«Πώς αισθάνεστε τώρα που σας καταδίκασε σε θάνατο ο Αγιατολάχ Χομεϊνί;» Ήταν το μεσημέρι μιας ηλιόλουστης Τρίτης στο Λονδίνο όταν η φωνή της ρεπόρτερ του BBC ενημέρωνε τον ινδό μυθιστοριογράφο Σάλμαν Ρούσντι για τον φετφά του ιρανού ηγέτη, τη θρησκευτική καταδίκη που θα κρεμόταν σαν λαιμητόμος πάνω από το κεφάλι του για τα επόμενα 11 χρόνια. «Λυπόταν που δεν μπορούσε πια να θυμηθεί το όνομα της δημοσιογράφου» γράφει, σε τρίτο πρόσωπο, ο γνωστός συγγραφέας στην αυτοβιογραφία του, η οποία πρόκειται να κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες με τον τίτλο «Για πολλά χρόνια» και με την υπογραφή Τζόζεφ Άντον, ψευδώνυμο (από τα μικρά ονόματα των αγαπημένων του συγγραφέων του Κόνραντ και του Τσέχοφ) που χρησιμοποιούσε ο Ρούσντι όσα χρόνια κρυβόταν από τους φανατικούς ισλαμιστές.
Ο Ρούσντι έκλεισε το τηλέφωνο, πήγε ως το παράθυρο, έκλεισε μηχανικά τα στόρια και κατέβηκε στο ισόγειο να κλειδώσει την πόρτα. Ο γάμος του με τη δεύτερη σύζυγό του, μέσα σε έναν χρόνο, είχε φτάσει κιόλας στο τέλος του. Ένας καλός του φίλος είχε μόλις πεθάνει από AIDS. Μέχρι αυτό το τηλεφώνημα πίστευε ότι η ζωή του είχε πάρει μια άσχημη τροπή. Τώρα μάθαινε ότι ίσως δεν είχε καν ζωή. Κατά σύμπτωση, ήταν η μέρα του Αγίου Βαλεντίνου, 14 Φεβρουαρίου του 1989.
Γεννημένος στην Ινδία, σε μια εύπορη μουσουλμανική οικογένεια, γιος ενός επιχειρηματία και μιας δασκάλας, ο Σάλμαν Ρούσντι φοίτησε από τα 13 του σε ιδιωτικό σχολείο στη Μεγάλη Βρετανία, σπούδασε Ιστορία στο Κέιμπριτζ και παρέμεινε στη γηραιά Αλβιώνα γιατί μόνο εκεί, στο Λονδίνο ειδικότερα, μπορούσε να γίνει ο συγγραφέας που ευχόταν: ένας συγγραφέας επικών μυθιστορημάτων ικανών να περικλείσουν μέσα τους τον κόσμο στο σύνολό του, την Ανατολή και τη Δύση, την Ιστορία και την καθημερινότητα, το δημόσιο και το ιδιωτικό. Τα καλύτερά του έργα, και εκείνα στα οποία ουσιαστικά οφείλει την τριαντάχρονη παγκόσμια αναγνωρισιμότητά του –που ξεπερνά εκείνη των συνοδοιπόρων βρετανών συγγραφέων της γενιάς του, του Ιαν ΜακΓιούαν, του Τζούλιαν Μπαρνς και του Μάρτις Έιμις–, είναι τα «Παιδιά του Μεσονυχτίου» (1980) και οι «Σατανικοί στίχοι» (1988).
Οι τελευταίοι, το τέταρτο μυθιστόρημα του συγγραφέα, κρίθηκαν έργο βλάσφημο για το Ισλάμ, τον Προφήτη και το Κοράνι. Φανατικοί της ισλαμικής κοινότητας του Μπράντφορντ στη Βρετανία έκαψαν δημόσια αντίτυπα του βιβλίου. Οι εικόνες έκαναν τον γύρο του κόσμου και οι αντιδράσεις ήταν αλυσιδωτές. Μετά τον φετφά του Χομεϊνί, ο νορβηγός εκδότης και ο ιταλός μεταφραστής του βιβλίου έπεσαν θύματα επιθέσεων. Ο Ιάπωνας μεταφραστής του βρέθηκε νεκρός στο γραφείο του, τελετουργικά μαχαιρωμένος. Η καταδίκη δεν αφορούσε μονάχα τον Ρούσντι αλλά και όλους όσους σχετίζονταν με το βιβλίο. Ο ίδιος ο Ρούσντι τέθηκε υπό ένοπλη αστυνομική προστασία. Με ψεύτικο όνομα και ταυτότητα, μετακινήθηκε μέσα σε λίγους μήνες σε 56 διαφορετικά καταλύματα. Οι φίλοι του αφενός λυπόνταν για τον ίδιο, αφετέρου έτρεμαν για τη δική τους ζωή.
