«Εδώ και καιρό, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο, έχουμε γίνει όμηροι της εμπλοκής μας με τις αγορές και τη διεθνή οικονομική συγκυρία» λέει ο σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς. «Το Χρηματιστήριο, αν και μια αόρατη οντότητα, είναι εν τούτοις τόσο πραγματικό όσο ένας βαριά άρρωστος που χρειάζεται να τον φροντίζουμε, να τον παρηγορούμε και να του δίνουμε χαρά για να πηγαίνει καλύτερα. Νιώθω ότι μέρα με τη μέρα ο κόσμος ξυπνά το πρωί και αναρωτιέται: «Τι μπορούμε να κάνουμε για να ευχαριστήσουμε τη διεθνή αγορά ώστε να γνωρίζει σταθερότητα αλλά και άνοδο;»».
Για τον αρκά σκηνοθέτη όμως, τον οποίο συναντήσαμε στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του 53ου Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της που ολοκληρώνεται σήμερα, αυτό που ο περισσότερος κόσμος δεν γνωρίζει είναι ότι υπάρχουν κάποιοι που δεν ζουν την «αρρώστια» μέσα στην ανησυχία και στην αγωνία. «Αντιθέτως», επισημαίνει, «αυτοί ζουν από την αρρώστια, είναι η «δουλειά» τους, χωρίς φυσικά να κατευθύνουν την πορεία της. Η οικονομική συγκυρία συναινεί στα άγρια ήθη μιας ολιγαρχίας: στην υπεροψία, στα καπρίτσια, στην πλεονεξία, στην απληστία».
Σε αυτό το πλαίσιο ο Κώστας Γαβράς αποφάσισε να κτίσει την τελευταία ταινία του «Το κεφάλαιο» (Le capital) στην οποία ο κεντρικός ήρωας πρεσβεύει όσα αναφέρθηκαν παραπάνω. Ο Μαρκ Τουρνέιγ (τον υποδύεται ο Γκαντ Ελμαλέχ) είναι ένας «κανονικός» άνθρωπος που από δεξί χέρι του ιδιοκτήτη μιας τράπεζας προάγεται σε πρόεδρο του ΔΣ της, οπότε εκ των πραγμάτων βγαίνει στη φόρα ο αληθινός, αδίστακτος εαυτός του.
Είναι ένας ρομπέν των πλουσίων με σύνθημά του «να μη σταματήσουμε να αρπάζουμε από τους φτωχούς για να δίνουμε στους πλουσίους». Ο Τουρνέιγ είναι επίσης ο κεντρικός ήρωας του ομότιτλου βιβλίου του Στεφάν Οσμόν στο οποίο στηρίχτηκε το σενάριο. «Το αδίστακτο ύφος με το οποίο ο συγγραφέας επεξεργάζεται τον ήρωα και την τύχη του μου δημιούργησε την επιθυμία να βαδίσω στα ίχνη του» είπε ο σκηνοθέτης στη Θεσσαλονίκη, όπου το «Κεφάλαιο» έκανε πανελλήνια πρεμιέρα.
Βουτιά στον καπιταλισμό
Η δημιουργία του «Κεφαλαίου» έχει αρκετή προϊστορία πίσω της. Μετά την προβολή της προπερασμένης ταινίας του Γαβρά «Το τσεκούρι» (η οποία με χιουμοριστικό τρόπο προέβλεπε τη μάστιγα της οικονομικής κρίσης που ζούμε σήμερα), ο δήμαρχος της πόλης που βρίσκεται δίπλα στο εργοστάσιο όπου έγιναν τα γυρίσματα και βουλευτής του τότε κυβερνώντος κόμματος της Δεξιάς πλησίασε τον σκηνοθέτη και τον συνεργάτη του Ζαν – Κλοντ Γκρουμπέργκ για να τους εξομολογηθεί τους προβληματισμούς του.
Τους μίλησε για την αδυναμία των πολιτικών και δημοτικών αρχών «να κάνουν κάτι», εφόσον η οικονομία είναι που τελικά κινεί τα πάντα. Ενώ αρχικώς ο Γαβράς και ο Γκρουμπέργκ άκουγαν τη διεξοδική ανάλυσή του με κατανόηση, αργότερα ο Γκρουμπέργκ έγινε σαρκαστικός, χωρίς να δείχνει καθόλου κατανόηση για το πολιτικο-οικονομικό πρόβλημα που τους εξέθετε ο δήμαρχος.
