«Ακαδημία», «Ναός ευζωίας» ή «Μεγάλη Βρετανία του ουζάδικου», ο «Απότσος» παρακολούθησε πίσω από τη βιτρίνα του όλη τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Το μπακάλικο που έγινε delicatessen, ουζερί, μπαρ και στο τέλος θρύλος φιλοξένησε στα τραπέζια του από πολιτικούς και βασιλιάδες, πρωθυπουργούς και διανοούμενους ως και τσαγκάρηδες που άφηναν για λίγο το κασελάκι τους στο πεζοδρόμιο της Σταδίου –και αργότερα της Πανεπιστημίου –για να πιουν ένα ουζάκι.
Και αν σήμερα, μετά το οριστικό κλείσιμο του «Απότσου» το 1997 λόγω λήξης μισθώματος, οι διηγήσεις των αλλοτινών θαμώνων του κρατούν ένα κομμάτι της ιστορίας του ζωντανό, οι αφίσες των εκλεκτών προϊόντων του καταστήματος που από τις αρχές του 20ού αιώνα κοσμούσαν τους χώρους του αποτελούν αδιάψευστη μαρτυρία ποιότητας. Μιας ποιότητας που χαρακτήριζε τόσο το κατάστημα όσο και την εποχή του, τότε που ακόμη και ο γυρολόγος –ο οποίος πουλούσε από τσιγάρα ως και ποδήλατα –φερόταν με σεβασμό και εισέπραττε σεβασμό.
«Και οι τοίχοι… Ω! Αυτοί οι τοίχοι τού τόσο επιβλητικού για μένα εκείνου κέντρου. Αβαφοι, λερωμένοι, που κατέληγαν σ’ ένα ψηλό ψηλό ταβάνι και που ήταν όλοι στολισμένοι με πολύχρωμες ρεκλάμες, πολύχρωμα μικρά «πανό» που διαφήμιζαν τα προϊόντα μεγάλων οίκων του εξωτερικού –ιδιαίτερα προϊόντα Αγγλίας και Γαλλίας. Θυμάμαι πάντα έναν παλιάτσο γραφικότατο-διαφήμιση του «Κουαντρώ», κάποιες μαϊμούδες παιχνιδιάρικες που ξερογλείφονταν μπροστά σε μπουκάλια της σαμπάνιας, ρεκλάμες για σκωτσέζικα ουίσκια, τα γάλατα «Νεστλέ», οβομαλτίνες, μπισκότα, εδώδιμα προϊόντα κάθε είδους, πασίγνωστα έξω από την Ελλάδα» έγραφε ο Αλέκος Λιδωρίκης στις 19.5.1969.
Σπάνιες αφίσες
Δεκαπέντε χρόνια μετά το οριστικό κλείσιμο του «Απότσου» οι σπάνιες αυτές ρεκλάμες, ορισμένες από τις οποίες αποτελούν μοναδικά αντίτυπα παγκοσμίως, βλέπουν ξανά το φως της δημοσιότητας μέσα από την έκδοση της Εμμανουέλας Νικολαΐδου «Μεσημέρι στου Απότσου», το οποίο συγκεντρώνει τα αποτυπώματα της εποχής αλλά και διηγήσεις ανθρώπων της καλλιτεχνικής, πνευματικής και εκδοτικής ζωής του τόπου που ήπιαν το ουζάκι τους στου «Απότσου».
Η κυρίως εικονογράφηση του βιβλίου αποτελείται από εκείνες τις χάρτινες αφίσες, τις πινακίδες εμαγέ και τις μεταλλικές διαφημίσεις που απετέλεσαν τη συλλογή του ιδρυτή του αρχικού μπακάλικου, Βασίλη Απότσου, τις οποίες διέσωσε η εγγονή του, Λιλέτα Απότσου-Θανοπούλου, και μάλιστα σε μια πολύ δύσκολη στιγμή, όταν αναγκάστηκε να κλείσει το ιστορικό ουζερί.
«Σε αυτές τις περίπου 200 αφίσες θα δείτε την Αλίκη Βουγιουκλάκη παιδούλα να διαφημίζει την μπίρα Fix, σε διαφήμιση που τοποθετήθηκε στο κατάστημα το 1957, αλλά και ρεκλάμες για τον Λουδοβίκο Φιξ, «προμηθευτή της βασιλικής αυλής», για το ούζο Μπουτάρη που «δίδει χαρά», για τις αμερικάνικης προέλευσης, από ιάπωνες επιχειρηματίες, κονσέρβες Geisha, που άρχιζαν να διαφημίζονται το 1912, και άλλα πολλά, πραγματικά έργα τέχνης με αναμφισβήτητη ιστορική αξία» μας λέει η συγγραφέας.
