Η ζωγραφική του γίνεται όλο και πιο μαύρη, όπως διαπιστώνει ο επιμελητής της νέας έκθεσης του Γιάννη Κουνέλλη στο Βερολίνο. Μέσα σε αυτό το μαύρο τοπίο, το οποίο μπορεί να είναι το συμβολικό μαύρο του κόσμου μας, συναντήσαμε τον έλληνα καλλιτέχνη και μιλήσαμε για όλα.
Σε ποια σειρά ανήκει αυτό το έργο; Υπάρχει μια συνέχεια με τα προηγούμενα;
«Υπάρχει μια συνέχεια από την αρχή. Αυτή συνοψίζεται στη διαλεκτική παρουσίαση των πραγμάτων, καθώς και στα ιδιαίτερα μέσα που χρησιμοποιεί η Arte Povera (σ.σ.: τέχνη με φθηνά υλικά)».
Μια απορία: Η λεγόμενη «φτωχή τέχνη» χρησιμοποιεί μεν τα φτηνότερα δυνατά υλικά, κάθε έργο της όμως κοστίζει συνολικά –όπως δείχνει και αυτό που εκθέτετε στο Βερολίνο –δεκάδες χιλιάδες ευρώ. Πώς εξηγείται αυτή η αναντιστοιχία;
«Το πρόβλημα δεν είναι τα υλικά και το κόστος τους, αλλά η ιδεολογία πίσω από το έργο. Το πρόβλημα είναι η γλώσσα ως καλλιτεχνικό ιδίωμα. Το πρόβλημα ως γλώσσα σημαίνει όλα αυτά τα πράγματα: σύλληψη, σχεδιασμό, υλοποίηση. Το να βγεις από το κάδρο, για παράδειγμα, απελευθερώνει πολλά πράγματα. Και αυτή η ελευθερία, όταν παρουσιαστεί μια ευκαιρία, σου επιτρέπει να φτιάξεις μια δραματουργία και να δημιουργήσεις μια νέα γραφή. Τις τιμές των έργων, κατά τα άλλα, δεν τις καθορίζει ο καλλιτέχνης, αλλά οι αγορές».
Σε ποια ιδεολογία συγκεκριμένα αναφέρεστε;
«Η ιδεολογία δεν είναι μόνο η αριστερή και η δεξιά –δεν είναι μόνο αυτό το πράγμα. Είναι και η Αναγέννηση, είναι και ο Ανθρωπισμός, και αργότερα ο γαλλικός Διαφωτισμός. Αυτή είναι η πραγματική ιδεολογία».
Λέτε ότι φεύγετε από το κάδρο. Για να πάτε πού;
«Σε ένα διαλεκτικό ταξίδι. Τα όρια του χώρου δεν παίζουν ρόλο. Σε αυτόν τον διαλεκτικό αγώνα βρίσκει κανείς πάντα επαρκή χώρο. Είτε είναι αυτός μια παλιά εκκλησία είτε ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο είτε ένα παροπλισμένο πλοίο, όπως παλαιότερα στον Πειραιά… Ναι, χάρη σε αυτή την ελευθερία μπορείς να βρίσκεις παντού τον δρόμο σου».
Αποτελούν τα τρέχοντα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα κίνητρα για τα έργα σας;
«Οταν μιλάς για διαλεκτική, εννοείς και τις αντιθέσεις στην πολιτική και στην κοινωνία. Και αυτές πρέπει να τις κρίνεις με διαλεκτικό τρόπο, καλώντας και τον άλλον, τον αντίπαλο, να απαντήσει. Ο εθνικιστικός άξονας, οι εθνικιστές, για παράδειγμα, ισχυρίζονταν ανέκαθεν ότι έχουν εκ των προτέρων δίκιο. Μπορεί όμως να έχουν και άδικο. Η αλήθεια τους δεν είναι αυτονόητη. Πρέπει και να την αποδείξουν».
Είναι από αυτή την άποψη τα έργα σας πολιτικά;
«Οχι με την έννοια της εικονογράφησης πολιτικών απόψεων. Τα έργα εκπέμπουν δικά τους νοήματα και μηνύματα, η μορφή τους αντανακλά πολιτικά γεγονότα».
Στην Ελλάδα εξελίσσεται μια ανθρωπιστική τραγωδία. Είναι αυτό κάτι που σας απασχολεί;
«Είμαι μακριά από την Ελλάδα. Βλέπω το κακό που συμβαίνει εκεί από την τηλεόραση. Και αυτό με πικραίνει».
Υφίσταται η Ελλάδα άδικη μεταχείριση από τους εταίρους της;
«Οι Ελληνες έχουν και από πολιτισμική άποψη αμφίβολη φήμη και έχουν και οι ίδιοι αμφιβολίες για τον εαυτό τους. Ανεξάρτητα από το πώς τους μεταχειρίζονται πολιτικά οι άλλοι, έκαναν και οι ίδιοι λάθη, πολλά λάθη».
Η Ελλάδα μετατρέπεται σε οικονομικό προτεκτοράτο;
«Σίγουρα. Και αυτό είναι κακό».