«Η συμπεριφορά τους μου κέντρισε την περιέργεια» λέει ο Γαβράς του οποίου το επόμενο βήμα ήταν η ανάγνωση του δοκιμίου «Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός» του ετερόδοξου τραπεζίτηΖαν Πιερλεβάντ.
«Το δοκίμιο αυτό μου φανέρωσε έναν κόσμο του οποίου την ύπαρξη γνώριζα μεν, αλλά δεν υποψιαζόμουν με τίποτε το εύρος των διαστάσεών του. Παρουσίαζε έντονο ενδιαφέρον και θέλησα να δω από πιο κοντά τι προσδιόριζε το επίθετο «ολοκληρωτικός», εφιαλτική αντήχηση της λέξης «ολοκληρωτισμός» καθώς και των υπασπιστών του».
Κάπως έτσι άρχισε να γεννιέται η ιδέα ενός «οικονομικού θρίλερ» που πήρε πρόσωπο και σώμα μετά την ανάγνωση του «Κεφαλαίου» του Οσμόν. Παλαιός τροτσκιστής ο οποίος στη συνέχεια έγινε ανώτατο διοικητικό στέλεχος, ο Οσμόν γνωρίζει στην εντέλεια τις ανώτερες χρηματιστηριακές σφαίρες. Γιατί τις έχει ζήσει εκ των έσω.
Ο άνθρωπος και το χρήμα
Στόχος των δημιουργών του κινηματογραφικού «Κεφαλαίου» όμως δεν ήταν μια ταινία που θα περιέγραφε τον κόσμο του χρήματος σε όλες του τις εκφάνσεις, ούτε μια «εικονογράφηση» των μεθόδων και μηχανισμών ενός κόσμου, όπως αυτός αποκαλύπτεται στις 589 σελίδες του βιβλίου του Οσμόν. Διότι, πολύ απλά, για τον Γαβρά «οι ανώτερες σφαίρες του Χρηματιστηρίου έχουν τη δομή μιας ρωσικής κούκλας. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση οι κούκλες που είναι εσώκλειστες τείνουν να περικλείσουν ό,τι πριν τις περιέβαλλε. Η διάταξη αντιστρέφεται και αυτή που ανακαλύπτουμε κάθε φορά εξαφανίζει την προηγούμενη λόγω των μεγαλύτερων διαστάσεων που παίρνει μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας: κοιτάξτε!».
Ο Γαβράς φέρνει το παράδειγμα του Τζ. Κερβιέλ, ενός νέου ανθρώπου που «παίζει» με νόμιμο τρόπο 5 δισ. ευρώ και τα χάνει, με αποτέλεσμα 10.000 Αμερικανοί να χάσουν τα σπίτια τους εξαπατημένοι από τράπεζες. Αναφέρεται στη Lehman Brothers, μια σημαντικότατη διεθνώς τράπεζα που χρεοκόπησε επειδή κερδοσκοπούσε ασύστολα, και μνημονεύει τους «οικονομικούς παραδείσους που υποθάλπουν 21.000 δισ. φυλαγμένα σε ιδιωτικές τράπεζες, ώστε οι προνομιούχοι ενός τέτοιου συστήματος να μην πληρώνουν φόρους».
Ο εφιάλτης με τις ρωσικές κούκλες συνεχίζεται με τις τράπεζες οι οποίες αλληλοσπαράσσονται μέσω αισχροκερδών συναλλαγών κλέβοντας την ίδια στιγμή τους πελάτες τους. «Μία διεθνούς κύρους τράπεζα ξεπλένει τα αθέμιτα κέρδη μιας μεξικανικής κοινοπραξίας εμπόρων ναρκωτικών. Βρετανικές τράπεζες προωθούν δοσοληψίες με το Ιράν, ενώ ο ΟΗΕ το απαγορεύει…». Και τόσες άλλες ρωσικές κούκλες έχουν δει το φως ή θα το δουν στο μέλλον: ανθρώπινες ενέργειες, ουσιαστικά τυφλές, κλονίζουν τον κόσμο του οποίου οι αλλεπάλληλοι κραδασμοί τείνουν να μας αφανίσουν όλους.
