Μοναδικοί κάτοικοι του κυκλαδίτικου νησιού σήμερα είναι περίπου 1.000 κατσίκες. Ομως πριν από 2.500 χρόνια και πλέον σε αυτό το μικρό νησί ένα μεγάλο ιερό συγκέντρωνε προσκυνητές από όλο το Αιγαίο και τη Μεσόγειο! Και ο πλούτος του αντανακλάται στα ευρήματα που φέρνει στο φως η αρχαιολογική έρευνα από την Κόρινθο και την Ιωνία, από την Αίγυπτο, τη Βόρεια Συρία, τη Φοινίκη και τη βόρεια Μεσοποταμία.
Κυρίως όμως είναι τα μοναδικά αγάλματα από παριανό μάρμαρο που δείχνουν την υψηλή γλυπτική της εποχής αλλά και τη στενή σχέση της νησίδας του Δεσποτικού με τη γειτονική Πάρο στην οποία και ανήκε.
Οπως είπε άλλωστε ο αρχαιολόγος κ. Γιάννος Κουράγιος, ανασκαφέας του Δεσποτικού κατά την ομιλία του στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης «έχουν βρεθεί περισσότερα από 40 τμήματα αρχαϊκών γλυπτών, κυρίως Κούρων, όπως πόδια, μηροί, κνήμες, αστράγαλοι, κάτω άκρα, βραχίονες, ωμοπλάτες, χέρια, τα περισσότερα από τα οποία προέρχονται από διαφορετικά άφορα αγάλματα».
Κάποτε όλα αυτά κοσμούσαν το τέμενος ως λαμπρά αναθήματα, αλλά σήμερα βρίσκονται εντοιχισμένα σε νεώτερα κτίσματα όπως ένα μαντρί.
Αυτήν την εντυπωσιακή ανασκαφή και τη σύνδεση του ιερού του Δεσποτικού με την Πάρο παρουσίασε ο κ. Κουράγιος: «Θα πρέπει να φανταστούμε την αρχαία πόλη της Πάρου ως μία από τις λαμπρότερες ελληνικές πόλεις με εξαιρετικά δημόσια οικοδομήματα κτισμένα με το υπέροχο δώρο της παριανής γης, το μάρμαρο, με ιερά και ναούς με μαρμάρινα αγάλματα, θέατρο, βουλευτήριο, αγορά, με ανεπτυγμένα εργαστήρια παραγωγής αγγείων και γλυπτών, με λιμενικές εγκαταστάσεις, με οργανωμένο οικιστικό ιστό και ισχυρή προστασία από τείχος», ανέφερε.
Και αυτή η πόλη, σε ανταγωνισμό με τη γειτονική της Νάξο για την κυριαρχία στο ιερό της Δήλου, ξεκινά τον 6ο π.Χ. αιώνα ένα μεγαλόπνοο οικοδομικό πρόγραμμα προκειμένου να επαναπροσδιορίσει τη γεωγραφική και πολιτική παρουσία της στην ευρύτερη περιοχή. Τότε ιδρύει στο Δεσποτικό ένα μεγάλο ιερό αφιερωμένο στον Απόλλωνα, που γνωρίζει σημαντική ακμή. Γιατί η λατρεία του Απόλλωνα ήταν μία από τις κυριότερες λατρείες στις Κυκλάδες, σύμφωνα με την παράδοση μάλιστα υπήρχαν στην περιοχή 22 τέτοια ιερά αφιερωμένα στον θεό. Στο Δεσποτικό άλλωστε το σημαντικότερο από όλα τα ευρήματα είναι το τμήμα ειδωλίου μιας γυναικείας μορφής που χρονολογείται γύρω στο 675-650 π.Χ. και ταυτίζεται με το αρχικό λατρευτικό ξόανο (απλό ξύλινο άγαλμα) του ιερού αναπαριστώντας πιθανώς τον Απόλλωνα ή τη δίδυμη αδερφή του Αρτεμη.
