«Καλημέρα. Τι κάνετε;» με ρωτάει ο Γίρζι Κίλιαν σε άπταιστα ελληνικά από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Του απαντώ στα αγγλικά αλλά εκείνος επιμένει στη γλώσσα μας. «Είστε καλά;» συνεχίζει γελώντας δυνατά με την έκπληξή μου. «Αυτά είναι όλα κι όλα τα ελληνικά που γνωρίζω, αλλά θα ήθελα πολύ να μιλώ τη γλώσσα σας» μου εξηγεί την επόμενη στιγμή. «Αγαπώ πολύ την Ελλάδα, την ίδια τη χώρα, τους ανθρώπους. Οι καλύτεροί μου φίλοι στη Στουτγάρδη, όπου δούλεψα όταν έφυγα από την τότε Τσεχοσλοβακία μετά τη σοβιετική εισβολή του 1968, είναι Ελληνες».
Η ιδιαίτερη σχέση του 65χρονου Κίλιαν με την Ελλάδα δεν περιορίζεται όμως εκεί, αφού η χώρα μας στάθηκε το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό, προτού ακόμη εγκαταλείψει τη δική του και φύγει στη Δύση. «Αν δεν κάνω λάθος, θα πρέπει να ήταν το 1964 που ήρθα για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη. Γινόταν κάποιο φοιτητικό φεστιβάλ στην πόλη και είχαν καλέσει και τη μικρή ομάδα στην οποία χόρευα τότε» θυμάται.
Ενας από τους δημιουργούς που άλλαξαν το τοπίο του ευρωπαϊκού χορού από τη δεκαετία του ’70 ως τα τέλη του 20ού αιώνα, ο Κίλιαν ταύτισε το όνομά του με το περίφημο Nederlands Dance Theatre, την ομάδα της οποίας υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής επί 24 ολόκληρα χρόνια. Ακόμη και όταν παρέδωσε τη σκυτάλη στη νεότερη γενιά, παρέμεινε στενά συνδεδεμένος μαζί της.
Το αποχαιρετιστήριο δώρο του στο συγκρότημα υπήρξε η χορογραφία «One of a kind» (1998), που θα παρουσιαστεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών από το Μπαλέτο της Οπερας της Λυών, την «πιο πολυταξιδεμένη και διεθνή ομάδα της Γαλλίας», με τη συμμετοχή του ολλανδού βιολοντσελίστα Πίτερ Βίσπελβεϊ, ο οποίος συνοδεύει τους χορευτές από την αρχή ως το τέλος.
«Εργο που σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής στη δημιουργική πορεία του Γίρζι Κίλιαν τόσο από χορογραφικής όσο και από εικαστικής απόψεως» χαρακτηρίζει το «One of a kind» ο «δικός μας» Γιώργος Λούκος με την ιδιότητα του διευθυντή του Μπαλέτου της Οπερας της Λυών. Ο ίδιος διευθύνει το συγκεκριμένο συγκρότημα επί 28 χρόνια και χαρακτηρίζει τη σύμπραξη «απολύτως ευτυχή», επιμένοντας ιδιαίτερα στη δυνατότητα συνεργασίας με κορυφαίους χορογράφους, όπως ο Γουίλιαμ Φορσάιθ, η Μαγκί Μαρέν, η Τρίσα Μπράουν, ο Ανζελέν Πρελζοκάζ και, βεβαίως, ο Γίρζι Κίλιαν, για τον οποίο μιλάει με θαυμασμό και εκτίμηση λίγο προτού «δώσει τον λόγο» στον ίδιο για μια σπάνια εξομολόγηση.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά τη δημιουργία του θα λέγατε ότι το «One of a kind» παραμένει εξίσου επίκαιρο;
«Ισα ίσα που σήμερα είναι πιο επίκαιρο, γιατί μπορεί να γίνει πιο άμεσα κατανοητό. Το 1998 έλαβα μια παραγγελία από το υπουργείο Εσωτερικών της Ολλανδίας για ένα έργο που θα τιμούσε τα 150 χρόνια του Συντάγματος της χώρας. Ωστόσο το ίδιο το Σύνταγμα δεν χορογραφείται ασφαλώς. Σκέφτηκα λοιπόν να φτιάξω ένα έργο που θα μιλάει για την ελευθερία της προσωπικής έκφρασης σε όλες τις εκφάνσεις της: το δικαίωμα στην άποψη, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τις πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις… Ετσι φτιάχτηκε το «One of a kind» με προσωπικές χορογραφίες για κάθε χορευτή. Σήμερα, μέσα σε αυτή την τρομερή κατάσταση που ζει ολόκληρη η Ευρώπη, αντιλαμβανόμαστε πόσο σημαντικές είναι τελικά η ατομικότητα και η ελευθερία. Γι’ αυτό λέω ότι το έργο λειτουργεί πιο άμεσα αυτή την εποχή. Το στοίχημα των ημερών, βεβαίως, είναι να συνειδητοποιήσουμε το νόημα της ελευθερίας σε όλη του τη διάσταση».