Πώς ξεκίνησε όμως το συλλεκτικό πάθος του Βασίλη Απότσου για τις διαφημιστικές αφίσες; Ο δυναμικός Χιώτης που κατέφθασε στα τέλη του 19ου αιώνα στην Αθήνα και βρήκε δουλειά στο περίφημο ζαχαροπλαστείο Γιαννάκη στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Κριεζώτου δεν άργησε να ανοίξει το δικό του μαγαζί. Στις αρχές του 1900 τοποθετούσε ήδη την ταμπέλα του, «Β. Απότσος, Εδώδιμα, Αποικιακά», στην πρόσοψη ενός ισόγειου καταστήματος επί της οδού Σταδίου 5.
Με την πρώτη ματιά φαινόταν για μπακάλικο. Ο προσεκτικός παρατηρητής όμως έβλεπε ότι τα ράφια ήταν γεμάτα λιχουδιές, γλυκές και αλμυρές, απ’ όλη την Ελλάδα, με προεξάρχουσα φυσικά τη μαστίχα Χίου. Πολύ σύντομα ο Απότσος έγινε γνωστός για τις εκλεκτές λιχουδιές του, όπως ένα ιδιαίτερο τυρί και η λακέρδα. Την ώρα που οι πελάτες περίμεναν στον πάγκο να εκτελεστεί η παραγγελία τους ο πολυμήχανος ιδιοκτήτης έβρισκε την ευκαιρία να τους κεράσει, εκεί πάνω στη λαδόκολλα, ένα ουζάκι με μεζέ.
Εν τω μεταξύ είχε ήδη απλώσει το δίχτυ των παραγγελιών του προς την Ευρώπη εισάγοντας ό,τι πιο εξαιρετικό. Και όπως έφθαναν οι κούτες από τα κατάφορτα εμπορικά πλοία της εποχής, ο νεαρός δημιουργός του πρωτόγνωρου για τα δεδομένα της εποχής delicatessen έβαζε στις άκρη τις ρεκλάμες που συνόδευαν τα προϊόντα. Ηταν αυτές οι σπάνιες αφίσες που συνέθεσαν σιγά-σιγά την περίφημη συλλογή του.
Η φήμη του μικρού μαγαζιού της οδού Σταδίου ταξίδεψε σύντομα ως το Παλάτι: ο βασιλιάς αναγόρευσε τον «Απότσο» επίσημο προμηθευτή του. Ετσι, τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα οι κάτοικοι, οι καταστηματάρχες και οι περαστικοί των παρυφών της πλατείας Συντάγματος παρακολουθούσαν με δέος τη βασιλική άμαξα να σταθμεύει στην πόρτα του «Απότσου». Επρόκειτο για την ίδια άμαξα που θα κοσμούσε για πολλά χρόνια το εξώφυλλο του καταλόγου του.
Οι χρυσές δεκαετίες
Ο γιος του Βασίλη, Νίκος Απότσος, σχεδίαζε να μετατρέψει το κατάστημα του πατέρα του από ένα απλό «μπακάλικο» σε στέκι για ουζάκι και μεζέ. Καθώς όμως το 1941 –μετά τον θάνατο του ιδρυτή –μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, τα ράφια άρχισαν να αδειάζουν από τις εκλεκτές λιχουδιές. «Εσείς βέβαια θυμάστε πόσο μεγάλη και πόσο εκπληκτική ήταν η ποικιλία διαφημίσεων του τοίχου μας… Μια συλλογή ίσως μοναδική στον κόσμο. Μα ήρθε η Κατοχή και οι Ιταλοί μάς έκαναν μεγάλη φασαρία, κυρίως με τις εγγλέζικες ρεκλάμες. Οπου υπήρχε η λέξις «London» έπρεπε να κατεβαστεί η διαφήμιση. Οταν φαινόταν η λέξη «England» έπρεπε το χαρτόνι να εξαφανισθεί! Ολες οι αγγλικές αφίσες κατέβηκαν πάραυτα στο υπόγειο και άλλες κατεστράφησαν, άλλες εκλάπησαν από διαφόρους συλλέκτες, ακόμη και αντικέρ!» έγραφε ο Νίκος Απότσος το 1969.
Το σχέδιό του υλοποιήθηκε μετά την απελευθέρωση. Και από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 ο «Απότσος» είχε γίνει ήδη στέκι σημαντικών προσωπικοτήτων της πολιτικής, της διανόησης και της τέχνης.
«Οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 ήταν οι «χρυσές» δεκαετίες του «Απότσου»» μας λέει η κυρία Νικολαΐδη. «Κάθε φορά που βρίσκονταν στην Αθήνα περνούσαν ανελλιπώς δυο-τρεις φορές την εβδομάδα τουλάχιστον ο Σταύρος Νιάρχος και ο Αριστοτέλης Ωνάσης. Μοναδικός κοινός παρονομαστής, ότι έπιναν ούζο, έστω κι αν ο καθένας προτιμούσε διαφορετική μάρκα». Οσο για την Τζάκι Ωνάση, αναφέρει η εφημερίδα «Απογευματινή» στις 27 Μαΐου του 1970: «Η Τζάκυ κυκλοφορούσε χθες στους αθηναϊκούς δρόμους συνοδευόμενη από την κόρη του καθηγητού κυρίου Γεωργάκη. Αφού επεσκέφθη διάφορα καταστήματα λαϊκής τέχνης και αγόρασε πολλά δώρα, κατέληξε στου «Απότσου» και ήπιε με τη συντροφιά της τα μεσημεριανά ουζάκια της».