Το 2001 άρχισε η ανασκαφή, «ύστερα από προτροπή της Ντόλλης Γουλανδρή, με την οποία επισκέφθηκα πρώτη φορά το Δεσποτικό πριν από 16 χρόνια και η οποία με παρακίνησε να ξεκινήσω την ανασκαφική έρευνα», είπε ο κ. Κουράγιος. Έως σήμερα έχουν έρθει στο φως εκτός από το μεγάλο αρχαϊκό ιερό του Απόλλωνα, ακόμη έντεκα κτίρια, ενώ στην άκρη της χερσονήσου διακρίνονται κι άλλα κτίσµατα, όπως ένας κυκλικός πύργος. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν τα πέντε κτίρια στο Τσιμηντήρι, τη νησίδα σήμερα, που στην αρχαιότητα ήταν μέρος του Δεσποτικού. Ο ναός ήταν κτισμένος κυρίως από μάρμαρο και ήταν το πιο επιμελημένο οικοδόμημα του ιερού με ύψος που μαζί με το αέτωμα θα ξεπερνούσε τα έξι μέτρα, ενώ στην πρόσοψη είχε επτά κίονες.
Περί τα 600 αντικείμενα, τα περισσότερα από τα οποία χρονολογούνται στην αρχαϊκή περίοδο (7ος -6ος αι.π.Χ. ) βρέθηκαν σε ένα από τα δωμάτια του ναού. Παριανά αγγεία του 7ου αιώνα π.Χ., εισηγμένα αγγεία, κυρίως από την Κόρινθο και την Ιωνία, πήλινα ειδώλια γυναικείων καθιστών μορφών, πήλινα προσωπεία, μεταλλικά χρηστικά αντικείμενα από χαλκό, σίδηρο και μόλυβδο, χάλκινες πόρπες, πολλά αιγυπτιακά αντικείμενα, όπως ένα φυλαχτό σε σχήμα γερακιού (ειδώλιο του αιγύπτιου θεού Bes), αρκετές χάνδρες και σκαραβαίοι, γυάλινες χάνδρες που προέρχονται από εργαστήρια της Βόρειας Συρίας, της Φοινίκης και της βόρειας Μεσοποταμίας, σφραγιδόλιθοι από ημιπολύτιμες πέτρες, χρυσά αντικείμενα, πολλές ακέραιες πόρπες από ελεφαντοστό και δίσκοι. Ιδιαίτερο εύρημα εξάλλου είναι το αυγό στρουθοκαμήλου που βρέθηκε κομματιασμένο ανάμεσα στις πλάκες του δαπέδου.
Όπως είπε ο κ. Κουράγιος «Τα ευρήματα είχαν τοποθετηθεί κάτω από τις πλάκες του δαπέδου κατά την ανέγερση του ναού και θα πρέπει να ερμηνευτούν ως παλαιότερες προσφορές στο ιερό, που τοποθετήθηκαν ευλαβικά στο δωμάτιο του νέου λατρευτικού χώρου, ώστε να προστατευθούν και να μην καταστραφούν». Οσο για το λατρευτικό άγαλμα του ναού ήταν στημένο στο δεύτερο δωμάτιό του. Από αυτό όμως εντοπίσθηκαν μόνον δύο τμήματα του κορμού, που βρέθηκαν εντοιχισμένα στη μάντρα της στάνης, καθώς και τμήμα του ποδιού και δακτύλου. Πρόκειται για άγαλμα γυναικείας ενδεδυμένης μορφής υπερφυσικού μεγέθους που είναι παρόμοιο με το λατρευτικό άγαλμα της Άρτεμης από το Δήλιο της Πάρου.
Να γίνει ολόκληρο το νησί ένα αρχαιολογικό πάρκο – μουσείο προτείνει ο ίδιος, «ένας πρότυπος αρχαιολογικός χώρος, που θα υποστηρίξει νέες μορφές ποιοτικού τουρισμού, όπως ο πολιτιστικός τουρισμός με σημαντικά οφέλη για την τοπική κοινωνία της Πάρου και κυρίως της Αντιπάρου». Κι αυτό μπορεί να συμβεί μόλις ολοκληρωθεί η ανασκαφή αλλά και οι εργασίες αναστήλωσης του ναού του Απόλλωνα. Το Δεσποτικό άλλωστε είναι ολόκληρο κηρυγμένο ως αρχαιολογικός χώρος απολύτου προστασίας και αξίζει την ιδιαίτερη προσοχή.