Δηλαδή;
«Οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται την ελευθερία μόνο ως δικαίωμα, σπανίως ως ευθύνη. Δεν είναι όμως έτσι και τώρα είναι η ευκαιρία να το συνειδητοποιήσουμε. Τα προβλήματα μιας κοινωνίας δημιουργούνται από τα άτομα. Βαθμιαία πολλαπλασιάζονται και κάποια στιγμή φτάνουν να «σημαδέψουν» μια ολόκληρη χώρα. Για μένα η τρέχουσα κρίση έχει να κάνει αρκετά με αυτό».
Τις χορογραφίες σας συνηθίζετε να τις αναθεωρείτε ή επιμένετε στην αρχική μορφή;
«Τις αναθεωρώ αρκετά συχνά και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι είμαι και έντονα αυτοκριτικός. Για μένα είναι πολύ σημαντικό το πρώτο συναίσθημα. Αν είμαι ικανοποιημένος τη στιγμή που τελειώνω μια χορογραφία, τη διατηρώ σε αυτή τη μορφή, έστω και αν αργότερα δεν μου αρέσει πλέον: το κάνω για λόγους, ας πούμε, ιστορικούς. Αν όμως, όταν τελειώσω ένα έργο, έχω ακόμη αμφιβολίες μέσα μου, τότε επιστρέφω και το αναθεωρώ. Δεν αφαιρώ ούτε προσθέτω, απλώς το αλλάζω».
Παρουσιάζετε, δηλαδή, ένα έργο ακόμη και αν δεν είστε σίγουρος γι’ αυτό;
«Φυσικά. Αυτό είναι που διατηρεί την Τέχνη ζωντανή, η αμφιβολία. Είναι η μητέρα της δημιουργίας. Αν δεν αμφιβάλλεις, δεν μπορείς να δημιουργήσεις τίποτε αυθεντικό. Κάθε φορά που φτιάχνω ένα καινούργιο έργο πατώ σε άγνωστο έδαφος. Μπορεί να με σηκώσει, μπορεί όμως και να με καταπιεί. Είναι πάντα μια επικίνδυνη στιγμή».
Τι μπορεί να σας εμπνεύσει;
«Θα σας πω μια ιστορία, αν και είναι πραγματικά δύσκολο να τη μεταφέρετε στο χαρτί: μια μέρα ο Μπετόβεν έγραφε στο δωμάτιό του και ξαφνικά όρμησε μέσα η γυναίκα που του καθάριζε το σπίτι. «Κύριε» του είπε «σας δουλεύω τόσα χρόνια και ήθελα πάντα να σας ρωτήσω: Τι σας εμπνέει και γράφετε μουσική;». Ο Μπετόβεν χαμογέλασε: «Οτιδήποτε. Ακόμη και εσύ όταν ορμάς στο δωμάτιό μου». Η γυναίκα ενθουσιάστηκε και απάντησε με ένα μελωδικό «τατατατά». Ηταν το αρχικό μοτίβο της πασίγνωστης Πέμπτης Συμφωνίας».