Για τον Γαβρά το «Le capital» είναι μια αναπαράσταση αυτών των ενεργειών μέσα από την καταγραφή προσώπων που δρουν. Ενα από αυτά είναι ο Μαρκ Τουρνέιγ. «Μας ενδιέφερε πρώτα ο ίδιος, ως ιστορία –οι περιπέτειές του, τα συναισθήματά του, ό,τι εξάπτει τα πάθη του, τις απολαύσεις που επιθυμεί –και κατόπιν αυτό που δρα πάνω του και η δράση του πάνω στον κόσμο». Ποιος ο ρόλος του στη χρηματιστηριακή δίνη, τι μάχες δίνει μέσα στις ανώτερες οικονομικές σφαίρες που είναι το τερέν του, αλλά και ποια είναι η έκβαση των ενεργειών του οι οποίες, στην τελική, αλλάζουν τον κόσμο των απλών ανθρώπων;
Γίναμε κουμπαροδημοκρατία
«Ημουν παιδάκι όταν έγινε η Κατοχή και δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από τότε, αλλά τον ελληνικό Εμφύλιο τον έζησα από μέσα και μαζί την επόμενη μέρα του» μας είπε ο σκηνοθέτης όταν η συζήτηση έφερε στο προσκήνιο τον «πόλεμο» που ζει αυτή την εποχή η Ελλάδα, αλλά και το τι μέλλει γενέσθαι. «Εγιναν σημεία και τέρατα αλλά τελικά τα βγάλαμε πέρα. Ακόμη και αυτοί που είχαν πάει στο εξωτερικό, οι Κομμουνιστές, ξαναγύρισαν –σε άθλια κατάσταση φυσικά, γιατί είχαν χάσει τα χρόνια τους. Ενώ όμως τότε, μετά τον Εμφύλιο, άρχισε επιτέλους να γίνεται κάτι καλό, οι άρχοντές μας δεν δημιούργησαν τη δημοκρατία που έπρεπε».
Ο σκηνοθέτης τονίζει τη λέξη δημοκρατία σε αντιδιαστολή με την «πελατοδημοκρατία» που εν τέλει «μεγάλωσε τρομακτικά και κατά κάποιον τρόπο μας οδήγησε εκεί όπου μας οδήγησε». Κουνά απογοητευμένος το κεφάλι του: «Ο κόσμος πίστεψε σε όλους, σε όλα τα ονόματα. «Θα μας σώσει ο Ανδρέας», «Θα μας σώσει ο Κωστάκης», «Θα μας σώσει ο Γιωργάκης»… Και τελικά κανένας δεν μας έσωσε και φτάσαμε εκεί όπου φτάσαμε».
Ωστόσο, κάτι που για τον Κ. Γαβρά δεν λέγεται πολύ συχνά ενώ πρέπει, είναι ότι ρόλο σε όλη αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση έχει παίξει και η Ευρώπη. «Ευθύνη έχουν οι Γερμανοί που άφησαν την Ελλάδα να πουλήσει ό,τι έχει και δεν έχει, ευθύνη έχει ο Μπαρόζο, ευθύνη έχουν οι Γάλλοι, ευθύνη έχουν όλοι αυτοί που δωροδόκησαν διάφορους υπουργούς από εδώ και από εκεί ρίχνοντας τελικά την Ελλάδα πολύ χαμηλά. Ξέρετε, ο όρος φιλέλληνας είναι για εμένα αστείος. Ο Ντε Γκωλ έλεγε κάτι πολύ σωστό: Οτι τα κράτη δεν έχουν φίλους, έχουν ενδιαφέροντα και συμφέροντα. Κάθε φορά είχαμε και από κάποιον φιλέλληνα που μας έδινε από έναν βασιλιά και ύστερα έναν άλλο βασιλιά. Το έκαναν για τα δικά τους συμφέροντα. Τελευταίοι από όλους οι Αμερικανοί. Δεν είναι αντιαμερικανικό αυτό που λέω, είναι φυσικό. Οι Αμερικανοί ήθελαν την Ελλάδα να είναι υπάκουη και έβαλαν ανθρώπους που ήταν εντελώς υπάκουοι. Να όμως που η διοίκηση της Ελλάδας δεν ήταν εύκολη υπόθεση, γι’ αυτό και γίναμε κουμπαροδημοκρατία».