Δεν θα έπρεπε να κάνουν και οι καλλιτέχνες κάτι γι’ αυτό;
«Εγώ βρίσκομαι στην Ιταλία. Εδώ έχουμε τα ίδια προβλήματα. Το χρέος της χώρας φθάνει τα 200 δισ. ευρώ».
Δεν τίθεται θέμα υπεράσπισης της ελληνικής, της ιταλικής και γενικά της παγκόσμιας κουλτούρας, που είναι παράπλευρο θύμα της κρίσης;
«Αυτό οπωσδήποτε. Αλλά το κάνουμε καθημερινά. Περισσότερα όμως δεν μπορείς να κάνεις –πέρα από το έργο σου, τις κινήσεις που κάνεις, το «όχι» που λες…».
Παρ’ όλα αυτά, έχετε σκοπό να έλθετε σε επαφή με έλληνες καλλιτέχνες για να συντονίσετε τις κινήσεις σας;
«Αυτό κάνω όποτε πάω στην Ελλάδα με τους φίλους μου. Ομως είναι και αυτοί σε αδιέξοδο. Ολα είναι αδιέξοδο. Αυτό υπήρχε σε έναν βαθμό και παλιά, αλλά τώρα έχει παραγίνει».
Φύγατε σε νεαρή ηλικία από την Ελλάδα. Συνεχίσατε από τότε τις επαφές με τους δικούς σας στον Πειραιά;
«Φυσικά. Με τον πατέρα μου, τη μητέρα μου, τον αδελφό μου…».
Γιατί φύγατε; Για πολιτικούς λόγους;
«Οχι. Απλώς αισθάνθηκα κάποια στιγμή ότι έπρεπε να φύγω. Είδα και πολλά πράγματα –είδα λίγο τον πόλεμο, τον εμφύλιο πόλεμο. Αυτά μού έφταναν. Υστερα, η Ιταλία, που δεν είναι καθόλου μακριά από την Ελλάδα, είχε ωραία πράγματα, που με καθήλωσαν εκεί».
Στην Ελλάδα εμφανίστηκε ένα ισχυρό νεοναζιστικό κίνημα. Πώς βλέπετε αυτή την εξέλιξη;
«Είναι το θλιβερό τέλος της ελληνικής κουλτούρας. Ο ναζισμός στην Ελλάδα είναι το αντίθετο του Παρθενώνα. Είναι πραγματικά για λύπηση».
Δεν υπάρχει μόνον ο ναζισμός της Χρυσής Αυγής, αλλά και η ξενοφοβία του ελληνικού κράτους που εκδηλώνεται με μαζικές διώξεις των μεταναστών και των προσφύγων…
«Ολα αυτά είναι τρομακτικά πράγματα. Είναι να ντρέπεσαι, πραγματικά να ντρέπεσαι. Δεν υπάρχει πίσω τους καμία πολιτική λογική. Είναι σαν αυτά που έκανε ο γερμανικός ναζισμός εξοντώνοντας 6 εκατομμύρια εβραίους. Πρέπει να ντρέπεσαι γι’ αυτά. Οχι να τα φοβάσαι, να ντρέπεσαι!».
«Μαύρες τρύπες» ή «πύλες της Κόλασης»
Μαύρα κάρβουνα, μαύρα παλτά, μαύροι πίνακες, μαύρη μαυρίλα. Το μάτι του θεατή μαυρίζει από την απέραντη σκοτεινιά του νέου έργου του Γιάννη Κουνέλλη, που εκτίθεται στην γκαλερί Blain/Southern του Βερολίνου. Το μαύρο δεν είναι ίδιο με το μαύρο. Ως «χρώμα» έχει άπειρες αποχρώσεις. Ο ζωγράφος το χρησιμοποιεί επαγωγικά αυξάνοντας τη «δόση» του από έργο σε έργο.
Μαύρα κάρβουνα, μαύρα παλτά, μαύροι πίνακες, μαύρη μαυρίλα. Το μάτι του θεατή μαυρίζει από την απέραντη σκοτεινιά του νέου έργου του Γιάννη Κουνέλλη, που εκτίθεται στην γκαλερί Blain/Southern του Βερολίνου. Το μαύρο δεν είναι ίδιο με το μαύρο. Ως «χρώμα» έχει άπειρες αποχρώσεις. Ο ζωγράφος το χρησιμοποιεί επαγωγικά αυξάνοντας τη «δόση» του από έργο σε έργο.
Αυτό συμβαίνει και με τα ξεχωριστά μέρη του έργου του στο Βερολίνο. Η σκοτεινότητά τους, ξεκινώντας από την είσοδο, εντείνεται βαθμιαία στο εσωτερικό της αίθουσας, για να μετατραπεί σε απόλυτο σκοτάδι στο απέναντι άκρο της. Τα κατάμαυρα παλτά, που (κομποδεμένα σαν σάκοι) είναι κολλημένα πάνω σε ογκώδεις μεταλλικούς πίνακες, διεγείρουν περίεργους συνειρμούς: «μαύρες τρύπες» λέει ο επιμελητής της έκθεσης Ρούντι Φουξ, «πύλες της Κόλασης» σχολιάζει μια επισκέπτρια, «μαύρες ψυχές» μια άλλη.