Επομένως;
«Η έμπνευση βρίσκεται οπουδήποτε, αρκεί να είσαι ευαίσθητος σε ό,τι συμβαίνει γύρω σου. Δεν φτάνει να κοιτάς, πρέπει να βλέπεις. Δεν αρκεί να ακούς, χρειάζεται να νιώθεις. Να συνομιλείς με την εποχή σου. Να ενημερώνεσαι για ό,τι συμβαίνει. Οταν αναπτύξεις μια τέτοιου είδους ευαισθησία ως προς το περιβάλλον σου, τότε μπορεί να σε εμπνεύσει πραγματικά οτιδήποτε».
Πώς θα ορίζατε το προσωπικό σας στυλ;
«Το σήμα κατατεθέν μου είναι η πολυσχιδία. Δεν ακολουθώ κάποιο συγκεκριμένο στυλ, βαριέμαι κάθε φορά στον ίδιο δρόμο, μου αρέσει να εξερευνώ διαφορετικές κατευθύνσεις. Το θεωρώ κάπως επικίνδυνο: αν, ως δημιουργός, διαμορφώσεις μια συγκεκριμένη φόρμα έκφρασης, την ακολουθείς ως το τέλος. Πολλοί το κάνουν και το σέβομαι, απλώς εμένα δεν μου ταιριάζει».
Γι’ αυτό τα έργα σας είναι κατά κανόνα αφηρημένα; Συνήθως δεν ακολουθούν μια συγκεκριμένη πλοκή.
«Είναι πράγματι έτσι, αλλά όταν τα απογυμνώνει κανείς και φτάνει στην «καρδιά» τους θα δει ότι μιλώ πάντα για δύο πολύ συγκεκριμένα θέματα: τον έρωτα και τον θάνατο. Αυτές οι δύο έννοιες αποτελούν την πεμπτουσία των πάντων. Μπορεί να είναι ανόητο και σίγουρα είναι πολύ ρομαντικό, αλλά γι΄αυτά τα δύο πράγματα μόνο μ΄ενδιαφέρει να μιλήσω. Ισως δεν μπορώ να το εξηγήσω επακριβώς, οι λέξεις δεν είναι ποτέ αρκετές. Γι’ αυτό άλλωστε ζωγραφίζουμε, γι’ αυτό γράφουμε ποίηση, γι’ αυτό χορεύουμε: για να πλουτίσουμε τη γλώσσα, η οποία από μόνη της δεν είναι αρκετά πλούσια».
Εκτός από το να εμπλουτίσει τη γλώσσα, μπορεί άραγε η Τέχνη να προσφέρει ανακούφιση σε δύσκολες εποχές όπως η σημερινή;
«Σαφώς. Πάντα την είχε αυτή τη δύναμη. Εζησα σε κομμουνιστικό καθεστώς και η Τέχνη ήταν το μόνο που είχαμε για να διατηρηθούμε στην επιφάνεια του νερού, να μην πνιγούμε. Και τώρα που μιλάμε είμαι σίγουρος ότι θα έρθει η μέρα που όλη η Ευρώπη θα μιλάει ελληνικά».
Γιατί το λέτε αυτό;
«Γιατί η Ελλάδα είναι η μητέρα της Ευρώπης και αργά ή γρήγορα θα συνειδητοποιήσουμε ότι θα πρέπει να επιστρέψουμε στις ρίζες μας για να πάρουμε φόρα και να προχωρήσουμε και πάλι μπροστά».