Η θρησκεία, η γλώσσα, ο τόπος και οι «άλλοι»
Παρά τη γενικότερη κατήφεια, ο Κώστας Γαβράς επιμένει να βλέπει φως στο τούνελ. «Λένε συχνά ότι η θρησκεία ήταν που έσωσε την Ελλάδα. Δεν νομίζω. Νομίζω ότι η θρησκεία σώθηκε επειδή σώθηκε η Ελλάδα. Νομίζω ότι η γλώσσα μας, που υπάρχει από τόσο παλιά, έστω και αν έχει κατά καιρούς αλλάξει, ενδεχομένως και ο ίδιος ο τόπος, να μας βοηθούν και να μας δίνουν κουράγιο. Γιατί στα γονίδιά μας έχουμε την ιδέα ότι ερχόμαστε από πολύ μακριά. Από τον Χρυσό Αιώνα, όλα τα καταπληκτικά πράγματα άρχισαν εδώ, στην Ελλάδα. Η τέχνη, ο πολιτισμός, το θέατρο. Κοιτάζεις τον Παρθενώνα και λες ότι ύστερα από 2.500 χρόνια είναι ακόμη εδώ. Οι βάρβαροι τον σεβάστηκαν. Κάτι σημαίνει αυτό. Ολα αυτά μάς βοηθούν να μένουμε πάντα Ελληνες. Είτε γίνουμε Γάλλοι είτε Αυστραλοί, κατά βάθος είμαστε πάντα Ελληνες, γιατί νιώθουμε όλο αυτό που έχουμε πίσω μας –παρ’ ότι, κατά τη γνώμη μου, δεν προερχόμαστε κατευθείαν από τους αρχαίους. Εχουν γίνει τόσοι βιασμοί και τόσες κατοχές από τότε, που έχουμε ανακατευτεί με Ούννους, με Τούρκους, με Μαμελούκους, με ό,τι θέλετε. Παρ’ όλα αυτά, όλοι οι Αρβανίτες θέλησαν να γίνουν Ελληνες. Γιατί; Γιατί έχει κάτι ειδικό η Ελλάδα. Γι’ αυτό και τελικά θα καταφέρει να ξαναβγεί από τη δυσάρεστη κατάσταση στην οποία μπήκε ή στην οποία την έβαλαν».
Παρά τη γενικότερη κατήφεια, ο Κώστας Γαβράς επιμένει να βλέπει φως στο τούνελ. «Λένε συχνά ότι η θρησκεία ήταν που έσωσε την Ελλάδα. Δεν νομίζω. Νομίζω ότι η θρησκεία σώθηκε επειδή σώθηκε η Ελλάδα. Νομίζω ότι η γλώσσα μας, που υπάρχει από τόσο παλιά, έστω και αν έχει κατά καιρούς αλλάξει, ενδεχομένως και ο ίδιος ο τόπος, να μας βοηθούν και να μας δίνουν κουράγιο. Γιατί στα γονίδιά μας έχουμε την ιδέα ότι ερχόμαστε από πολύ μακριά. Από τον Χρυσό Αιώνα, όλα τα καταπληκτικά πράγματα άρχισαν εδώ, στην Ελλάδα. Η τέχνη, ο πολιτισμός, το θέατρο. Κοιτάζεις τον Παρθενώνα και λες ότι ύστερα από 2.500 χρόνια είναι ακόμη εδώ. Οι βάρβαροι τον σεβάστηκαν. Κάτι σημαίνει αυτό. Ολα αυτά μάς βοηθούν να μένουμε πάντα Ελληνες. Είτε γίνουμε Γάλλοι είτε Αυστραλοί, κατά βάθος είμαστε πάντα Ελληνες, γιατί νιώθουμε όλο αυτό που έχουμε πίσω μας –παρ’ ότι, κατά τη γνώμη μου, δεν προερχόμαστε κατευθείαν από τους αρχαίους. Εχουν γίνει τόσοι βιασμοί και τόσες κατοχές από τότε, που έχουμε ανακατευτεί με Ούννους, με Τούρκους, με Μαμελούκους, με ό,τι θέλετε. Παρ’ όλα αυτά, όλοι οι Αρβανίτες θέλησαν να γίνουν Ελληνες. Γιατί; Γιατί έχει κάτι ειδικό η Ελλάδα. Γι’ αυτό και τελικά θα καταφέρει να ξαναβγεί από τη δυσάρεστη κατάσταση στην οποία μπήκε ή στην οποία την έβαλαν».
πότε & πού:
Η ταινία «Το κεφάλαιο» έχει προγραμματιστεί να προβληθεί στην Ελλάδα τέλη Ιανουαρίου – αρχές Φεβρουαρίου, σε διανομή της Odeon
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