Ο «Απότσος», που λειτουργούσε σαν μικρή Βουλή για χιλιάδες γνωστούς και αγνώστους, είδε δημοσιεύματα στους «Times» της Νέας Υόρκης, στο «Paris Match» αλλά και σε ξένα περιοδικά γεύσης και πολιτισμού.
«Εδώ να δείχνεις σεβασμό»
Με τη μεταπολίτευση, νέα ήθη και μια αλλαγή. Το κατάστημα μεταφέρεται στην οδό Πανεπιστημίου 10, εντός της στοάς, ενώ είχε προηγηθεί μια σύντομη παρένθεση στην οδό Βουκουρεστίου. Στο βιβλίο αναφέρονται κατά «φυλές» οι θαμώνες του «Απότσου»: πολιτικοί, δημοσιογράφοι και εκδότες, καλλιτέχνες και διανοούμενοι, επιχειρηματίες και άλλοι. Στις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν αναμνήσεις και στιγμιότυπα, όπως ο Ηλίας Ηλιού και το τραπέζι αρ. 13 όπου καθόταν σχεδόν πάντα, ή ο Αντώνης Σαμαράκης που τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, όταν είχε κέφια, ανέβαινε πάνω σε ένα τραπέζι και κερνούσε όλες τις παρέες ένα… καβούρι, ή ο γνωστός δικηγόρος που ακούγοντας έναν θαμώνα σε διπλανό τραπέζι να βρίζει τη γυναίκα που είχε μαζί του σηκώθηκε, τον άρπαξε από το πέτο και του είπε: «Βγες έξω. Εδώ είναι του Απότσου και πρέπει να δείχνεις σεβασμό».
Με τη μεταπολίτευση, νέα ήθη και μια αλλαγή. Το κατάστημα μεταφέρεται στην οδό Πανεπιστημίου 10, εντός της στοάς, ενώ είχε προηγηθεί μια σύντομη παρένθεση στην οδό Βουκουρεστίου. Στο βιβλίο αναφέρονται κατά «φυλές» οι θαμώνες του «Απότσου»: πολιτικοί, δημοσιογράφοι και εκδότες, καλλιτέχνες και διανοούμενοι, επιχειρηματίες και άλλοι. Στις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν αναμνήσεις και στιγμιότυπα, όπως ο Ηλίας Ηλιού και το τραπέζι αρ. 13 όπου καθόταν σχεδόν πάντα, ή ο Αντώνης Σαμαράκης που τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, όταν είχε κέφια, ανέβαινε πάνω σε ένα τραπέζι και κερνούσε όλες τις παρέες ένα… καβούρι, ή ο γνωστός δικηγόρος που ακούγοντας έναν θαμώνα σε διπλανό τραπέζι να βρίζει τη γυναίκα που είχε μαζί του σηκώθηκε, τον άρπαξε από το πέτο και του είπε: «Βγες έξω. Εδώ είναι του Απότσου και πρέπει να δείχνεις σεβασμό».
Η ιστορία του «Απότσου» έληξε απότομα και μάλλον άδοξα. Το 1997 ήρθε μήνυμα από την πλευρά της ιδιοκτησίας του καταστήματος ότι τυχόν ανανέωση του συμβολαίου θα προϋπέθετε πολλαπλασιασμό του μισθώματος, κάτι που η επιχείρηση δεν μπορούσε να αντέξει. Ετσι το κατάστημα κατέβασε οριστικά ρολά διότι, παρά τα δημοσιεύματα των εφημερίδων και τις διαβεβαιώσεις της Πολιτείας, δεν βρέθηκε ο κατάλληλος χώρος με το κατάλληλο τίμημα για να μπουν ξανά τα περίφημα κεφτεδάκια στο τηγάνι του «Απότσου», οι «γκαζοκεφτέδες», όπως τους είχε βγει το όνομα –από το πετρογκάζ.Το βιβλίο «Μεσημέρι στου Απότσου» χωρίζεται σε τρία μέρη. Στην ιστορική αφήγηση, στην εικονογράφηση –με τις αφίσες της συλλογής Απότσου –και στις συνεντεύξεις θαμώνων του «Απότσου», αν και ο κατάλογος των συμμετεχόντων είναι φτωχός και μάλλον μη αντιπροσωπευτικός, αν αναλογιστούμε τα ονόματα που απαριθμούνται στην αρχή του βιβλίου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