης, καθώς και με ποιο τρόπο είναι προσβάσιμο»
είπε η κυρία Μενδώνη. Είναι αυτονόητο δηλαδή, ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου εργαλείου καθιστά δυνατό τον αναλυτικό και τεκμηριωμένο σχεδιασμό της προστασίας και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς μέσω της πλήρους αξιοποίησης σύνθετων δεδομένων αλλά και τη συνεχή αναπροσαρμογή της εθνικής στρατηγικής βάσει των επιταγών των νέων τεχνολογιών.
Ενα ακόμη έργο είναι η ψηφιοποίηση και διάθεση των πρακτικών των Κεντρικών Συμβουλίων της Γενικής Γραμματείας Πολιτισμού, το οποίο πλην της ζητούμενης διαφάνειας μπορεί να εξυπηρετήσει την επίσπευση της επεξεργασίας των υποθέσεων. Και αυτό γιατί μολονότι το 70% των υποθέσεων που εξετάζονται από τα Συμβούλια έχουν αναπτυξιακό – επενδυτικό χαρακτήρα, η πρόσβαση των ενδιαφερομένων στη σχετική πληροφόρηση είναι σήμερα πολύπλοκη και χρονοβόρα.
Ο σχεδιασμός και η ωρίμανση όμως όλων αυτών δεν ήταν εύκολη υπόθεση, ιδιαίτερα μάλιστα γιατί ως τον Οκτώβριο του 2009 δεν υπήρχε καμία προετοιμασία για ένταξη ψηφιακών έργων Πολιτισμού στο Ε. Σ. Π. Α. Ετσι η επίτευξη των στόχων _γιατί τα πράγματα δεν έμειναν στην θεωρία αλλά προωθήθηκαν στην υλοποίησή τους _ συνιστά επίτευγμα. «Υπό τις κρατούσες συνθήκες δημοσιονομικού περιορισμού, η αξιοποίηση των πόρων του Ε. Σ. Π. Α. δεν συνιστά πολυτέλεια και παράπλευρη δραστηριότητα της Δημόσιας Διοίκησης αλλά αναγκαιότητα και άξονα απόλυτης προτεραιότητας», κατέληξε η κυρία Μενδώνη.