Οπως;
Ενας μουσικόφιλος «αρχιμαφιόζος»
Πολλοί θεωρούν τον Γίρζι Κίλιαν ως τον πιο «μουσικό χορογράφο». Είναι ένας «τίτλος» που τον χαροποιεί ιδιαίτερα. «Ξέρετε, έχω μια βιωματική σχέση με τη μουσική, προέρχομαι από μουσική οικογένεια» εξηγεί. «Ο παππούς μου ήταν διευθυντής ορχήστρας, η μητέρα μου χορεύτρια και ο ίδιος έχω λάβει μουσική παιδεία. Στο Ωδείο της Πράγας, όπου φοίτησα, όλοι οι σπουδαστές χορού έπρεπε να γνωρίζουν κάποιο μουσικό όργανο. Σπούδασα πιάνο, θεωρητικά… Ωστόσο οφείλω να ομολογήσω ότι ο ρόλος της μουσικής στη δουλειά μου διαφοροποιήθηκε με το πέρασμα του χρόνου. Στα πρώτα μου έργα ήμουν «σκλάβος» της, σταδιακά ανέπτυξα μια πιο «ισότιμη» σχέση μαζί της, έγινε σύντροφός μου. Εχει να κάνει βέβαια και με την ίδια την ανάπτυξη του χορού η οποία συντελέστηκε εν τω μεταξύ. Επαψε να είναι ο φτωχός συγγενής των υπόλοιπων τεχνών, όπως θεωρούνταν για πολλά χρόνια, και αναπτύχθηκε γρήγορα και δυναμικά, έγινε ισότιμος. Σε αυτό βοήθησαν πολλοί σπουδαίοι συνάδελφοι τους οποίους θαυμάζω».
Πολλοί θεωρούν τον Γίρζι Κίλιαν ως τον πιο «μουσικό χορογράφο». Είναι ένας «τίτλος» που τον χαροποιεί ιδιαίτερα. «Ξέρετε, έχω μια βιωματική σχέση με τη μουσική, προέρχομαι από μουσική οικογένεια» εξηγεί. «Ο παππούς μου ήταν διευθυντής ορχήστρας, η μητέρα μου χορεύτρια και ο ίδιος έχω λάβει μουσική παιδεία. Στο Ωδείο της Πράγας, όπου φοίτησα, όλοι οι σπουδαστές χορού έπρεπε να γνωρίζουν κάποιο μουσικό όργανο. Σπούδασα πιάνο, θεωρητικά… Ωστόσο οφείλω να ομολογήσω ότι ο ρόλος της μουσικής στη δουλειά μου διαφοροποιήθηκε με το πέρασμα του χρόνου. Στα πρώτα μου έργα ήμουν «σκλάβος» της, σταδιακά ανέπτυξα μια πιο «ισότιμη» σχέση μαζί της, έγινε σύντροφός μου. Εχει να κάνει βέβαια και με την ίδια την ανάπτυξη του χορού η οποία συντελέστηκε εν τω μεταξύ. Επαψε να είναι ο φτωχός συγγενής των υπόλοιπων τεχνών, όπως θεωρούνταν για πολλά χρόνια, και αναπτύχθηκε γρήγορα και δυναμικά, έγινε ισότιμος. Σε αυτό βοήθησαν πολλοί σπουδαίοι συνάδελφοι τους οποίους θαυμάζω».
Οπως;
«Θαύμαζα πολύ την Πίνα Μπάους. Από εκεί και πέρα, αρκετοί χορογράφοι τους οποίους εκτιμώ τυχαίνει να είναι και φίλοι μου. Ο Φορσάιθ, ας πούμε, χόρεψε τα πρώτα μου έργα. Ο Ματς Εκ ήταν χορευτής στην ομάδα μου, όπως και ο Νάτσο Ντουάτο για πολλά χρόνια. Κατά κάποιον τρόπο είμαι ο «αρχιμαφιόζος», ο «Νονός» της παρέας».
πότε & πού:
Το «One of a kind», μπαλέτο σε τρεις πράξεις για σόλο βιολοντσέλο και μαγνητοταινία, θα παρουσιαστεί στις 8, 9 και 10/11 στην Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (στις 20.00). Το σκηνικό υπογράφει ο Ιάπωνας Ατσούσι Κιταγκαβάρα, ενώ ο ολλανδός τσελίστας Πίτερ Βίσπελβεϊ συνοδεύει τους χορευτές του Μπαλέτου της Οπερας της Λυών. Από το τσέλο και τη μαγνητοταινία ακούγεται «ζωντανή» μουσική των Μπρετ Ντιν, Μπέντζαμιν Μπρίτεν, Τζον Κέιτζ κ.ά.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