Τέτοια ριζική απόρριψη του φωτός, όπως λέει ο καλλιτέχνης, έχει ένα σπουδαίο ιστορικό προηγούμενο: το περίφημο «μαύρο τετράγωνο» του Κάζιμιρ Μάλεβιτς, το οποίο αποτύπωνε, σύμφωνα με τον δημιουργό του, την τελική «νίκη (του σκότους) επί του ήλιου». Τα παλτά-σάκοι, που μοιάζουν σαν σβησμένοι ήλιοι, αναπαράγουν αυτή την ήττα.
Η λέξη «γκαλερί» είναι εδώ ευφημισμός. Στην πραγματικότητα πρόκειται περί σφαγείου –με σφάγια τις ιδεοληψίες, τις προκαταλήψεις και τις κακογουστιές της εποχής μας. Αυτό υπογραμμίζεται και από τα τεράστια μαχαίρια στην κάτω άκρη κάθετων δοκών που στηρίζουν ενδιάμεσα τους πίνακες και συγκροτούν την υπερδομή του έργου. Ο τόπος του «σφαγείου», μια τεραστίων διαστάσεων κατάλευκη αίθουσα στο παλιό κτίριο της εφημερίδας «Der Tagesspiegel» επί της οδού Potsdamerstrasse, το οποίο εγκαινιάστηκε πρόσφατα ως γκαλερί.
«Στην αρχή μού έδειξαν τον χώρο» είπε σε συνέντευξη Τύπου ο Κουνέλλης. «Ημουν σαν τον σκηνοθέτη που βλέπει για πρώτη φορά το θέατρο στο οποίο θα εργαστεί. Ετσι πήρα μια πρώτη ιδέα για το τι θα μπορούσα να κάνω. Αυτό είναι πάντα ένα απαραίτητο βήμα για το στήσιμο του έργου».
Αυτό που «έκανε» ήταν να απλώσει στο πάτωμα και να κρεμάσει στους τοίχους της αίθουσας, με τη μορφή μιας ιδιότυπης εγκατάστασης, μερικά από τα γνωστότερα υλικά του: σάκους με κάρβουνα, σιδηροκατασκευές, παλτά, ατσάλινους πίνακες. Οι διαστάσεις των τελευταίων αντιστοιχούν, σύμφωνα με τον ίδιο, στο μέγεθος μερικών έργων των αγαπημένων του καλλιτεχνικών προγόνων: Κουρμπέ, Πικάσο, Ντύρερ, Καραβάτζο, Βαν Γκογκ, Πόλοκ.
Γιατί όμως τέτοια βουνά από κάρβουνο και ατσάλι; «Είναι τα σύμβολα της Βιομηχανικής Επανάστασης, όπως αυτή εξελίχθηκε στην περιοχή του Ρουρ» μας εξηγούν. Μας προσφέρουν μια σταθερή «γερμανική» αφετηρία για τις αναζητήσεις του καλλιτέχνη στον κυκεώνα της σύγχρονης εποχής.
Για την ακρίβεια, δεν πρόκειται για αφηρημένα σύμβολα, αλλά για απτά αντικείμενα, που κάνουν έκδηλη την παρουσία τους στον χώρο. Το έργο «ζει» από αυτή την αμεσότητα των υλικών του. Γι’ αυτό και δεν αρκεί η απλή θεώρησή του για να γίνει κατανοητό. «Ο θεατής πρέπει να το περπατήσει, να έρθει σε φυσική επαφή μαζί του» λέει ο Φουξ. Ετσι όπως έκανε και ο Κουνέλλης τη στιγμή της δημιουργίας του: δρασκελίζοντας συνεχώς τον χώρο για να βάλει, μαζί με νέα υλικά, και τον εαυτό του σε αυτό.
Σε μιαν άλλη έκθεση που γίνεται παράλληλα στο Βερολίνο (στο Ιστορικό Μουσείο της πόλης) ο Ρομάν Οπάλκα παρουσιάζει το μοναδικό έργο που κατασκευάζει ακατάπαυστα από το 1972, με τίτλο «1965 / από το 1 ως την αιωνιότητα». Πρόκειται για έναν πίνακα με κίτρινο φόντο, πάνω στον οποίο γράφει κάθε ημέρα διαφορετικούς αριθμούς –τον έναν πιο άσπρο από τον άλλον. Ετσι, λέει, θέλει να προσεγγίσει την απόλυτη καθαρότητα του φωτός: άσπρο στο άσπρο.
Ο Κουνέλλης κάνει την αντίστροφη προσέγγιση: μαύρο στο μαύρο. Ωστόσο δεν χάνεται στο μαύρο σκοτάδι. Αντιθέτως, ανακαλύπτει μιαν άλλη ακτινοβολία, εκείνη των θεοσκότεινων υλικών, του κάρβουνου και της πίσσας. Μαύρο φως, αφύσικο, ικανό να φωτίσει τις μεταφυσικές πλευρές των πραγμάτων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