Η πολυαναμενόμενη αυτοβιογραφία του Ρούσντι για τα χρόνια που έζησε κρυμμένος υπό την απειλή του θανάτου αποτελεί, υποτίθεται, επτασφράγιστο μυστικό και οι εκδότες που εμπλέκονται στην κυκλοφορία της έχουν υπογράψει συμβόλαια με αυστηρές ρήτρες εμπιστευτικότητας. Το υλικό που έχει δοθεί στη δημοσιότητα είναι όμως αρκετό για να τροφοδοτήσει πολλά δημοσιεύματα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Στη Νέα Υόρκη δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Νew Yorker» αποσπάσματα του βιβλίου και ακολούθησε, τη Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου, ρετροσπεκτίβα όλων των αναφορών του περιοδικού στον Ρούσντι και στον φετφά. Το ΒΒC έχει κιόλας έτοιμο σχετικό ντοκιμαντέρ με τον τίτλο «Ιmagine». Οι λονδρέζικοι «Τimes» την Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου κυκλοφόρησαν με δισέλιδο αναλυτικό ρεπορτάζ με όλη την ιστορία του φετφά, στο οποίο δημοσιογράφοι, λογοτέχνες, πολιτικοί, διπλωμάτες, ιμάμηδες, θεολόγοι του Ισλάμ, φίλοι του Ρούσντι αλλά και κάποιοι από τους ένοπλους φρουρούς που είχαν αναλάβει την προστασία του καταθέτουν τις μαρτυρίες τους. Μιλούν για την απειλή και τον φόβο, για τις συζητήσεις και τις διπλωματικές κινήσεις, για την τόλμη και τη λιγοψυχία, για τις λαμπερές αλλά και τις μίζερες στιγμές του Ρούσντι.
Ο Ρούσντι δεν δέχτηκε να φορέσει περούκα ούτε να αλλάξει το πρόσωπό του με πλαστική εγχείρηση. Δέχτηκε όμως, σε μια μυστική συνάντηση στο αστυνομικό τμήμα του Πάντινγκτον το 1990, να υπογράψει μια δήλωση μετανοίας, εκφράζοντας την πίστη του στο Ισλάμ – για να την υπονομεύσει σε τηλεοπτική του εμφάνιση λίγο αργότερα. Σε όλο το διάστημα της ζωής του που πέρασε κρυμμένος, έγραφε βιβλία, δημοσίευε άρθρα, παρευρισκόταν σε δείπνα, ερωτευόταν, παντρευόταν, χώριζε.
Την ώρα που εντείνεται η αδημονία να τα πληροφορηθούμε όλα από το στόμα του συγγραφέα-πρωταγωνιστή, στην Ινδία προβληματισμούς έχει προκαλέσει η κινηματογραφική μεταφορά των «Παιδιών του μεσονυχτίου» από την ινδο-καναδή σκηνοθέτρια Ντίπα Μέχτα. Το βιβλίο αφηγείται, με το ιδιαίτερο ύφος του «ινδικού μαγικού ρεαλισμού» του Ρούσντι, την ιστορία της Ινδίας μετά την ανεξαρτησία της από τους βρετανούς αποικιοκράτες το 1947. Γράφτηκε το 1980, πήρε βραβείο Μπούκερ το 1981 και χαρακτηρίστηκε το Καλύτερο Μπούκερ όλων των Εποχών σε δημόσια ψηφοφορία το 2008. Συνολικά 40 χώρες έχουν κλείσει τα δικαιώματα προβολής της ταινίας, στην Ινδία όμως ακόμη δεν έχει βρεθεί εταιρεία διανομής.
Η ταινία, ακολουθώντας το βιβλίο, παρουσιάζει πολιτικούς από τη σύγχρονη Ιστορία της Ινδίας με μη κολακευτικό τρόπο, πράγμα που δεν είναι ανεκτό σε μια Ινδία πολύ ευαίσθητη σε ζητήματα που αφορούν την πολιτική και τους πολιτικούς. «Αποκαλύπτει πόσο ευάλωτη είναι η δημοκρατία μας» σχολιάζουν στον βρετανικό «Guardian» ειδικοί του κινηματογράφου από την ινδική ενδοχώρα. «Ο Σάλμαν λέει συχνά ότι το βιβλίο ήταν η ερωτική επιστολή του στην Ινδία. Νομίζω πως η ταινία αντανακλά αυτή την αγάπη. Κρίμα που ανασφαλείς πολιτικοί στερούν από τον λαό της Ινδίας τη δυνατότητα να αποφασίσει ο ίδιος τι σημαίνει αυτή η ταινία», δήλωσε η σκηνοθέτρια στην πρεμιέρα της ταινίας στο Τορόντο, το περασμένο Σαββατοκύριακο.
O συγγραφέας, που διαμένει τα τελευταία χρόνια στη Νέα Υόρκη, κάνει πλέον περισσότερες δημόσιες εμφανίσεις και παρουσιάζει τα βιβλία του σε περιορισμένο κοινό. Στην Ινδία όμως οι «Σατανικοί στίχοι» είναι ακόμη απαγορευμένοι ενώ μια απειλή για τη ζωή του τον απέτρεψε πέρυσι να παραστεί στο Λογοτεχνικό Φεστιβάλ της Τζαϊπούρ.
Διαβάστε εδώ αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία του Ρούσντι.
https://www.newyorker.com/reporting/2012/09/17/120917fa_fact_rushdie?currentPage=all